Διήγημα μικρής φόρμας

Μπού­λη Ἀν­δρε­ά­δου

«Ἡ τελευταία τρύπα»

ΠΟ ΜΙΚΡΗ ἀπε­χθα­νό­ταν τὶς τρῦ­πες. Τὶς τρῦ­πες στὰ ροῦ­χα της, τὶς τρῦ­πες στὸ χῶ­μα ὅπου χά­νον­ταν μέ­σα τὰ μυρ­μήγ­κια, τὶς τρῦ­πες στὰ δέν­τρα ποὺ μέ­σα τους κρύ­βον­ταν οἱ φί­λοι της οἱ σκί­ου­ροι, τὴν τρῦ­πα τοῦ στό­μα­τος ποὺ ἐξα­φά­νι­ζε τὸ φα­γη­τό, τὶς τρῦ­πες τῶν μα­τιῶν πού, ὅταν ἄνοι­γαν, ξε­θώ­ρια­ζαν τὰ ὄνει­ρα. Ὅμως πιὸ πο­λὺ τὴν ἐνο­χλοῦ­σαν οἱ τρῦ­πες ποὺ σχη­μά­τι­ζαν τὰ σύν­νε­φα στὸν οὐ­ρα­νό.

       Ὀνει­ρευό­ταν νὰ γί­νει μπα­λω­μα­τοῦ. Ἕνω­σε πι­ρού­νια καὶ ἔφτια­ξε μία τε­ρά­στια βε­λό­να. Πῆ­ρε κου­κού­λια με­τα­ξο­σκώ­λη­κα καὶ μία με­γά­λη σκά­λα. Θὰ ἀνέ­βαι­νε στὸν οὐ­ρα­νὸ νὰ μπα­λώ­σει τά σύν­νε­φα.

       Ἕνας κε­ραυ­νὸς τῆς χά­λα­σε τὰ σχέ­δια. Μία τρῦ­πα ἄνοι­ξε γι’ αὐ­τὴν τὴν ἄλ­λη μέ­ρα στὸ νε­κρο­τα­φεῖο τοῦ χω­ριοῦ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *