ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Κ»/ Καθημετινή
Η Μαρία, ο Γιάννης και η μικρή Ελένη είναι οι μοναδικοί τρεις κάτοικοι της Πάρνηθας, του μεγάλου βουνού της Αττικής, ζώντας μαζί με ελάφια, αλεπούδες και λύκους. Το «Κ» πέρασε μια μέρα μαζί τους.
Φωτογραφίες: ΑΓΓΕΛΟΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Γράφει η Όλγα Χαραμή
«Ουουουου», αλυχτάει δήθεν η ενάμισι έτους Ελένη, σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά. Μας δείχνει πώς κάνει ο λύκος. Η διαφορά της με άλλα παιδιά που μεγαλώνουν (τυπικά) εντός Αττικής είναι ότι αυτή δεν είναι μια γνώση που αποκόμισε από τα παιδικά βιβλία και τα τηλεοπτικά καρτούν, αλλά από την ίδια της τη μέχρι τώρα ζωή. Στο δικό της παραμύθι δεν υπάρχει κακός λύκος και Κοκκινοσκουφίτσα – ο λύκος είναι ένας συναρπαστικός φίλος, γείτονας στο βουνό, με ίσα δικαιώματα μάλιστα. Η Ελένη ζει στην Πάρνηθα. Μαζί με τους γονείς της, Γιάννη Χέλη και Μαρία Λαζάρου, είναι οι μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι της ορεινής ζώνης.
Προνομιούχοι σίγουρα, μια και ο εθνικός δρυμός απαγορεύεται να κατοικηθεί και οικισμοί υπάρχουν μόνο στους πρόποδές του. Το δικαίωμα αυτό το έχουν επειδή διαχειρίζονται τα δύο ορειβατικά καταφύγια που λειτουργούν στην Πάρνηθα, το Μπάφι και το Φλαμπούρι, στα 1.161 μ. και στα 1.158 μ. υψόμετρο αντίστοιχα. Αν δεν τα διαχειρίζονταν, θα ζούσαν πιθανότατα σε κάποιο άλλο βουνό – η επιλογή τρόπου ζωής έφερε την ενασχόλησή τους με τα καταφύγια και όχι το αντίθετο. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε εδώ το 2018. Προηγουμένως, η Μαρία ζούσε στο Ίλιον και εργαζόταν ως personal trainer. Ο Γιάννης μεγάλωσε στο Αιγάλεω και ήταν ποδοσφαιριστής. Εντελώς τυχαία βρέθηκε στην Πάρνηθα, στο Μπάφι, το οποίο τότε διαχειριζόταν ο ξάδερφος και πλέον συνεταίρος του, Στέφανος Σιδηρόπουλος. Πήγαν μια βόλτα έως το Σπήλαιο του Πανός και αυτό ήταν· το 2009 είχε κολλήσει ήδη το «μικρόβιο της φύσης», λέει. Ηταν ένα κάλεσμα που δεν μπόρεσε να αγνοήσει. Μπήκε με τον Στέφανο στη διαχείριση του καταφυγίου και στην εταιρεία υπαίθριων δραστηριοτήτων Trekking Hellas, «τρέχοντας» το παράρτημα της Πάρνηθας. Η Μαρία, αντίθετα, ανέβηκε στο βουνό πιο συνειδητά: λαμβάνοντας μέρος σε ένα σεμινάριο της εταιρείας για υπαίθριες δραστηριότητες, ορμώμενη από μια εσωτερική ανάγκη να μεταφέρει τη δουλειά της έξω, μακριά από την πόλη, έξω από τα γραφεία. Εκεί γνωρίστηκαν και έκτοτε άρχισαν να στήνουν τη ζωή τους στο βουνό. Τώρα μαθαίνουν στην κόρη τους πώς να ζει στη φύση. Ξυπνούν μέσα σε μυστηριακές ομίχλες, περπατούν στο δάσος, μαζεύουν καρπούς και… σκουπίδια που αφήνουν οι επισκέπτες του Σαββατοκύριακου, πίνουν νερό με τις χούφτες από τις πηγές, εντοπίζουν γύρω τους ελάφια και αλεπούδες, χαζεύουν το γοητευτικό ηλιοβασίλεμα και όλο το Λεκανοπέδιο φωτισμένο τις νύχτες, σαν μαγικό χαλί στα πόδια τους.
