Με αφορμή τις εισηγήσεις κριτικών λογοτεχνίας ,
πανεπιστημιακών και συγγραφέων στην ημερίδα
του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού ” Ο
Αναγνώστης ” με θέμα τη γλώσσα στην ελληνική
πεζογραφία και τις εν συνεχεία δημοσιεύσεις τους
στο διαδίκτυο είναι γεγονός ότι ξεκίνησε μια
γόνιμη συζήτηση και έγιναν και γίνονται πολλά
σχόλια .
Λόγω του ενδιαφέροντος που υπάρχει για το θέμα αυτό πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο να
διαβάσουμε και να θυμηθούμε κάποια από τα
πολλά καίρια , ουσιαστικά και σημαντικά που
επισημαίνει ο Σωτήρης Δημητρίου – ο συγγραφέας
που άνοιξε και χάραξε με έξοχο τρόπο το δρόμο για
τη χρήση της δημώδους γλώσσας στη λογοτεχνία μας – σ ‘ ένα σπουδαίο κείμενό του , που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Νοέμβρη στην
εφημερίδα Η Καθημερινή στην έκδοσή της στην
Κύπρο με τίτλο ” ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΤΟΝ ΝΟΥ
Για όσους φίλους ενδιαφέρονται θυμίζω κάποια
αποσπάσματα του κειμένου :
Γλώσσα σημαίνει αυτό που λέει η λέξη . Φωνή . Δεν
λέμε Εθνική γραφίδα αλλά Εθνική γλώσσα . Η
γραφίδα την περιορίζει δραστικά . Δεν μπορεί να
αποδώσει τα άπειρα σημεία στίξης της φωνής , του
προσώπου , των χεριών , του βλέμματος . Αεράκι ,
δεν φυλακίζεται στα καλούπια των γραμμάτων .
Όταν δε φυλακίζεται δεν είναι πια ζώσα γλώσσα
αλλά κείμενο . Κείμενο , κάτι που κείται , ξέπνοο ,
νεκρό . Και βέβαια μια εκ των απωλειών του
κειμένου είναι η συρρίκνωση της μνήμης . Πώς
θυμόταν αλήθεια οι αγράμματες χωριάτισσες τα
πολύστιχα τραγούδια της δημώδους ; Το μισό και παραπάνω της ευχαριστήσεως στο
βιβλίο ” Ουρανός απ ‘ άλλους τόπους ” είναι η
τραγουδιστή εκφορά αυτών των γυναικών , η
προσωδία , που δυστυχώς δεν αποδίδεται . Και αν
μου επιτρέπεται θα διαφωνήσω με τον όρο
ιδιωματική γλώσσα . Δεν υπάρχουν ιδιωματικές
γλώσσες , ούτε διάλεκτοι , αλλά ανθρώπινες ,
ισότιμες γλώσσες όσο λίγοι και να τις μιλούν . Τα ελληνικά στον " Ουρανό απ ' άλλους τόπους "
είναι απλά , απλούστατα ελληνικά που θέλουν λίγη
εγρήγορση για να σου χαριστούν . Εκτός και αν
εννοούμε ιδιωματικό λόγο , τον εικονοποιητικό ,
μεταφορικό και παροιμιακό λόγο , δηλαδή τον
ποιητικό . Που δυστυχώς αυτό εννοούν ως
διάλεκτο οι αρνητές του . Ως διάμεσος δημιουργός - όπως είναι όλοι οι
λογοτέχνες – μπορώ να πω πως μια τυχαία σελίδα
της αφηγήτριας του ” Ουρανού απ ‘ άλλους τόπους “
σβήνει την καλύτερη σελίδα ενός διηγήματός μου
στην νεοελληνική δηλαδή στην Αθηναική . Και
φυσικά η σύγκριση μπορεί να επεκταθεί . Ας το αντιστρέψω λοιπόν . Μήπως
απλουστευτικός λόγος είναι η Αθηναική ; Κανένα
από τα παραπάνω γνωρίσματα της δημώδους δεν
τη χαρακτηρίζει . Επέβαλε στους ξεριζωμένους χωριάτες τα
εύκολα , τα επιφανειακά και τα μονοσήμαντα
για να δημιουργήσει τον κοινό τόπο κάποιας
διεκπεραιωτικής συννενοήσεως . Δεν τη νοιάζει η παραμυθητική , λυτρωτική
λειτουργία της γλώσσας παρά κάποια χρηστική ,
τυπική εκφορά της . Κάθε γλωσσική κατίσχυση
βασίζεται στην απλούστευση . Αυτή η σύγχρονη ,
άνοστη γλώσσα άσκησε γλωσσική τρομοκρατία
στους χωριάτες πείθοντάς τους πως είναι
αγράμματοι . [ … ] Ήταν γύρω στο ' 60 που όλο το Έθνος στράφηκε
με πρωτοφανή μανία προς ό,τι ποιητικό μητρώο . Τα
ονόμασαν συλλήβδην βλάχικα και να με συμπαθούν
οι Βλάχοι με τον βαθύ πολιτισμό τους . Ενεδύθησαν
οι μωρόπιστοι κάθε τι δυτικό και φυσικά έγιναν
καρικατούρες . Πώς το λέει η παροιμία , θέλησε η
κουρούνα να περπατά σαν την πέρδικα κι έχασε και
τον δικό της βηματισμό ; Ο χωριάτης ούτε σύμπλεγμα κατωτερότητος
είχε , ούτε σύμπλεγμα ανωτερότητος έναντι
ουδενός ανθρώπου του πλανήτη . Ένιωθε απολύτως
ισότιμος εν αντιθέσει με τον σημερινό νεοέλληνα .
