21 Απριλίου σήμερα..(Πάρα λίγο αντιστασιακός!)

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μπερτσιά: «ένα αμπελοτόπι είναι η ζωή».

……..

Πάρα λίγο αντιστασιακός!

Στην Αθήνα πλέον είχα την δυνατότητα να κάνω μια σοβαρή προετοιμασία για τις εισαγωγικές ακαδημαϊκές εξετάσεις της επόμενης περιόδου. Εν τω μεταξύ, άλλαξα κατεύθυνση και στράφηκα προς τα οικονομικά με την πεποίθηση ότι θα σπουδάσω κάτι, που θα έχει περισσότερες ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης και με ένα πιο ευρύ γνωστικό πεδίο

Έτσι αρχές του 1973, δεν θυμάμαι πως, βρέθηκα στο φροντιστήριο με το όνομα Θετικό στην Σόλωνος στην συμβολή με την Χαριλάου Τρικούπη. Από την πρώτη στιγμή διαπίστωσα ότι είχε πολύ καλούς καθηγητές σε όλα τα μαθήματα. Αυτός όμως, που μου τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον μου ήταν ο Μανόλης Χ. ο φιλόλογος, που μας βοηθούσε στην Έκθεση. Ο Μανόλης ήταν ένας όμορφος, υψηλόσωμος κρητικός, με έντονο χαρακτήρα, λίγο μεγαλύτερος από τα τριάντα. Θυμάμαι στο πρώτο μάθημα είχε φέρει ένα κείμενο του Μάριου Πλωρίτη  και αφού το διαβάσαμε μας ζήτησε να το αναλύσουμε. Μας ενημέρωσε μάλιστα ότι ο Πλωρίτης έχει φύγει από την Ελλάδα λόγω  της  στρατιωτικής δικτατορίας. Στο δεύτερο μάθημα μας προέτρεψε να προμηθευτούμε κάποια βιβλία που θα μας βοηθούσαν. Θυμάμαι το βιβλίο του Γάλλου φιλοσόφου Ροζέ Γκαρωντύ με τίτλο, «Ελευθερία» καθώς και του Ερνστ Φίσερ, «η αναγκαιότητα της τέχνης». Από Έλληνες συγγραφείς θυμάμαι το βιβλίο του Δ.Ν. Μαρωνίτη, «ο φόβος της ελευθερίας, δοκιμές ανθρωπισμού» και κάποιο βιβλίο του Παπανούτσου που δεν θυμάμαι τον τίτλο.

Γεγονός είναι ότι τα βιβλία που μας πρότεινε ο καθηγητης, μας άνοιγαν σίγουρα νέους ορίζοντες χωρίς όμως απαραίτητα να μας βοηθούν  πρακτικά στην επίτευξη του άμεσου στόχου μας να πάρουμε ένα καλό βαθμό για να πετύχουμε στο πανεπιστήμιο.

Αργότερα κατάλαβα ότι ο Μανολης έκανε με τον τρόπο αυτό την δική του αντίσταση στο στρατιωτικό καθεστώς και μάλιστα αρκετά αποτελεσματικά. Στην τάξη είμασταν περίπου είκοσι μαθητές, οι πιο πολλοί από την επαρχία και για τους περισσότερους ήταν πρώτη φορά που διαβάζαμε  βιβλία  εκτός του σχολικού πεδίου και μάλιστα με έντονο πολιτικό προσανατολισμό.

Είχαμε φθάσει προς το τέλος του Φεβρουαρίου όταν σε ένα μάθημα ο Μανόλης μας έκανε μια αναφορά για την κατάληψη της Νομικής από τους φοιτητές , που το κτίριο βρισκόταν πολύ κοντά μας.  «Ως υποψήφιοι φοιτητές έχετε  καθήκον  να πάτε  και εσείς εκεί και να ενισχύστε  των αγώνα των παιδιών, εγώ τώρα θα πάω στην Νομική, αν θέλει κάποιος ας με ακολουθήσει».  Το μάθημα του Μανόλη ήταν το τελευταίο εκείνη την ημέρα και σχεδόν όλοι οι μαθητές ακολουθήσαμε τον Μανόλη στην πορεία προς την Νομική.

