Πηγή:planodion.gr
Ἰούν. 30
Το παιδι που ξεδιψούσε τα πουλιά
ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζανσκάρ, στὰ Ἰμαλάϊα, σχεδὸν τέσσερις χιλιάδες μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα βρίσκεται τὸ χωριὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ μικρὸς Κενράπ. Τὰ καλοκαίρια ὁ Κενρὰπ θέριζε χόρτα στὰ πλατώματα τριγύρω ἀπὸ τὸ χωριό του μαζὶ μὲ τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια του, τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν ὀγδοντάχρονη τυφλὴ γιαγιά του. Ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι στὸ χωριό του. Ἀπὸ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδι, χωρὶς σταματημὸ θέριζαν καὶ ἔφτιαχναν δεμάτια. Νὰ προλάβουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χιόνια τοῦ Σεπτέμβρη νὰ μαζέψουν ἀρκετὰ χόρτα καὶ νὰ τὰ στοιβάξουν πάνω στὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τους. Μὰ τὰ δεμάτια δὲν ἦταν ποτὲ ἀρκετά, κι ἂς ἔμοιαζαν τὰ σπίτια καὶ τὸ χωριὸ ὁλόκληρο καμιὰ φορὰ χορταρένιοι λόφοι ἀπ’ τὸ ὑπερβολικὸ φορτίο τους. Κι αὐτὸ σήμαινε πὼς ὅταν τὸ χιόνι θὰ γινόταν βαθὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μποροῦσαν πιὰ νὰ βροῦν τίποτα νὰ βοσκήσουν καὶ τὸ χορτάρι στὸ χωριὸ θά ’χε σωθεῖ, τότε, τὰ γιὰκ θὰ πέθαιναν. Κι ἂν πέθαιναν τὰ γιὰκ τότε θὰ πεινοῦσε καὶ ἴσως νὰ πέθαινε κιόλας ὁλόκληρο τὸ χωριό. Ἀφοῦ ἡ μόνη τροφὴ ποὺ ὑπῆρχε γιὰ νὰ τοὺς θρέψει ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γάλα τους ἦταν τὸ κριθάρι.
Γιατὶ ἡ ζωὴ στὰ ἀπομονωμένα χωριὰ τῶν Ἰμαλαΐων δὲν συγχωροῦσε λάθη καὶ δὲν σ’ ἄφηνε ν’ ὀνειρευτεῖς. Κι ἂς ἦταν τοῦτο τὸ μέρος τόσο πολὺ κοντὰ στὸν οὐρανό. Ὁ Κενρὰπ λοιπὸν κάθε πρωῒ ὅλο το καλοκαίρι κρατώντας μὲ τὸ ἕνα χέρι τὴν τυφλὴ γιαγιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ μικρὸ δρεπάνι ποὺ τοῦ ’χε χαρίσει ὁ πατέρας του μόλις ἔγινε τεσσάρων χρονῶν ἔβγαινε νὰ θερίσει.
Μὰ ἕνα πρωὶ ξύπνησε ἀλλιώτικος. Δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ φάει τὸν κριθαρένιο χυλὸ μὲ γιαούρτι ποὺ τοῦ ’χε ἑτοιμάσει ἡ μάνα του. Δὲν ἤθελε νὰ ἀκουμπήσει τὸ ἀγαπημένο του δρεπάνι καὶ δὲν ἄκουγε τὶς προτροπὲς τῆς τυφλῆς γιαγιᾶς του. Δὲν θέλησε κὰν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ὅλοι νόμισαν πὼς ἦταν ἄρρωστος.