Κατέπνιξε η σύγχρονη νεοελληνική την ποίηση της
δημώδους για την εύκολη χειραγώγηση . Η πενιχρή
ανταπόδοση ; Οι πάμπολλες σύγχρονες
μικρογλυκύτητες και τα μπιχλιμπίδια – κάθε μέρα
πλέον είναι Κυριακή – που όμως αφάνησαν τη
θυμόσοφη γνώση και γαλήνη . Αφάνησαν την ευφρόσυνη αίσθηση της
γλώσσας . Μιας γλώσσας ζυμωμένης με τον
ουρανό , την πίστη αλλά και με τα εξωτικά , τα
πειρασμικά και τα ισκιώματα . Μία γλώσσα που
κρατούσε την ψυχή δροσερή και παιδική μέχρι
βαθέως γήρατος . Σε αντίθεση με την αζύμωτη ,
επιβαλλόμενη σχολική γλώσσα . Ως και τα
παιδάκια σήμερα είναι περίφροντη και βλοσυρά . Απ ' την ολότητα πλέον είμαστε στον
κατακερματισμό , απ ‘ την κοινότητα στον ατομισμό ,
απ ‘ τις άλογες – και γι ‘ αυτό ποιητικές –
βεβαιότητες στις στείρες αμφιβολίες κι απ ‘ την
ποιητική δημώδη στο άμουσο Αθηναικό μόρφωμα .[..] Ανταλλάσσω όλο το έργο μου είχε πει ο
Γκαίτε για ένα και μόνο ελληνικό τραγούδι και δεν
είναι λογοτεχνικός θρύλος . Και είναι γνωστός ο
μέγας θαυμασμός που έτρεφαν στα δημοτικά
τραγούδια ο Σεφέρης κι ο Ελύτης . Ο δε Σολωμός
κορφολογούσε συνεχώς τη δημώδη , περπατούσε
στα βήματά της . Και τι άλλο είναι η δημώδης παρά
το απαράμιλλο θαύμα του δημοτικού τραγουδιού
απλωμένο σε ομιλία ; Βέβαια , αυτή η γλωσσική
έκπτωση είναι αποτέλεσμα της εκπτώσεως στην
καθημερινή βιωτή . Αφού χάθηκε η χειρότευκτη , πεζοπορούσα ,
φυσική και κοινοτική ζωή , καταστράφηκε μοιραίως
και η μήτρα παραγωγής αυτής της γλώσσας . Φαίνεται πως η γλωσσική ποιητική
ανθοφορία έχει πορεία απ ‘ το σώμα προς τον νου ,
απ ‘ έξω προς τα μέσα […] Όλη η δημώδης απ ' την Κύπρο μέχρι την Κέρκυρα
κι απ ‘ την Θράκη μέχρι την Κρήτη είχε κοινό
παρανομαστή τον μηχανισμό δημιουργίας ποιήσεως ,
την παραμυθία , τη θεραπεία και δευτερευόντως τη
χρηστικότητα . Απλώς διαφέρει η εκφορά , κάθε τόπος και το
τραγούδι του .Αναλογιστείτε τον πλούτο . Εντάξει
άλλαξαν οι συνθήκες , μια πιστωτική κάρτα , ένα
κινητό κι ένας καπουτσίνο διατρέχουν πλέον όλη την
υφήλιο – ατρόφησαν τα χεράκια μας , έγινε άμουση
κι η γλώσσα μας . Αλλά δεν θα μπορούσε το κράτος
να εντάξει την πολυποίκιλη δημώδη στην
εκπαίδευση ; Το ερώτημα είναι αν θέλει και βεβαίως
αν θέλουν κι οι υπήκοοι .