ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΞΗΣ
Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο. Με ενθουσιασμό, με βεβαιότητες αμέριμνες. Θα λειτουργούν όλα, όπως τα λέει το εγχειρίδιο με τις οδηγίες χρήσης. Ύστερα, κάτι ψυχανεμίζεσαι: απρόσμενη δυσλειτουργία. Μα αυτό είναι ο κανόνας. Ο αληθινός τρόπος λειτουργίας είναι ο λαθεμένος.
«Θα κάνω τη διαφορά», μονολογείς με πάθος, με ασύνετη πεποίθηση. «Μπορώ».
Μετά, τα ερείσματα που υπολόγιζες αποδεικνύονται πλάνες· προσωπικές κι άλλων πριν από σένα που κατάλαβαν ότι το εγχειρίδιο των οδηγιών είναι εκούσια και μεθοδικά ακατάλληλο, παραπλανητικό.
Λίγο μετά, η παραίτηση. Το μηχάνημα ούτε αντικαθίσταται ούτε τροποποιείται ούτε καταστρέφεται. «Παρ’ το απόφαση. Αυτή είναι η μόνη ζωή για σένα.»
Στο τέλος, η συνθηκολόγηση. Δεν έχει άλλο εγχειρίδιο. Δεν έχει άλλη ζωή. Κι εγώ με τους άλλους. Το λάθος είναι το σωστό.
Τέλος της ιστορίας.
Στην αρχή, είσαι το αθώο νεογέννητο…
ΕΝΑ ΑΣΤΕΓΟ ΒΙΒΛΙΟ
Το βιβλίο ενός σοφού έπεσε μια μέρα από το ράφι. Στριμώχτηκε από νέα μοσχομυριστά βιβλία με γυαλιστερά εξώφυλλα και χώρος πια για αυτό δεν υπήρχε.
Πήρε τους δρόμους κι έψαχνε για μια μικρή θέση λίγων εκατοστών ν’ ακουμπήσει τη στενή ράχη του. Κανένα βιβλίο σοφού ανθρώπου δεν έχει πολλές σελίδες, άλλωστε.
Πουθενά χώρος αρκετός, χώρος κατάλληλος για αυτό, μέσα στις πολιτείες με τ’ αναρίθμητα σπίτια και τις ψηλές βιβλιοθήκες. Παντού περίσσευε.
Μέχρι που βγήκε έξω στην εξοχή κι έπιασε να ψάχνει έναν ήσυχο μικροσκοπικό τόπο να σταθεί. Ώσπου βρήκε ένα δέντρο μοναχό, διστακτικό ν’ απλώσει κι άλλο τα κλαδιά του, με μιαν αιδημοσύνη που του άρεσε και ταίριαζε και στο ίδιο. «Εδώ θα απλώσω τις σελίδες μου», σκέφτηκε. «Παρέα μ’ αυτό το δέντρο που σαν κι εμένα ζει σοφά απαρατήρητο».
Το δέντρο στεκόταν αμίλητο και παρατηρούσε τις σκέψεις του σοφού βιβλίου. Και μια μέρα, ξερίζωσε με δύναμη τις ρίζες του, έκοψε αποφασιστικά το πιο μακρύ κλαδί του και κλώτσησε μακριά το βιβλίο.
Ποια θέση έχει ένα σοφό βιβλίο στον κόσμο των πρωτογενών πλασμάτων; Κι άλλωστε, πώς μπορεί να είναι σοφό ένα βιβλίο μέσα στον αληθινό κόσμο;
Κι έτσι το βιβλίο του σοφού δεν είναι παρά ά-τοπο, δίχως τόπο κανέναν.
ΕΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΚΛΕΟΣ
Όταν ο Αχιλλέας δώρισε τον εαυτό του στον θυμό, η απουσία του ρήμαξε με βία τους Αχαιούς, όπως πρώτα η παρουσία του τούς έφερνε νίκες με γενναιοδωρία.
Αυτή η ομηρική αφήγηση τον σκανδαλίζει, τον δελεάζει ανελέητα. Η δική του απουσία από το γραφείο στη γωνία, από το τριάρι στον τρίτο, από το μπαράκι όπου τα πίνει τακτικά κάθε Παρασκευή με τα παιδιά πόση θλίψη θα φέρει; Πόσο αμήχανο άγχος; Και τώρα; Τι θα γίνει στα πεδία των μαχών δίχως εκείνον, τον Αχιλλέα από τα Πετράλωνα;
Αρπάζει βιαστικά τη χάλκινη βαριά ασπίδα ν’ αποκρούσει τις απανωτές επιθέσεις των σκέψεων. Το ξέρει αυτός! Στη δουλειά, όλοι στηρίζονται σ’ εκείνον, στο μικρό γωνιακό γραφειάκι του με τον κάκτο και τη μολυβοθήκη με το διαφημιστικό σλόγκαν του πρατηρίου υγρών καυσίμων. Στο στενόχωρο τριάρι, τα δυο παιδιά και η σύζυγος από εκείνον κρέμονται για ν’ αγοράσουν καινούργια αθλητικά κι εκείνο το νέο απορρυπαντικό που διαφήμιζε η τηλεόραση. Και οι φίλοι στο μπαρ της γειτονιάς; Αυτοί κι αν κρέμονται απ’ τα χείλη του· για το ποδόσφαιρο και για τους νέους φόρους.
