Τα τελευταία χρόνια έχω συνηθίσει να υποδέχομαι τη νέα χρονιά που μου φορτώνει η ζωή στη μικρή πατρίδα. Εκεί νιώθω ότι ξαναγεννιέμαι, στο παγωμένο ξημέρωμα της ενώ το πρώτο φως του ήλιου που αντικρίζω είναι το ίδιο από την αρχή του κόσμου. Ο ήλιος που βλέπουμε τούτες τις ημέρες από στις ανατολικές πλαγιές του Τυμφρηστού ξεπροβάλλει από τα βουνά της κεντρικής Ρούμελης, την Οίτη και τον Παρνασσό, τον ομφαλό της γης όπως τον λογιάζουν όσοι καταλαβαίνουν σε ποιον τόπο βρίσκονται και που πατάνε.
Έτσι λοιπόν το καθιέρωσα και πράγματι, αυτό το λαμπερό ξημέρωμα με ανακουφίζει από την μελαγχολική σκέψη του επερχόμενου δειλινού που θα μου ρίξει αιώνιο σκοτάδι στα μάτια ενώ παράλληλα, αποτελεί και ένα μεγάλο βήμα κάθε έτος στην εξέλιξη της αυτογνωσίας – σε προσωπικό βέβαια βαθμό αλλά και σε μια πιο πλατιά θεώρηση των πραγμάτων που είθισται οι ομήλικοι να κάνουν, καταμετρώντας τα συν και τα πλην της γενιάς τους. Ποιας γενιάς; Καμιάς από αυτές που κυκλοφορούν με ταμπέλες, αλλά της βιολογικής τους γενιάς που χωρίς τις υποχρεώσεις της εργασίας για τους περισσότερους ή κοντά στο τέλος για ορισμένους ακόμη, κλείνει τον κύκλο της και βαδίζει πιο γοργά πλέον προς το αναπόφευκτο όριο και καθώς το πλησιάζει, μπορεί να γίνεται πιο ειλικρινής και εξομολογητική απέναντι στους ανθρώπους και τα πράγματα που αφήνει πίσω της.
Έτσι νιώθω κάθε φορά που ζω την Πρωτοχρονιά στο χωριό. Παίρνω δύναμη από τη γη της πατρίδας, φωτίζω με το φως του ήλιου της την ψυχή μου αλλά εκείνο που με στενοχωρεί είναι της καρδιάς τα λίγα σκιρτήματα καθώς η σιωπή που την πλακώνει είναι πολύ βαριά. Δεν είναι η μικρή – μεγάλη πατρίδα που άρχισα να γνωρίζω πριν από 60 τόσα χρόνια, δεν υπάρχει πια κοινότητα ανθρώπων να συνδιαλλαχθείς με οποιοδήποτε τρόπο, δεν ακούγεται ούτε βέλασμα στα μαντριά, ούτε αλύχτισμα στις αυλές, ούτε κελάϊδισμα τα πρωινά στους φράχτες. Δεν συμβαίνει τίποτα που να δίνει νόημα στη μέρα, ούτε καπνός από τζάκι δεν φαίνεται πουθενά, ούτε προορισμός υπάρχει πια για τον ταχυδρόμο.
Εδώ ακριβώς, σε αυτό το σημείο επικεντρώνω την ευθύνη μου, στην απουσία μου από τη συνέχεια της μικρής πατρίδας και κατά συνέπεια την απουσία όχι μόνο της γενιάς μου αλλά και τις προηγούμενης (δυο γενιές μετά από τέλος της φοβερής δεκαετίας του 1940 – 1950) που άφησαν όλη την Ελλάδα να ερημώσει και το χειρότερο, έβαλαν το χεράκι τους άλλος λίγο κι άλλος πολύ, να δημιουργήσουν μια θλιβερή, βάρβαρη, ακαλαίσθητη πατρίδα που αφού δεν έχει άλλη Ελλάδα να φάει, τρώει πλέον τις σάρκες της…
Πηγή: nextdeal.gr