«Κοίτα πού ζω»
Μυρίζει βουνό, μυρίζει χωριό. Το τζάκι καίει ακόμη Απρίλη μήνα, οι θερμοκρασίες εδώ πάνω είναι αρκετά χαμηλότερες από την υπόλοιπη Αττική. Η Πάρνηθα είναι ένα μεγάλο βουνό, με συνολική έκταση 400 τ.χλμ. και ψηλότερη κορυφή την Καραβόλα, στα 1.413 μ. Είναι επίσης ο κοντινότερος σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εθνικός δρυμός. Ο χειμώνας έχει αρκετό χιόνι και η ζωή εδώ θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τη ζωή σε οποιαδήποτε επαρχία της Ελλάδας. Άλλοι την αποφεύγουν, εκείνοι την επέλεξαν. «Βλέπουμε τη φύση και τις εποχές να αλλάζουν. Αν και δυστυχώς εδώ βιώνουμε και εντονότερα την κλιματική αλλαγή. Φέτος δεν έβρεξε καθόλου και τα χιόνια ήταν ελάχιστα. Ζούμε κυρίως ακραία καιρικά φαινόμενα. Ό,τι είναι να ρίξει σε έναν μήνα, για παράδειγμα, το ρίχνει σε δύο μέρες και αυτό δεν βοηθάει σε τίποτα», περιγράφει ο Γιάννης και συμπληρώνει: «Πονεμένη Πάρνηθα την αποκαλώ. Όχι μόνο για τις φωτιές. Βλέπεις πλέον περισσότερα άρρωστα δέντρα από ποτέ. Επηρεάζει και το ότι είμαστε κοντά στην Αθήνα πιθανότατα. Το καλοκαίρι με 42 βαθμούς στο Λεκανοπέδιο, φτάνουμε τους 30, που είναι πολύ για το βουνό». Παρ’ όλα αυτά, το οικοσύστημα έχει ανακάμψει από τις φωτιές: «Μας έδωσε μεγάλη χαρά η επιστροφή των λύκων τα τελευταία χρόνια. Έναν τον έβλεπα κάθε πρωί. Γύρναγε τα βράδια γύρω από το καταφύγιο, γιατί έχει πολλά φιρίκια. ‘
»Τους τελευταίους μήνες απομακρύνθηκε. Οι ερευνητές υπολογίζουν ότι είναι πάνω από 15-20 άτομα. Αφού κάνουμε πλάκα, ότι θα λέμε στη μικρή “θα σε πάρει ο λύκος”», καταλήγει γελώντας.
Αν και κανένας από τους δύο δεν μεγάλωσε στη φύση, η απόφαση για την ανατροφή της κόρης τους εδώ δεν επιδεχόταν δεύτερη σκέψη, ήταν γι’ αυτούς αυθόρμητη. «Όταν έμεινε έγκυος η Μαρία, άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά. Ωστόσο δεν υπήρξε άλλο σενάριο, το αποφασίσαμε αμέσως. Διαμορφώσαμε το σπίτι, που έως τότε ήταν ένα δωμάτιο-αποθηκάκι». Και τώρα είναι ένα εργονομικό σπιτάκι 50 τ.μ., που «χωράει» τη λιτή ζωή του ζευγαριού.
Οι οικείοι τους αλλά και οι επισκέπτες του καταφυγίου απορούν με την επιλογή τους. «Όταν γέννησα, μου έλεγαν: “Είσαι τρελή; Με το μωρό στο βουνό;”. Και όμως, η ζωή εδώ είναι ιδανική. Μάλιστα δεν ένιωσα στιγμή λεχώνα, ήταν όλα εύκολα και ανώδυνα. Με τη μικρή πάμε βόλτες στον χώρο αναψυχής στη Μόλα απ’ όταν ήταν 10 ημερών. Τα πρώτα δύο χρόνια ανεβοκατέβαινα κάθε μέρα για δουλειά στην Αθήνα. Δεν περνούσα καλά, το μυαλό μου ήταν συνέχεια εδώ. Τώρα έχει γίνει συνήθεια μεν, αλλά το εκτιμάς κάθε μέρα. Σταματάς δύο λεπτά και σκέφτεσαι: “Δες πού ζω”. Αν μάθεις στη φύση, δεν υπάρχει επιστροφή, δεν μπορείς να ξαναζήσεις συμβατικά, στην Αθήνα. Ακόμη και όταν έχουμε άγχος ή διαφωνία ως ζευγάρι, βγαίνουμε έξω και ηρεμούμε. Και η μικρή βγαίνει και σταματάει να κλαίει», λέει η Μαρία.Ο Γιάννης Χέλης κόβει ξύλα κάθε πρωί, ενώ η Ελένη τριγυρνάει με προσοχή γύρω του.
