Καίτη Παυλῆ: Νεκρὴ φύση
ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΑΤΕΛΙE, κλεισμένο μέρες, σκοτεινό, ἕνα μῆνα καὶ μύρισε βαθιά. Ὄχι κλεισούρα. Νέφτι καὶ χρῶμα! Ἡ μυρωδιὰ τῶν χρωμάτων πηχτὴ στὸν ἀέρα. Ἄνοιξε τὰ παράθυρα νὰ μπεῖ φῶς. Ἡ μέρα ἄλλαξε. Τὸ φῶς καὶ ἡ Ροδάνθη ξανά!
Τὸ χτύπημα στὴν πόρτα τὸ πρωΐ —κουδούνι πρῶτα καὶ μετὰ μὲ τὸ χέρι δυνατά— τὸν τρόμαξε στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ σχεδὸν τὸν θύμωσε. Τέτοια ἐπιμονή! Τόσες μέρες εἶχε ἡσυχάσει. Ἔκλεισε τηλέφωνα, κινητά, κομπιοῦτερ. Ἄφησε μήνυμα στὸν τηλεφωνητὴ « Εἶμαι σὲ φάση δημιουργική, παρακαλῶ μὴν ἐνοχλεῖτε. Θὰ ἐπικοινωνήσω ἀργότερα». Ψέμα. Τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς. Καμιὰ δημιουργία, καμιὰ ἔμπνευση, καμιὰ διάθεση, τίποτα νὰ τρικυμίζει μέσα του, ὅπως παλιά. Πρὸς τί; Τὸ ἀκατόρθωτο, τὸ ἄφταστο; Μετὰ τὴν τελευταία του ἀπόπειρα αὐτοπροσωπογραφίας. Ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ σχέδιο, ξανὰ τὸ χρῶμα, ἐπάλληλες καλύψεις, προσθέσεις, ἀφαιρέσεις καὶ σκίσιμο στὸ τέλος τοῦ μουσαμᾶ. Τί τοῦ διαφεύγει; Ποῦ ἡ ἀλήθεια; Αὐτὸς καὶ ὁ ἄλλος ποὺ τὸν κοιτάζει μὲ ψαρίσιο βλέμμα μέσα ἀπ’ τὸν καθρέφτη. Ποῦ ἡ σπίθα τοῦ δημιουργοῦ; Μιὰ πινελιὰ ἀκόμα καὶ καταστροφή. Θυμήθηκε πάλι τὸν καλλιτέχνη τοῦ Ζολᾶ καὶ τὸ Ἄγνωστο ἀριστούργημα τοῦ Μπαλζάκ. Κατέβασε τὰ βιβλία κι ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο ἀφέθηκε. Τοῦ φάνηκαν πιὸ ἀληθινὰ τώρα ὅσα πρὶν ἀπὸ χρόνια διάβασε. Ὄχι , ὄχι δὲν ὀνειρεύτηκε τὴν ἀθανασία αὐτός, μόνο τὸ βλέμμα πρός… αὐτὸ πάλευε νὰ πετύχει. Μὲ τὸ μεγάλο ἄγνωστο πάλευε. Ἐξάλλου ἔξω ὁ κόσμος ἄλλαζε ραγδαῖα. Τὰ παλιά, τὰ καθιερωμένα κρημνίζονταν μὲ πάταγο. Μύριζε θάνατο. Χάθηκε στὰ βιβλία, στὰ παλιὰ ντοσιέ, στὰ παλιὰ σχέδια, σὲ καταλόγους φίλων, ὁμότεχνων. Ἕνας μῆνας ἀπραξίας καὶ διαδρομὲς ἀνάποδα.
«Δάσκαλε, δάσκαλε, ἄνοιξέ μου σὲ παρακαλῶ! Ἄνοιξε, ἔχω καλὰ νέα.»
