Τὸ γράδο

Ἰωάννα Γαλανάκη

Τὸ γρά­δο

ΕΝΝΗΘΗΚΑ σ’ ἕ­να χω­ριὸ τῆς Ἀ­τλαν­τί­δας. Ἔ­φυ­γα νω­ρὶς μὰ νά ποὺ τά ‘φέ­ρε ἔ­τσι ἡ τύ­χη καὶ ὁ κό­βιντ καὶ ξα­να­γύ­ρι­σα σχε­δὸν δυ­ὸ χρό­νια στὸ χω­ριό μου. Στὴν κα­ραν­τί­να ἔ­μα­θα πολ­λά. Ἀ­νά­με­σά τους μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ μιὰ γριά.

Μοῦ τὴν εἶ­πε ἕ­να κα­λὸ παι­δὶ ποὺ κα­θὼς ἔ­μα­θα πέ­θα­νε, ἀ­φοῦ ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὰ κα­λὰ παι­διά, κά­τι κα­κὸ τοὺς συμ­βαί­νει στὸ τέ­λος. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ λοι­πόν, κα­λὴ γυ­ναί­κα, μό­νο ποὺ ἔ­πι­νε κρυ­φὰ γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ σαΐνια τοῦ χω­ριοῦ τῆς κόλ­λη­σαν τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἐ­γὼ δὲν τὴν θυ­μᾶ­μαι, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως μί­α ἄλ­λη γριά. Ἤ­τα­νε χή­ρα μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, μὲ μαν­τή­λι στὸ κε­φά­λι κι ὅ­λο μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν ἄν­τρα της, τὸ μα­κα­ρί­τη. «Ἔ­χα­σα τὸ στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ μου, ἀ­πό­μει­να ἔ­ρη­μη καὶ μο­να­χή» καὶ ἄλ­λα τέ­τοια. Ὁ μα­κα­ρί­της ἐν­τω­με­τα­ξὺ κα­θώς μοῦ λε­γαν οἱ γο­νεῖς μου ἤ­τα­νε με­γά­λο κά­θαρ­μα. Τὴν εἶ­χε ἀ­πο­πλα­νή­σει κο­ρι­τσά­κι ἀ­κό­μη κι ὕ­στε­ρα τὴν ἔ­φε­ρε στὸ χω­ριὸ καὶ τὴν ἔ­ρι­ξε στὶς βα­ρει­ὲς δου­λει­ές. Κι ἀ­πὸ πά­νω τὴν ξυ­λο­φόρ­τω­νε σχε­δὸν κα­θη­με­ρι­νά. Ἄ­κου­γε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κοι­λά­δα τὶς κραυ­γὲς της ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὰ βά­λει μὲ τὸ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ ὅ­πως προ­εῖ­πα ὁ μα­κα­ρί­της ἤ­τα­νε με­γά­λη λέ­ρα. Ἔ­κα­νε κι ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα ὅ­πως κα­τα­λά­βαι­να ἀ­π’ τοὺς ὑ­παι­νιγ­μοὺς τῶν γο­νι­ῶν μου, μὰ ὅ­ταν τοὺς ρω­τοῦ­σα δὲ μι­λοῦ­σαν, μό­νο ἔ­δει­χναν τὸν ἀ­πο­τρο­πια­σμό τους γιὰ τὸ «στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ».