Κι αν συμβεί κάτι;
Η Ελένη ζει όπως κάθε παιδάκι στην ορεινή Ελλάδα. Ακόμη και όταν ξεκινήσει το σχολείο, θα την ανεβοκατεβάζουν. Το Μενίδι απέχει 25 λεπτά με το αυτοκίνητο και η μικρή έχει ήδη συνηθίσει τις στροφές και την απόσταση. «Ακόμη και με το χιόνι, το πολύ να αποκλειστούμε 5-6 μέρες. Αν συμβεί κάτι, τη βάζουμε στο μάρσιπο και πηγαίνουμε με τις χιονορακέτες ως το τελεφερίκ του καζίνο και κατεβαίνουμε.
»Οι περισσότεροι ανησυχούν τι θα κάνουμε αν προκύψει θέμα υγείας. Έχουμε εξοπλισμένο φαρμακείο και ξέρουμε πρώτες βοήθειες για βρέφη και παιδιά. Όπως λέει η παιδίατρος, δεν υπάρχει διαφορά από το να είσαι κολλημένος στην κίνηση της Αθήνας», εξηγεί η Μαρία.
Επίσης, δεν υπάρχει ζήτημα απομόνωσης (ή ελλιπούς κοινωνικοποίησης). Τα Σαββατοκύριακα τα δύο καταφύγια υποδέχονται 2.000 άτομα. «Γενικά έχουμε πολλά να κάνουμε εδώ και η μέρα στη φύση περνά πολύ γρήγορα. Είναι μια γεμάτη, ποιοτική καθημερινότητα. Καθόλου βαρετή, όπως πολλοί νομίζουν. Κάποιες μέρες κατεβαίνουμε στην πόλη για δουλειές. Αν αναγκαστούμε να μείνουμε κάτω, υποφέρουμε. Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε από τη φασαρία. Η μικρή, σκέψου, τρομάζει όταν ακούει μηχανάκι, ενώ όταν ακούει τον λύκο, είναι ήρεμη», μας λέει η Μαρία, ενώ ο Γιάννης περιγράφει το στρες και την ένταση που αισθάνεται χωρίς λόγο κάθε φορά στην Αθήνα: «Δεν θέλω να ξυπνάω πουθενά αλλού. Θέλω να πιω τον καφέ μου εδώ, χαζεύοντας τα δέντρα, ακούγοντας τα πουλιά».
Το βολικό βέβαια στην περίπτωσή τους είναι ότι στο βουνό βρίσκεται και η δουλειά τους. Και μάλιστα η δουλειά είναι και το χόμπι τους, ενώ έχουν τη δυνατότητα να είναι όλη μέρα με την κόρη τους. Ως φύλακες και γνώστες του βουνού, συνδράμουν επιπλέον στο έργο της πυροσβεστικής, σε εντοπισμό αγνοουμένων, ενώ επιτελούν και το πρωταρχικό χρέος τους ως διαχειριστές των ορειβατικών καταφυγίων: να παρέχουν ζεστασιά, φαγητό και στέγη στους πεζοπόρους.Στο «μπαλκόνι» του σπιτιού στο Μπάφι, με θέα το Λεκανοπέδιο.
Βόλτα στους μείον 7 βαθμούς
Όση ώρα κουβεντιάζουμε, η Ελένη χαρχαλεύει τα παπούτσια της. Θέλει να βγει έξω. Περιμένει δε δίπλα στο σακίδιο, μην τυχόν και φύγουν χωρίς αυτήν. Στον περίπατό μας στο δάσος παρατηρώ τα βήματά της. Ελίσσεται ανάμεσα στις πέτρες, δοκιμάζει το έδαφος πριν πατήσει, σκύβει στα κλαδιά: «Εκπαιδεύεται φυσικά, από ένστικτο. Τα παιδιά στην ελευθερία της φύσης αναπτύσσονται πολύ γρηγορότερα. Υπάρχει καλύτερο σχολείο από αυτό γύρω μας; Δεν με νοιάζει αν θα διαβάσει παραμύθια, προτιμώ να βγαίνει έξω να αγγίζει τα δέντρα, να βρέχεται στα νερά, να παρατηρεί τα λουλούδια, να κάνει τσουλήθρα στο χιόνι», λέει ο Γιάννης.