Σε πέντε λεπτά βρισκόμαστε στην είσοδο της Σχολής, η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Πλήθος νέων ανθρώπων  να φωνάζει συνθήματα κατά της χούντας, συνθήματα και αφίσες παντού και τεράστια  πανό στον τελευταίο όροφο με την λέξη ελευθερία για να τα βλέπουν ακόμη όσοι περνούσαν από τα Προπύλαια.

Η αλήθεια είναι ότι πρώτη φορά βρισκόμουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον και πραγματικά ενθουσιαστικά. Ανέβηκα σχεδόν τρέχοντας τις σκάλες για βρεθώ στην κορυφή του κτιρίου, όπου υπήρχαν τα πανό και μια μεγάλη ομάδα φοιτητών να φωνάζει. Συνεπαρμένος από την επαναστατική ατμόσφαιρα ένωσα  και εγώ την φωνή μου με τις βροντώδεις φωνές όλων των παθιασμένων δίπλα μου φοιτητών,  πιστεύοντας ότι συμμετέχω σε κάτι σημαντικό. Ήμουν σίγουρος  ότι με τις φωνές μας και το πιασάρικο σύνθημα: «Δεν σε θέλει ο λαός, πάρ´την Δέσποινα και μπρος», ο Παπαδόπουλος θα φοβόταν και θα ξεκουμπιζόταν …

Την επαναστατική μου διάθεση ενίσχυσε και η ανάκληση στην μνήμη μου ενός περιστατικού που είχε συμβεί στο χωριό μου, ένα μικρό ορεινό χωριό στα κεντρικά της Στερεάς Ελλάδος, όταν  ήμουν  δέκα χρόνων. Ήταν μια εποχή που υπήρχε όξυνση στην  πολιτική σκηνή με τον λεγόμενο  ανένδοτο αγώνα του Παπανδρέου, ενάντια στο Καραμανλή. Η πλειοψηφία των συμπατριωτών  μου υποστήριζαν παραδοσιακά, παλιότερα το Λαϊκό Κόμμα,  και φυσικά τώρα τον Καραμανλή και την  ΕΡΕ. Ποια ήταν η επαναστατική  πράξη; Την  παραμονή των εκλογών αφού  βρήκα λίγη  μαρμαρόσκονη πήγα σε ένα μικρό χωμάτινο ανάχωμα κοντά στο σπιτι μου και έγραψα με μεγάλα γράμματα: ΖΗΤΩ Η ΕΔΑ που τότε ήταν το κόμμα της αριστεράς. Το  σύνθημα αυτό προκάλεσε αναταραχή στην μικρή κοινωνία, θεωρήθηκε  πράξη βδελυρή και ανίερη.

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τον δράστη και οι υποψίες έπεσαν στον άτυχο δικαστικό αντιπρόσωπο, που μετά την καταμέτρηση των ψήφων, του χρεώθηκε με σιγουριά γιατί βρέθηκε και ένας ψήφος υπέρ της ΕΔΑ! Βέβαια ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να βρω τα κίνητρα αυτής της νεανικής μου αταξίας….αλλά εκεί στην Νομική πίστευσα ότι ήμουν γεννημένος επαναστάτης ! Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος για να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο…

Στο δίωρο σχεδόν της «επαναστατικής» μου δράσης άκουσα και κάποια ονόματα, που  τα επόμενα χρόνια όταν ήμουν φοιτητής τα ακουγόντουσαν πολύ συχνά όπως: Βερνίκος, Τζουμάκας, Καρυστιάνη, Μπίστης, Τρέμη, Τσίμας και βέβαια πολλοί από αυτούς έγιναν διάσημοι στην μεταπολιτευτική περίοδο!

Όταν αποφάσισα να φύγω είχε αρχίσει να βραδιάζει και άρχισα να ανησυχώ για τις αντιδράσεις των δικών μου, που σίγουρα η μεγάλη αργοπορία μου θα τους είχε ανησυχήσει. Να τους τηλεφωνήσω  βέβαια, λόγος δεν γίνεται, εκείνη την εποχή ελάχιστα σπίτια είχαν τηλέφωνο.