Κουράστηκε να αντιστέκεται. Η ασπίδα τού τσάκισε τον νου, έμεινε η ψυχή του ανυπεράσπιστη. Η απουσία του είναι σιωπηλή, λανθάνουσα, ένα λάθος ολωσδιόλου επουσιώδες. Το δικό του κλέος κείται σ’ ένα μικροσκοπικό πεδίο μάχης, όσο ένα μικρό γραφείο, ένα τριάρι εβδομηνταπέντε τετραγωνικών, μια καρέκλα με αφρολέξ μέσα σ’ ένα κακοφωτισμένο μπαρ. Εκεί είναι κι οι μικροί του Αχαιοί που θα τον νοσταλγούν: το κακτάκι του, το βαθούλωμα του κεφαλιού του στο μαξιλάρι, ένα ποτήρι της μπύρας στο μπαρ.
Το μικρό πικρό του κλέος.
ΜΙΑ ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΤΣΑΡΟΛΑ
Οι πιο μεγάλοι έρωτες πνίγονται σε μια κατσαρόλα με κοκκινιστό μοσχαράκι. Συνθλίβονται πάνω σε πατάτες και καρότα. Λιώνουν αργά κι υπομονετικά μέσα σε σάλτσες.
Μέσα στο ντουλάπι με τ’ απορρυπαντικά φωλιάζει το νοιάξιμο, η τρυφερή φροντίδα διαχέεται μαζί με τις χλωρίνες. Απλώνονται στον οίκο οι ευωδιές φαγητών κι απολυμαντικών σα μολυσματικές ασθένειες.
Όμορφη μικρή ζωή περίκλειστη, σφραγισμένη με τα πώματα της συνήθειας και της τάξης. Αυτές τις αγαπούν πολύ οι νοικοκύρηδες κι οι νοικοκυρές. Τόσο που και τα δάκρυά τους ακόμα τα σφουγγίζουν προσεκτικά μ’ ένα διπλωμένο χαρτομάντιλο.
ΜΙΑ ΑΔΥΝΑΤΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Το πιο πικρό ταξίδι είναι προς μια πόρτα γνώριμη, με μια μικρή χαρακιά δίπλα στο χερούλι της κι ένα χαλάκι με ξέφτια στις άκρες. Εκεί πηγαίνω τις νύχτες και κρούω κλαίγοντας με καρδιοχτύπι. Δεν υπάρχει όπισθεν, βήμα ανάποδο. Δεν υπάρχει το σπίτι των παλιών στιγμών. Γκρεμίστηκε. Έμεινε μόνο η πόρτα και το χαλάκι, για να περιπαίζει την ψεύτικη ευτυχία του τότε, αυτήν που το σήμερα τη λογαριάζει για αληθινή.
ΚΕΡΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΡΙ
Όπως μετράει ο επίτροπος τα κέρματα απ’ το παγκάρι στο τέλος της κυριακάτικης λειτουργίας, με προσοχή αδιάσπαστη, με τάξη, ανά κατηγορία κι ύστερα προσεκτικά τα τοποθετεί σε σακουλάκια, έτσι κι αυτός μετρά τις ώρες κάθε μέρας, τις στιγμές. Και όλες έχουν ένα νόημα, μια αποστολή, όπως τα κέρματα στο παγκάρι. Όταν αργά τη νύχτα ένας κλέφτης κλέβει τα ιερά κέρματα, μια πράξη βλάσφημη λέει και φρίττει, μα για τον κλέφτη μια ενέργεια απλή, χωρίς προσωπική χροιά, κέρματα απλά χωρίς ιερότητα καμιά.
Τότε το παγκάρι δεν είναι πια ιερό παρά μια κούφια ξύλινη δεξαμενή, γυμνή από ιερότητα, χωρίς αποστολή. Ήταν αυτό το ξύλινο κουτί ένα φέρετρο όσιο για τα σώματα των στιγμών του. Έξω από αυτό δεν είναι παρά κέρματα πολυκαιρισμένα σε ανόσια χέρια εμπόρων. Μια βλασφημία που κανείς –πέρα από εκείνον– ποτέ δε θα αναγνωρίσει.
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΤΣΑ
Πηγή: neoplanodion.gr