Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νέον Άστυ στις 12 Αυγούστου 1906. Ο «Κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων φιλοσοφεί και αυτοσαρκάζεται…
Τον Ιούνιον ανεχώρησα εις την πατρίδα μου, αποκομίζων την πεποίθησιν ότι τα ισχυρὰ νικούν πάντοτε εις αυτὸν τον πλάνον κόσμον και τα ωραία, τα νεαρὰ και τα υγιή. Και ώκτειρα την τύχην της πτωχής Ευθυμίας ― ούτως εκαλείτο, ναι. Και την μικρὰν αδελφήν της την έλεγαν Βάσω. Η Βάσω ήτο νεαρωτάτη, μόλις 17 ετών. Ωραία, δροσερά, και τόσον ροδοκόκκινη εις τα μάγουλα, ώστε ενόμιζέ τις ότι τώρα εξήλθε μόλις απο το βαφείον της κομμωτρίας, καὶ ότι το χρώμα δεν είχε στεγνώσει ακόμη επάνω της.
Εν τούτοις, με όλον αυτό το ρόδινον κάλλος της, αύτη ειργάζετο καθημερινώς εις το εργαστήριον υποδηματοποιού της πολυτελείας, παρά την οδόν Σταδίου. Ήτο βιοπαλαίστρια, εξ απαλών ονύχων, η πτωχὴ κόρη.
Ήσαν θυγατέρες του σπιτονοικοκύρη μου, εις ένα δρομίσκον παρὰ το Γεράνι. Και η Ευθυμία δεν έπαυε να εργάζεται κατ᾿ οίκον. Αδελφὸν δεν είχαν, μόνον μίαν μεγαλυτέραν αδελφὴν ύπανδρον, και τους γονείς των. Όλοι ήσαν φίλεργοι. Μόνον η Ευθυμία ήτο χλωμή, η δυστυχής, και ασθενικὴ την κράσιν και περιπλέον εκτάκτως χωλή, με τον γόμφον προεξέχοντα κατά το δεξιὸν ισχίον.
Ήτο αξιολύπητον πλάσμα. Αλλ᾿ εις ἐπίμετρον, η μικρὰ αδελφή της, ἡ Βάσω, την είχε παραραδιάσει, και ήτο αρραβωνισμένη ήδη. Εις απὸ την συντεχνίαν νέος, υψηλός, χλωμός, Σταύρος καλούμενος, την είχεν ερωτευθή, ὡς φαίνεται ―ή τουλάχιστον, καθὼς είχα αντιληφθή εγω, και νομίζω ότι ήμην βέβαιος περὶ τούτου― και την είχε ζητήσει εις γάμον. Ετελέσθη μνηστεία, αλλ᾿ ο γάμος έμελλε ν᾿ αργήσῃ, όπως λάβῃ καιρὸν η φιλόπονος μέλισσα, η νύφη, να εργασθή και δυνηθή να συμπληρώσῃ την προίκα της.
Τόσον βέβαιος ήμην περὶ του αρραβῶνος, ώστε είχον ακούσει την Βάσω ―ήτις πολλάκις εσυνήθιζε να κελαδή την πρωίαν έξω του παραθύρου μου, εις την αυλήν, πριν εκκινήσῃ να υπάγῃ εις την εργασίαν της― την είχα ιδεί, λέγω, πως ήτον αυτή, και την είχα ακούσει ομιλούσαν περί του μνηστήρος, να εκφράζεται ούτω: «ο Σταύρος μου».