Ὅμως, ὁ Κενρὰπ εἶχε δεῖ ἕνα ὄνειρο ποὺ τὸν ἔκανε κάτι νὰ θυμηθεῖ…
Ἔτσι τὸ βράδι ὅταν γύρισε ἡ οἰκογένεια ἀπ’ τὸ θέρισμα καὶ κάθισαν ὅλοι γύρω ἀπ’ τὴ χαμηλὴ σόμπα γιὰ νὰ βράσουν τὸν χυλό τους εἶπε πὼς θὰ πήγαινε σὲ μοναστήρι. Σ’ ἐκεῖνο τὸ κοντινὸ μοναστήρι ποὺ ἦταν καὶ ὁ θεῖος του μοναχὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔπρεπε νὰ περπατήσεις πολλὲς ὧρες ἀκολουθώντας ἕνα ἐπικίνδυνο στενὸ μονοπάτι πάνω στὸ φρύδι τοῦ γκρεμοῦ κατὰ μῆκος τοῦ μεγάλου ποταμοῦ. Σὲ κεῖνο τὸ μοναστήρι τοὺς εἶπε πὼς κάτι εἶχε ξεχάσει, πὼς εἶχε ἀφήσει μιὰ δουλειὰ στὴ μέση κι ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ τὴ συνεχίσει. Ἡ οἰκογένειά του δὲν λυπήθηκε καθόλου. Δὲν ἔδωσαν βέβαια μεγάλη σημασία στὰ λόγια αὐτὰ τοῦ παιδιοῦ μὰ στὸ μοναστήρι ἡ ζωή του θὰ ἦταν πιὸ ἄνετη καὶ πιὸ ἐξασφαλισμένη. Κι ὕστερα δὲν θὰ ἦταν μόνο του. Καὶ θὰ ’ρχόταν τουλάχιστον μιὰ φορὰ τὸ χρόνο νὰ τοὺς δεῖ ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ μοναχοὶ στὰ χωριὰ τῶν Ἰμαλαΐων.
Ἀφοῦ ἦρθε τὸ παιδὶ στὸ μοναστήρι οἱ μεγαλύτεροι στὴν ἡλικία μοναχοὶ παραξενεύτηκαν ὅταν ἕνα πρωῒ εἶδαν τὸν Κενρὰπ νὰ παίρνει τὸ μεγάλο πλαστικὸ μπιτόνι, νὰ κατεβαίνει στὴν πηγή, νὰ τὸ γεμίζει κι ὕστερα νὰ τὸ κουβαλᾶ καὶ νὰ τὸ ἀδειάζει σὲ πολλὰ μικρὰ δοχεῖα στὸν πιὸ ψηλὸ ἐξώστη τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κάποτε, ὅταν ζοῦσε ἐκεῖνος ὁ ἡλικιωμένος μοναχὸς ποὺ τὸν κατάπιε ἡ χιονοθύελλα, πήγαιναν τὰ πουλιὰ νὰ ξεδιψάσουν. Οἱ μοναχοὶ κοιτάχτηκαν μεταξύ τους μὲ νόημα κι ὅταν τέλειωσε ὁ μικρὸς Κενρὰπ τὸν φώναξαν κοντά τους.
— Πῶς ἤξερες ποῦ εἶναι ἡ πηγή, Κενράπ; Καὶ γιατί ἀνέβασες τὸ νερὸ στὸν ἐξώστη; Καὶ γιατί τὸ ἄδειασες μέσα στὰ πήλινα; τὸν ρώτησαν.
Κι ἔπειτα προσποιούμενοι πὼς εἶχαν θυμώσει μαζί του τοῦ εἶπαν:
— Δὲν ἔμαθες, Κενράπ, πὼς τὸ νερὸ δὲν σπαταλιέται ἔτσι ἄσκοπα;
Ὁ Κενρὰπ ὄχι μόνο δὲν τοὺς φοβήθηκε μὰ γέλασε κιόλας μαζί τους μ’ ὅλη του τὴν καρδιά. Κι ἀφοῦ κουράστηκε πιὰ νὰ γελᾶ τοὺς εἶπε:
— Μοναχοί, μά ἐπιτέλους τί ἔχετε πάθει; Δὲν μὲ θυμᾶστε; Εἶμαι ἐγὼ ὁ χαμένος σας ἀδελφὸς ποὺ μὲ κατάπιε ἐκεῖνο τὸ βαρὺ χειμώνα ἡ χιονοθύελλα! Δὲν ἄκουσα τὶς συμβουλές σας καὶ σᾶς λύπησα. Ὅμως νὰ ποὺ τώρα γύρισα καὶ σᾶς ζητῶ νὰ μὲ συγχωρέσετε καὶ νὰ μὲ δεχτεῖτε πάλι ἀνάμεσά σας. Γύρισα γιὰ νὰ ξεδιψάσω τὰ πουλιά.