Σκίρτησε ἀναγνωρίζοντας τὴ φωνὴ καὶ τὴ βεβαιότητα ποὺ εἶχε. Αὐτὴ ἤξερε, εἶχε καταλάβει. Ἡ Ροδάνθη, ἡ παλιά του μαθήτρια καὶ μοντέλο. Πάντα καταλάβαινε. Ἄνοιξε. Χαμογελαστὴ καὶ μυρωδάτη ἔβγαλε ἀπ’ τὴ μεγάλη τσάντα της τὸ μπουκάλι, τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κούνησε ἐλαφρά. Τὸ χρῶμα ἄστραψε! «Εἶδες χρῶμα, δάσκαλε;» Ἦταν ἕνα παλιακὸ μπουκάλι τοῦ λικὲρ μὲ στρογγυλὴ κοιλιά, ἀνάγλυφα σχέδια, μακρὺ λαιμὸ καὶ κωνοειδὲς γυάλινο καπάκι. Θυμήθηκε τὰ μπουκάλια τῆς Σμυρνιᾶς γιαγιᾶς του. Τί χρῶμα! Τί λαμπερὸ πορφυρό, σχεδὸν βουργουνδί, διάφανο καὶ σκοτεινὸ μαζί. Ἄνοιξε τὸ καπάκι καὶ τὸ μύρισε. Ἄγριο βατόμουρο. «Τὸ ἀγαπημένο μας δάσκαλε.» Εὐφράνθηκε μάτι καὶ ὄσφρηση.
Ἀναμέρισε τὰ βιβλία, σκόρπια στὸ πάτωμα, στὸ μεγάλο τραπέζι, στοὺς καναπέδες. Κάθισαν. Ἡ μέρα γύρισε ἀλλιῶς, ἄλλαξε, μπῆκε φῶς.
Πέρασε τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι, τὸ ἀπομεσήμερο. Ἀνασκόπηση σὲ ὅλα. Τὰ ἐσώψυχα σὲ ἄλλη κλίμακα. Ἡ Ροδάνθη κατεῖχε τὴν τέχνη τῆς ἐπαναφορᾶς ἐπάνω. Καταλάβαινε τώρα πὼς εἶχε πέσει σὲ σκοτεινὸ πηγάδι καὶ αὐτὴ τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀνέβασε.
Ἄνοιξε καὶ τὰ τρία παράθυρα. Τὸ φῶς ἔξω εἶχε ἀρχίσει νὰ τραβιέται, σημάδι πὼς ὁ ἥλιος θὰ ἔδυε σὲ λίγο. Τὸ δωμάτιο γωνιακὸ μὲ τὰ δυὸ παράθυρα νὰ βλέπουν στὴν ἀνατολὴ καὶ τὸ ἕνα πρὸς τὸ νότο. Δὲν εἶχε τὴ χαρὰ τοῦ ἡλιοβασιλέματος. Ἐξ ἀντανακλάσεως ἀπολάμβανε πάντα αὐτὴ τὴν ὥρα. Ἀπὸ τὸ χρῶμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸ κόκκινο στὰ παράθυρα τῶν ἀπέναντι.
Ἔφερε τὸ μπουκάλι μὲ τὸ λικὲρ καὶ τὸ ἀκούμπησε στὸ περβάζι. Τοῦ ἦρθε ἡ διάθεση νὰ φτιάξει μιὰ σύνθεση μὲ φόντο τὸν οὐρανὸ αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὶν σκοτεινιάσει ἐντελῶς. Φῶς καὶ σκιές. Ἔφερε καὶ τὰ τρία μανταρίνια ποὺ ξέμειναν στὴ φρουτιέρα. Εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεραίνονται καὶ τὸ χρῶμα τους ἦταν μουντό, ξερὸ πορτοκαλί . Τὰ ἀκούμπησε δίπλα. Τώρα τὰ χρώματα ἔξω ἦταν πολὺ παράξενα. Ὁ οὐρανὸς βαθὺ θαλασσί, σχεδὸν πράσινο, ἄνοιγε χαμηλὰ μὲ τὸ κίτρινο ἠλεκτρικὸ τῆς πόλης. Ἕνα σμῆνος μαύρων πουλιῶν τινάχτηκε ξαφνικὰ πρὸς τὰ πάνω. Τὸ δωμάτιο γέμισε μὲ τὴ βαθιὰ μουσικὴ βιολοντσέλου. Μὲ τρεμάμενο χέρι ἔπιασε ξανὰ τὸ πινέλο