Δεν είχα φθάσει καλά, καλά στην Ομόνοια όταν οι σειρήνες των αστυνομικών αυτοκινήτων ηχούσαν δαιμονιωδώς και κάποια δακρυγόνα και καπνογόνα έσκαγαν εδώ και εκεί και ομάδες αστυνομικών έτρεχαν προς την Νομική. Χώθηκα γρήγορα στον ηλεκτρικό στην Ομόνοια ανακουφισμένος ότι γλίτωσα απο κάτι κακό, χωρίς να ξέρω από τι ακριβώς.. Την επόμενη μέρα το κατάλαβα διαβάζοντας στις εφημερίδες για το ξύλο που έπεσε και τις συλλήψεις πολλών φοιτητών με προορισμό την διαβόητη ΕΑΤ ΕΣΑ του Ιωαννιδη, τυχερός ήμουν αναλογιζόμουν..

Μελέτησα συστηματικά και κάλυψα όλα τα κενά, που είχα και στις εξετάσεις πήγα πολύ καλά και σχετικά εύκολα βρέθηκα στην σχολή που είχα επιλέξει ως πρώτη επιλογή. Μάλιστα τα ευχάριστα νέα τα διάβασα από την αγαπημένη μου εφημερίδα, την Βραδυνή. Είχε τυπώσει τον κατάλογο με τους επιτυχόντες και τους είχε αναρτήσει στα γραφεία της στην οδό Πειραιώς.

Τελικά βρέθηκα να σπουδάζω οικονομικά και αρκετά νομικά γιατί η νεοϊδρυθείσα οικονομική σχολή, όπου πέτυχα ήταν κάτω από την σκέπη της Νομικής και δεν είχε προλάβει ακόμη να οργανωθεί αυτοτελώς.

Φαίνεται όμως ότι αυτή η συγκυρία θετικά συνεισέφερε, μιας και η απόκτηση νομικών γνώσεων ήταν η πιο χρήσιμη από τις θεωρητικές γνώσεις, που καταλήγουν και σε δογματισμούς, διαφόρων οικονομολόγων και οικονομολογούντων του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα…

Ήταν η εποχή που ο Παπαδόπουλος είχε ορίσει πρωθυπουργό τον Μαρκεζίνη  σε μια προσπάθεια του να δείξει ότι φιλελευθεροποιεί το καθεστώς του και σύντομα θα διεξάγονταν εκλογές, όπως είχε εξαγγελθεί. Όμως κανείς δεν το πίστευε και η αναταραχή στους φοιτητές συνεχιζόταν. Στην Νομική και στις άλλες σχολές υπάρχει έντονη κινητικότητα και από τα μέσα του Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο άρχισαν να συγκεντρώνονται φοιτητές και μέρα με τη μέρα ο αριθμός να αυξάνεται σημαντικά. Στις 14 Νοεμβρίου οι φοιτητές προβαίνουν σε κατάληψη και αρχίζουν με δυναμικό τρόπο να διαμαρτύρονται.

Την Παρασκευή στις 16 το μεσημέρι κατέβαινα από την Νομική προς την Ομόνοια με σκοπό να φθάσω στην Πλατεία Βάθης. Από εκεί θα έπαιρνα το λεωφορείο για το σπιτι μου στην Πετρούπολη. Στην συμβολή της Πατησίων με την Πανεπιστημίου βλέπω ότι στα τρόλεϊ έχουν τοποθετηθεί αφίσες με συνθήματα κατά της Χούντας και πλήθος κόσμου να πηγαίνει προς το Πολυτεχνείο.

