…Το να διαβάζεις Κούντερα στα 20 είναι σαν να προσπαθείς να χωρέσεις στο πιο ιερό κλισέ. Ο έρωτας είναι πεζός, αμήχανος, βαρετός, μα δύσκολος.
Η μονογαμία είναι ήδη αποφασισμένο πως δεν είναι βιώσιμη. Ή είναι τόσο βιώσιμη όσο μια στερητική δίαιτα: θα φτάσεις τον μικροαστικό σου στόχο μα θα έχεις στερηθεί την απόλαυση του να θρέφεσαι από τυφλό ένστικτο. Τα αριστερά μυαλά δεν χωράνε σε καλούπια, σε όποιο σημείο του άξονα και αν έχουν βιδωθεί.
Ερωτευμένοι άνθρωποι απιστούν, με τρόπο που δεν παρουσιάζεται σαν αμάρτημα ή σαν χυδαίο θράσος απέναντι σε αδύναμες υπάρξεις, αλλά ένας ενστικτώδης τρόπος να φουντώσεις ένα πάθος που καίει χρόνια, έχοντας χωρέσει στο φλατ καρδιογράφημα μιας μακροχρόνια σχέσης.
Το πώς αυτός που απιστεί για να μη χωρίσει είναι άντρας, λες και δεν θα μπορούσε να είναι γυναίκα, είναι ένα ζήτημα που όταν είσαι 20 στα ’10 δεν σε απασχολεί. Δεν έχει χρειαστεί, αν έχεις υπάρξει τυχερή, να σκεφτείς την έμφυλη ισότητα ως κάτι μη δεδομένο από την τυχερή σου κούνια.
Οι σχέσεις αποκτούν μια ρευστότητα, απογυμνώνονται από τις απολυτότητες των 20. Ακριβώς όπως αυτές στα βιβλία του Κούντερα. Τα κατώτερα ένστικτα ντύνονται με έναν μανδύα καλόγουστης πονηριάς, με ένα πειραματικό «έτσι» χωρίς να χάνουν τη βαθιά τους ρίζα στο πόσο στ’αλήθεια ελαφριά είναι η ύπαρξη, στο πόσο εκκωφαντική, μα απελευθερωτική είναι έλλειψη νοήματος.
Πόσο επιδερμικά μπορεί να βιώσει κανείς την οδύνη, την καθημερινή, αναπόδραστη οδύνη, εκείνη που λέγεται ρουτίνα, χωρισμός, εξορία, απωθημένο, λάθος απόφαση, πισογύρισμα, restart, νοσταλγία, απουσία αναμνήσεων, σοβαροφανής γελοιότητα. Τουλάχιστον μέχρι να τελειώσεις το βιβλίο και να φλερτάρεις με κανέναν γκόμενο που να ξέρει τον Κούντερα μόνο από καμία αναφορά στους «Δυο Ξένους», από το στόμα του mainstream, τηλεοπτικού διανοούμενου Μαρκορά….
ΑΠΟ την Βάνα Κράβαρη.