Δεν υπήρχεν άρα αμφιβολία ότι η αρραβωνισθείσα ήτο η Βάσω. Και καθὼς πάντοτε συνηθίζω, πλανώμενος συχνὰ περὶ προσώπων και πραγμάτων, εφιλοσόφουν μέσα μου κι έλεγα: «Βεβαίως, έτσι είναι, τα κρείττω νικά. Τι λέγει λοιπὸν ὁ θείος Όμηρος, «επεὶ τα χερείονα νικά». Εκτὸς αν εις το επίθετον αποδώσωμεν όλως ηθικὴν και βεβιασμένην έννοιαν, ταλανίζοντες πικρώς ως κλαυσίνοι Ηράκλειτοι, την αδικίαν της φύσεως και της λεγομένης Τύχης. Ιδοὺ η καημένη ἡ Ευθυμία ―οποία ειρωνεία εις το όνομά της! Χλωμή, ασχημούτσικη, κουτσή, βασανισμένη, άτυχη, καταδικασμένη εις αναγκαστικὴν αγαμίαν, εις αστοργίαν και μόνωσιν, δι’ όλην την ζωήν της ― μέλλουσα εντὸς ολίγου να μείνῃ ἔρημη, ἄχαρη!… Αλλ᾿ η μικρὰ Βάσω, ἐλαφρά, ροδοκόκκινη, δροσερά. Ιδού! ἐπαραράδιασε την μεγαλυτέραν αδελφήν, και τον ά ρ π α ξ ε!… τον αρραβωνιαστικόν, εννοείται· δεν ηξεύρω αν επέτυχε το ιδανικόν της ή όχι, αδιάφορον· εργάζεται, κάμνει την προίκα της, αύριον θα πανδρευθῇ καὶ θα ζήσῃ ὅπως ὅλος ὁ κόσμος ― μὲ όλας τὰς αφεύκτους κοινοτοπίας, «όπως κουτσαίνει όλος ὁ κόσμος, θα κουτσαίνη κι αυτή»· (μόνον η πτωχὴ αδελφή της κουτσαίνει κατὰ ιδιάζοντα τρόπον!) με όλας τας εναλλαγὰς της λύπης και της χαράς· θα ζήσῃ κατὰ κόσμον, και ημπορεί, αν θέλῃ, να ζήσῃ κατὰ Θεόν. Αλλ᾿ η Ευθυμία, ἡ ταλαίπωρη!…
Επὶ τούτοις απῆλθον εις τον τόπον της γεννήσεώς μου. Διέτριψα εκεί περὶ τους 17 μήνας. Επέστρεψα εις Ἀθήνας τὸ φθινόπωρον του μεθεπομένου ενιαυτού.
Μετά τινας εβδομάδας συνέβη μίαν εσπέραν, πριν νυκτώσῃ ―αν και δεν θα ήθελα ποτὲ να περάσω απ’ εκεί, δια να μη νομίσουν, ότι επήγα δια να ζητήσω ένα τραπέζι και κρεβάτι, και δεν ηξεύρω τι άλλο, τα οποία είχον εγκαταλίπει αναχωρών― συνέβη να διέλθω απὸ την πάροδον εκείνην του Γερανίου. Αλλ᾿ ιδού, ἡ Εὐθυμία ήτο εις το παράθυρον του ισογείου.
Όταν είχα αναχωρήσει, το δωμάτιον αυτό, το προς τον δρόμον, κατείχετο απὸ μίαν γραίαν νοικάρισσαν με την κόρην της, η δε οικογένεια του σπιτονοικοκύρη κατώκει εις το βάθος της αυλής. Δια τούτο δεν επερίμενα να ίδω εκεί την Ευθυμίαν.
Με είδε και μ᾿ εκοίταξεν. Έδειξε μάλιστα, κατόπιν μικρού δισταγμού, ότι ητοιμάζετο να με κράξῃ. Τότε προλαβὼν εγω της εφώναξα μίαν καλησπέραν. Εδέησε να σταθώ προς στιγμὴν επὶ του πεζοδρομίου. Μου παρεπονέθη διατί δὲν επήγα απ’ εκεῖ· με ηρώτα που είχα κατοικήσει, κτλ.
― Και κάθεστε τώρα εδώ; είπα. Πού είν᾿ η μητέρα σας;
― Η μητέρα κάθονται απὸ μέσα.
― Πώς; Δὲν μένετε μαζύ;
― Όχι· εμείς επήραμε αυτὴν την κάμερα προς τον δρόμο.
― Εσείς, δηλαδὴ με ποιὸν άλλον;
― Με τον σύζυγόν μου.
― Αλήθεια!… έχετε πανδρευθῆ; Καλορρίζικη…
― Ευχαριστώ.
― Και ποιὸν επήρατε;
― Τον Σταύρο. Δεν το ξέρατε;
― Τον Σταύρο;… Μα, παρακαλώ, με συγχωρείτε… Ο Σταύρος δεν είχε αρραβωνισθή την Βάσω;
― Ὄχι.
― Μα εγὼ είχα υποθέσει…
― Λάθος επήρατε.
― Έχετε στεφανωθῆ λοιπόν, τώρα;
― Μάλιστα· κοντεύει χρόνος.
― Θα έχετε ίσως και παιδί.
― Ναι, ένα αγοράκι.
― Να σας ζήσῃ!… Κι ἡ Βάσω τώρα τί γίνεται;
― Πηγαίνει κάθε μέρα στου Ζ…
Ωνόμασε το υποδηματοποιείον της οδού Σταδίου.
Την απεχαιρέτησα, κι έφυγα, παύσας να φιλοσοφώ περί των εγκοσμίων.