Ἡ γριὰ αὐ­τὴ ἡ ἄλ­λη, ὄ­χι τὸ γρά­δο, ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Ἔ­πι­νε βέ­βαι­α κι κεί­νη, ἂν καὶ χω­ρὶς τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἔ­βη­χε κι ὄ­λας καὶ γε­νι­κὰ εἶ­χε κα­κὴ ὑ­γεί­α ὁ­πό­τε τῆς μά­νας μου τῆς κόλ­λη­σε ὅ­τι εἶ­χε κά­ποια με­τα­δο­τι­κὴ ἀρ­ρώ­στια. Κά­θε ποὺ ἐρ­χό­ταν σπί­τι μας καὶ τρώ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν ἔ­βα­ζε νὰ κά­θε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ μέ­να, μὴ μὲ πλη­σιά­σουν τὰ μι­κρό­βια. Ὕ­στε­ρα ἀ­φοῦ μά­ζευ­ε τὰ πιά­τα ξε­χώ­ρι­ζε τὸ δι­κό της μα­ζὶ καὶ τὸ πο­τή­ρι της καὶ τοὺς ἔ­χυ­νε καυ­τὸ νε­ρὸ μὲ σα­που­νά­δα. Τέ­λος, ἀ­πο­φά­σι­σε πὼς οὔ­τε αὐ­τὴ ἡ μέ­θο­δος δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ ἐγ­γυ­η­μέ­νη ὁ­πό­τε τῆς εἶ­χε πάν­τα το ἴ­διο πιά­το καὶ τὸ ἴ­διο πο­τή­ρι ποὺ τὰ κρα­τοῦ­σε σὲ εἰ­δι­κὸ ση­μεῖ­ο στὸ ντου­λά­πι. Ἡ γριὰ ὅ­πως προ­εῖ­πα ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Μὲ ἀ­γα­ποῦ­σε καὶ ὅ­λο μὲ συμ­βού­λευ­ε. Ἔ­λε­γε γιὰ μέ­να τὰ κα­λύ­τε­ρα λό­για σ’ ὁ­λό­κλη­ρό το χω­ριό. Πί­στευ­ε πὼς μοῦ ἄ­ξι­ζε μιὰ κα­λὴ τύ­χη καὶ ὅ­λο σχε­δί­α­ζε μέ­σα της κι ἔ­ξω της πῶς θά ‘πρε­πε νὰ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θὰ μὲ πά­ρει, πό­σο ἄ­ξιος καὶ κα­λός, πό­σο ὄ­μορ­φα θά ’­πρε­πε νὰ μοῦ φέ­ρε­ται.

Ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γα, ἐ­κεί­νη, κα­θὼς μά­θαι­να, ἀ­κό­μη ἀ­γω­νι­οῦ­σε προ­σπα­θών­τας νὰ βρεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρο συν­δυα­σμὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ ὑ­πο­ψή­φιου συ­ζύ­γου μου. Ὅ­ταν τὴν εἶ­δα τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ θά ’­μου­να γύ­ρω στὰ 25, μοῦ ’­πε μὲ ἀ­γά­πη στορ­γι­κὴ «ἀρ­γο­μοί­ρα- κα­λο­μοί­ρα». Καὶ μοῦ ‘δω­σε κι ἄλ­λες πολ­λὲς εὐ­χές. Δὲν ἔ­πι­α­σαν τε­λι­κά, μᾶλ­λον για­τὶ τὶς στοί­χει­ω­σε τὸ φάν­τα­σμα τοῦ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ πέ­θα­νε τὴν εἶ­δα ἄλ­λες δυ­ὸ φο­ρές, στὸ χω­μα­τό­δρο­μο, κον­τὰ στὸ σπί­τι μας. Τό­τε τὴν ἔ­λε­γαν Λί­λα. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πα­ρα­δεί­σια πο­νε­μέ­νη ψυ­χὴ καὶ γῶ θὰ ἤ­μουν τό­τε γύ­ρω στὰ 35. Μοῦ ‘πε «ἐ­σὺ ἀ­να­γεν­νι­έ­σαι ἀ­π’ τὶς στά­χτες σου», εἶ­σαι ἀ­κό­μη ὄ­μορ­φη, νὰ βια­στεῖς νὰ κά­νεις ἕ­να παι­δά­κι, ἔ­χεις χρό­νο, νὰ δὲς ἡ τά­δε ποὺ εἶ­στε καὶ στὴν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α.