Με την Ελένη έχουν πάει ήδη για πεζοπορία στον Όλυμπο, όχι στις κορυφές βέβαια, και στον Χελμό για σκι. «Όλοι μας έλεγαν να μην πάμε. Ελέγξαμε τις συνθήκες και πήγαμε. Το παιδί ζει στα 1.100 μ. υψόμετρο, έχει προσαρμοστεί. Μας λένε ότι το κάνουμε για μας. Ακόμη και έτσι να είναι, αν είμαστε εμείς καλά, είναι και εκείνη. Αλλά η μικρή το ευχαριστήθηκε, τραγουδούσε και χαιρόταν μέσα στο μάρσιπό της σε όλη τη διαδρομή. Είναι πολύ σημαντικό το ότι έχουμε απόλυτη σύμπνοια με τον Γιάννη. Ο ένας δημιουργεί ιδανική συνθήκη για τον άλλο», λέει η Μαρία και συμπληρώνει ο Γιάννης: «Είμαι σίγουρος ότι όλα αυτά λειτουργούν μέσα της. Ναι, ήταν τεσσάρων μηνών στους μείον 7 βαθμούς, για μένα αυτό είναι το καλύτερο για εκείνη».Στην κουζίνα του καταφυγίου.
Μια τυπική μέρα
«Η μπέμπα ξυπνάει νωρίς, κατά τις επτά. Αμέσως ανοίγει κουρτίνα να δει έξω, όπως ακριβώς κάνω κι εγώ», λέει ο Γιάννης. Κατόπιν ανεβαίνουν στο καταφύγιο, ανάβουν το τζάκι, φτιάχνουν πρωινό. Η Ελένη παίρνει ένα πανάκι και καθαρίζει, μιμούμενη τους εργαζομένους στο καταφύγιο. Ο Γιάννης κάνει επισκευές στα καταφύγια και κόβει ξύλα, ενώ όταν «τρέχουν» δραστηριότητες με την Trekking, μοιράζουν τις αρμοδιότητες. Η Μαρία κατεβαίνει συχνότερα στην πόλη για personal training, ενώ δύο φορές τη βδομάδα η μικρή πηγαίνει κολυμβητήριο. Τις καθημερινές πάνε οπωσδήποτε βόλτα για περπάτημα τα απογεύματα. «Η μικρή είναι συνεχώς δίπλα μου», λέει ο Γιάννης. «Όταν ξεχιονίζουμε, βοηθάει με το φτυαράκι της. Στο άναμμα του τζακιού φέρνει κλαδάκια. Ο κόσμος φοβάται που τη βλέπει, αλλά ξέρει να προσέχει και της δείχνουμε εμπιστοσύνη. Έτσι πρέπει να κάνεις με τα παιδιά. Να τα βγάλεις έξω, να μπουσουλήσουν, να ξυπνήσουν οι αισθήσεις τους. Θα πιάσουν και τα κινητά, αλλά το σημαντικό είναι να έρθουν σε επαφή με τη φύση. Από τότε που άρχισα να βάζω στα σόσιαλ μίντια τη μικρή, βλέπω ότι αυξάνονται τα παιδάκια στο βουνό και χαίρομαι, κι ας μου λένε ότι εκθέτω την προσωπική μου ζωή. Το βουνό είναι για όλους, αλλά θέλει σεβασμό. Πρέπει να μάθεις τους κανόνες, να σε οδηγήσουν οι ειδικοί. Και πρέπει να βάλεις και τα παιδιά ομαλά. Αν τα ταλαιπωρήσεις, θα το μισήσουν. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι δεν κινδυνεύεις από τη λάσπη ή από τον λύκο. Οι κακοί λύκοι είναι στην πόλη. Έχουμε ως είδος απομακρυνθεί από τη φύση μας».