Διήγημα

Τά καλοκαίρια, πρίν τό δύο χιλιάδες, τά κουτσοκαταφέρνανε. Ξέπεφταν καί τίποτα τουρίστες, τούς ἔκαναν χάζι. Κυρίως ὅμως ἔρχονταν προσκυνητές γιά τό σκαλισμένο ναῒδριο βαθιά μέσα στό βράχο. Μιά δυό σχετικά νέες τούς πουλοῦσαν ρίγανη σέ ματσάκια, φασκόμηλο πού ἀφθονοῦσε στίς πλαγιές ὁλόγυρα καί πρός τό φθινόπωρο ξερά κρεμμύδια. Ἀλλά τό χειμώνα ἀλλίμονο ἄν ἔπιανε χιόνι. Ἀποκόβονταν τελείως καί ἕνας Θεός ξέρει πῶς ἐπιζούσανε. «Δέν ἔχει πιά ζωή ἐδῶ πάνω, καθόλου ζωή» λέγανε οἱ κυνηγοί πού δέν μπορούσανε νά βροῦνε οὔτε ταβέρνα οὔτε καφενεῖο, τίποτα νά χωθοῦνε μέσα. Ἀλλά οἱ γέροι, πιό πολύ γριές δηλαδή, δέ λέγανε νά τό κουνήσουν, σά νά τόχανε ὁμαδικά ἀποφασισμένο νά πεθάνουν ἐκεῖ. Καί νά πεῖς πώς κάνανε βεγγέρες ἤ νοιάζονταν ἰδιαίτερα ὁ ἕνας τόν ἄλλον; Μπά, οἱ συνηθισμένοι τσακωμοί, διαφωνίες, γρίνες, λόγια, ἀντιπάθειες καί τά παρόμοια ἐπικρατοῦσαν.

Ὅταν ξάνοιγε ὁ καιρός καί, μ’ ὅλο τό κρύο ἐκεῖ πάνω, πρόβαλλε ὁ ἥλιος, προβάλλανε κι αὐτοί στά κατώφλια τους καί κάθονταν στά σκαλιά τους μέ τά πόδια ἁπλωμένα στή λιακάδα. Πιό πολύ μέ σκούρους λεκέδες μοιάζανε παρά μέ ἀνθρώπους: ἐκεῖνες τίς κηλίδες πού γεμίζουν τά μάτια, ἄν προσηλωθοῦνε ὥρα στό ὁλόλαμπρο φῶς. Οἱ περισσότεροι ὡστόσο ὅλο καί κάποιον εἴχανε νά τούς τηλεφωνήσει, κάποιο παιδί ἤ ἀνήψι, ἐγγόνι ἤ δισέγγονο νά δώσει σημάδι ζωῆς. Τό περιμένανε ἀλλά ὄχι μέ καμιά ἰδιαίτερη λαχτάρα, γιατί στό βάθος φοβόντουσαν τά δυνατά χτυποκάρδια πού φέρνει τόσο ἡ χαρά ὅσο καί τά βάσανα, καί γιατί γνώριζαν πώς καί οἱ πιό ὄμορφες λαχτάρες περνοῦν, κι αὐτοί μένουν πάλι μόνοι καί ξεχασμένοι. Προτιμοῦσαν τήν ὁμοιομορφία τῶν ἡμερῶν, τήν παραίτησή τους, εἶχαν ἐξοικειωθεῖ μέ τούς πόνους τους πού κανείς δέν εἶχε διάθεση νά μοιραστεῖ. Ἡ μοναξιά γι αὐτούς δέν ἦταν θηρίο ἤ τέρας, μονάχα ἀπροσμέτρητα βαθιά ἀποδοχή. Ὅποιος ἔδειχνε σημάδια ἀνυπομονησίας, φόβου ἤ διαμαρτυρίας μᾶλλον εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα του νά φύγει γιά κανένα «ἵδρυμα» ὅπου πολύ γρήγορα θά πέθαινε.

Δυό πράγματα ὡστόσο τούς ἔδιναν μιά ἀνακούφιση πού ἔμοιαζε σχεδόν μέ χαρά. Τό ἕνα ἦταν ἡ ἑβδομαδιαία ἄφιξη τοῦ γιατροῦ πού παρέμενε ἐκεῖ πάνω γι αὐτούς τυλιγμένος στόν ἱερατικό μανδύα παλιῶν ἔνδοξων καιρῶν τῆς Ἱατρικῆς. Τό ἄλλο, τό σπάνιο Κυριακάτικο χτύπημα τῆς καμπάνας, σημάδι πώς θά γινόταν μετά ἀπό μῆνες λειτουργία, ἰδίως ἄν μαζί μέ τόν παπά ἐρχόταν καί μιά γλυκιά χειμωνιάτικη λιακάδα. Τότε θά μποροῦσαν στό σχόλασμα τῆς ἐκκλησίας νά μείνουν μαζεμένοι στό προαύλιο σάν προϊστορικές σαῦρες κάτω ἀπό τόν ἥλιο. Ἀφοῦ ἔλεγαν ὄ,τι εἶχαν νά ποῦν, μένανε σιωπηλοί μέσα στό ζεστό φῶς, ὥσπου κρύωναν τά πόδια καί στήν πλάτη τους ἄρχιζαν νά τρέχουν ρίγη, καί τότε κάποιος ἔκανε τήν ἀρχή νά συρθεῖ νά φύγει. Ἀλλά ὡς ἐκείνη τή στιγμή τά κόκκαλά τους ρούφαγαν τήν ἀνακούφιση τῆς ζεστασιᾶς καί τοῦ φωτός, σάν μιά παραδείσια ὑπόμνηση, ὄχι ἐνός μακρινοῦ παρελθόντος οὔτε μιᾶς μελλοντικῆς ἀφηρημένης ὑπόσχεσης ἀλλά μιᾶς Παρούσας ἁπτῆς ἐλπίδας, πού τό χάδι της ἔφτανε μέχρι τό μεδούλι ὀστῶν ἕτοιμων νά θρυβοῦν… 

Οἱ πλαγιές γέμιζαν φωνές παππούδων καί προππάπων πού εἶχαν σαλαγίσει στά ἀπότομα βράχια κοπάδια καί κοπάδια, τά τσόκαρα ἑνός πλήθους ἀπό φαμίλιες κροτοῦσαν ἀνάμεσα στά ξεροτρόχαλα, καί τούς συντρόφευαν. Ὁ Χριστός, μέ τήν ποιμενική του ράβδο ἀνάμεσα στούς ὤμους, ἔβγαινε ἀπό τό ναό καί τριγύριζε ἀνάμεσά τους σιωπηλός καί φωτοφόρος κουβαλώντας στήν πλάτη του τήν πορεία τοῦ ἥλιου. Ἡ ζωή ἦταν μακριά ἀφημένη πίσω τους, οἱ νέοι αἰῶνες δέν εἶχαν τίποτα γι αὐτούς τούς λιγοστούς γέροντες καί τίς πολλές γριές πού τούς κοίταζαν δίχως κανένα φόβο, ἀδιάφορα, ἀπό τό ὕψος τῆς σοφίας ἑνός τραγικοῦ χοροῦ.

Τώρα, στά 2022, ἔχει ἀνοίξει ἐκεῖ μιά καφετέρια, ἕνα ξενοδοχεῖο μπουτίκ κι ἕνα μπαράκι. Κανένα ἀπό ντόπιους κατιόντες.

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ/neoplanodion.gr