Ἡ Λί­λα ἔ­μα­θα εἶ­χε τέ­λος κα­κὸ κλει­σμέ­νη σ’ ἕ­να ἵ­δρυ­μα. Καὶ ἡ δι­κή της ἱ­στο­ρί­α πο­λὺ λυ­πη­τε­ρή, τό­σο ποὺ δὲν τὴν ἔ­λε­γε κα­νεὶς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κά­τι μι­σό­λο­γα καὶ κά­τι εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀ­π’ τὰ τσό­κα­ρα γιὰ τὴν κα­τάν­τια της. Πα­νέ­μορ­φη στὰ νιά­τα της, τὴν εἶ­δα σὲ πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, τό­τε, στὴν κα­ραν­τί­να. Μιὰ μέ­ρα στὴν πρω­τεύ­ου­σα τὴ θυ­μή­θη­κα. Κα­θό­μα­σταν με­γά­λη πα­ρέ­α, τρώ­γα­με καὶ πί­να­με. Δί­πλα μου αὐ­τός, πα­ρα­δί­πλα ἡ γυ­ναί­κα του καὶ ἀ­πέ­ναν­τι μιὰ ἀ­π’ τὶς φι­λε­νά­δες. Ἤ­τα­νε βλέ­πεις τέ­τοι­α ἡ «ἰ­δε­ο­λο­γί­α» του. Σε­βα­στόν. Μὲ πε­ρι­ποι­οῦν­ταν χω­ρὶς νὰ τὸ ζη­τή­σω. Τοὺς κα­λύ­τε­ρους με­ζέ­δες, τὸ πο­τή­ρι μου πάν­τα μι­σο­γε­μά­το. Κά­πο­τε ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι του καὶ μοῦ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ γό­να­το ἔ­τσι ποὺ οἱ φί­λοι του νὰ βλέ­που­νε. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ φύ­γω με­τα­νά­στις νὰ μὴ βλέ­πω του­λά­χι­στον ἐ­γώ. Εἶ­χα μιὰ φί­λη ἀ­πὸ τὴ Χιὸ καὶ μοῦ βρῆ­κε βα­πό­ρι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ σαλ­πά­ρει γιὰ Νό­τιο Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ λέ­γα­νε «Lά­y­os». Πάν­τα ἔ­λε­γα στὴ μά­να μου πὼς ἤ­θε­λα νὰ πά­ω στὴ γῆ τοῦ πυ­ρός. Ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα. Μπάρ­κα­ρα τὸ λοι­πόν. Τὸ βα­πό­ρι κου­βα­λοῦ­σε τό­νους πα­λιὰ ροῦ­χα ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ θά­ψι­μο στὴν ἔ­ρη­μο Ἀ­τα­κά­μα. Ἐ­κεῖ, τε­τρα­κό­σια χρό­νια δὲν ἔ­χει πέ­σει οὔ­τε στά­λα βρο­χή. Στὸ βα­πό­ρι γνώ­ρι­σα καὶ μιὰ ἰν­διά­να Χι­λια­νὴ ποὺ πή­γαι­νε νὰ με­λε­τή­σει τὴν ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza. Δὲν τὸ με­τά­νοι­ω­σα κα­θό­λου ποὺ ἔ­φυ­γα με­τα­νά­στις. Θυ­μᾶ­μαι καὶ τὸ συ­χω­ρε­μέ­νο τὸ Χρι­στι­α­νό­που­λο ποὺ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ πε­ρὶ σπό­ρων καὶ θά­ψι­μου καὶ νοι­ώ­θω θαλ­πω­ρή. Πάν­τως στὴν Ἀ­τα­κά­μα καὶ νὰ θα­φτεῖ ὁ σπό­ρος δὲ φυ­τρώ­νει, φταί­ει βλέ­πεις τὸ ἔ­δα­φος ποὺ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ξη­ρό. Ἡ ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza ὅ­μως ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­να­βι­ώ­σει.

ΠΗΓΉ: neoplanodion.gr

Ἰ­Ω­ΆΝ­ΝΑ ΓΑ­ΛΑ­ΝΆ­ΚΗ. ΓΕΝ­ΝΉ­ΘΗ­ΚΕ ΚΑῚ ΜΕ­ΓΆ­ΛΩ­ΣΕ Σ’ Ἕ­ΝΑ ΜΙ­ΚΡῸ ΧΩ­ΡΙῸ ΚΟΝ­ΤᾺ ΣΤᾺ ΧΑ­ΝΙΆ. ΣΠΟΎ­ΔΑ­ΣΕ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α, ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΟ­ΓΊ­Α ΚΑῚ Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­Α ΤΗ͂Σ ΤΈ­ΧΝΗΣ ΣΤῸ ΠΑ­ΝΕ­ΠΙ­ΣΤΉ­ΜΙΟ Ἀ­ΘΗ­ΝΩ͂Ν. ἘΡ­ΓΆ­ΣΤΗ­ΚΕ ὩΣ ἈΡ­ΧΑΙ­Ο­ΛΌ­ΓΟ­Σ ΚΑῚ Ἐ­ΡΕΥ­ΝΉ­ΤΡΙΑ. ΣΥ­ΝΈ­ΧΙ­ΣΕ ΤῚΣ ΣΠΟΥ­ΔΈΣ ΤΗΣ ΜῈ Ὑ­ΠΟ­ΤΡΟ­ΦΊ­ΕΣ ΣΤῊΝ ἈΓ­ΓΛΊ­Α. Ἔ­ΧΕΙ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΜΙᾺ ΠΟΙ­Η­ΤΙ­ΚῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ Ἀ­ΡΑ­ΔΉΝ). ΠΟΙ­Ή­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ Ἐ­ΠΊ­ΣΗΣ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌΝΈΑ ΕΥ̓­ΘΎ­Ν. Ἔ­ΧΕΙ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΆ­ΣΕΙ ΚΑῚ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΎ­ΣΕΙ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ ΤῸ ΔΈΝ­ΤΡΟ ΠΟΊ­Η­ΣΗ ΤΗ͂Σ ΣΎΓ­ΧΡΟ­ΝΗΣ Ἀ­ΜΕ­ΡΙ­ΚΑ­ΝΊ­ΔΑΣ ΠΟΙ­Ή­ΤΡΙΑ­Σ JES­SI­CA GREEN­BA­UM. ΜΙ­ΚΡᾺ ΔΙ­Η­ΓΉ­ΜΑ­ΤΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤΠΛΑ­ΝΌ­ΔΙΟΝ-Ἱ­ΣΤΟ­ΡΊ­ΕΣ ΜΠΟΝ­ΖΆ­Ι ΚΑῚ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΜΈ­ΝΑ ΣΤᾺ ἈΓ­ΓΛΙ­ΚᾺ ΣΤῸ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΌ TWO WORDS FOR. ΚΕΊ­ΜΕ­ΝΆ ΤΗΣ Ἔ­ΧΟΥΝ ΔΗ­ΜΟ­ΣΙ­ΕΥ­ΤΕΙ͂ ΣΤᾺ ΠΕ­ΡΙ­Ο­ΔΙ­ΚΆLI­FO, MO­NU­MEN­TA ΚΑῚ ΣΕ BLOGS. ΑΥ̓­ΤῊΝ ΤῊΝ ΠΕ­ΡΊ­Ο­ΔΟ ΖΕΙ͂ ΣΤῸ ΣΑ­ΟΥ­ΘΆΜ­ΠΤΟΝ ΤΗ͂Σ ἈΓ­ΓΛΊ­ΑΣ ΚΑῚ Ἑ­ΤΟΙ­ΜΆ­ΖΕΙ ΜΙᾺ ΜΙ­ΚΡῊ ΣΥΛ­ΛΟ­ΓῊ ΔΙ­Η­ΓΗ­ΜΆ­ΤΩΝ ΓΙᾺ ΔΗ­ΜΟ­ΣΊ­ΕΥ­ΣΗ