Χωρίς πολλή σκέψη αντί της στάσης του λεωφορείου βρέθηκα στο Πολυτεχνείο.Ο κόσμος ήταν παρά πολύς και συνεχώς ερχόντουσαν νέοι. Συνάντησα τον Γιάννη από το Πέραμα, συμμαθητή μου στο φροντιστήριο, με τον οποίο μπήκαμε μέσα στον χώρο.  Επικρατούσε  ένας  αληθινός οργασμός, άλλοι έφτιαχναν πανό, άλλοι έγραφαν αφίσες, κάποιοι άλλοι έγραφαν συνθήματα στους τοίχους και όλα αυτά χωρίς να φαίνεται να υπάρχει κάποια ορατή οργάνωση. Ο Γιάννης κάποια στιγμή με ρωτά: «είδες πουθενά αστυνομικούς; Εγώ που ήλθα από την 3 Σεπτεμβρίου δεν συνάντησα».  Του απαντώ: «ούτε και εγώ είδα κάποιον στη Πατησίων, αλλά στην πλατεία Κάνιγκος  μου φάνηκε πως υπήρχαν. Περίεργο μου φαίνεται, μας αφήνουν να μπούμε και μετά θα ορμήξουν και θα μας πιάσουν σαν τους ποντικούς στην φάκα, πάμε έξω καλύτερα στην είσοδο της Πατησίων».

«Ρε Κώστα και σύ δω;»  ακούω μια φωνή πίσω μου. Ήταν ο Γιώργος, ο οικοδόμος, που τον είχα γνωρίσει στις  οικοδομές όταν περιστασιακά έκανα κάποια μεροκάματα. «Γιώργο ο αγώνας θα δικαιωθεί! αφού  το εργατικό προλεταριάτο αγκάλιασε τον αγώνα και  δίπλα, δίπλα με την πνευματική ιντελιγκέντσια θα διώξουν τον απαίσιο  τύραννο», του απαντώ με περισσή σοβαρότητα!  «Αλλά καλού κακού βγες έξω στην Πατησίων και από εκεί να συνεχίσουμε το αγώνα. Μέσα εδώ μυρίζει μπαρούτι σύντροφε» του λέω και συνεχίζουμε με τον Γιάννη να βαδίζουμε προς την έξοδο. « Κώστα έχω μια απορία. Είσαι ενταγμένος σε κάποια οργάνωση γιατί από αυτά που έλεγες στον οικοδόμο, έτσι μου φάνηκε». «Όχι ρε φίλε, αντιπαθώ τις εντάξεις, εγώ είμαι αναρχοαυτόνομος. Από εκείνα τα βιβλία που μας πρότεινε ο Μανόλης, ο καθηγητής μας, στο φροντιστήριο  περισσότερο με  επηρέασε ο Χέρμπερτ Μαρκούζε. Τώρα, για την φρασεολογία, τόσα βιβλία διαβάσαμε, ας είναι καλά ο Μανόλης, κάτι μας έμεινε σύντροφε!» του λέω γελώντας .

Βγήκαμε στην Πατησίων, επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός, πολλά παιδιά ανεβασμένα στα κάγκελα φώναζαν συνθήματα εναντίον της χούντας. Σταματούσαν τα τρόλεϊ και έγραφαν συνθήματα στις πλευρές τους.Τα μεγάφωνα στην διαπασών  να αναμεταδίδουν το πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού «εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» με εκφωνήτρια την Μαρία Δαμανάκη. Τα   τραγούδια του Θεοδωράκη να δονούν και να μεταδίδουν το επαναστατικό πνεύμα στο πλήθος που συνεχώς μεγάλωνε.Οι συχνές διακοπές για να μεταδοθούν  μηνύματα συμπαράστασης από εκατοντάδες οργανώσεις και σωματεία από όλη την Ελλάδα και οι ουρανοκατέβατες ζητωκραυγές να δείχνουν  ότι κάτι μεγάλο λάμβανε χώρο εκείνη την ώρα στο Πολυτεχνείο!

Πλησίαζαν μεσάνυχτα όταν ο φίλος μου ο Γιάννης ρίχνει την ιδέα να φύγουμε για τα σπίτια μας, γιατί θα μας ψάχνουν και θα ανησυχούν  οι δικοί μας. «Να φύγουμε τώρα αμέσως να  προλάβουμε και το τελευταίο λεωφορείο και αύριο το πρωί ερχόμαστε ξανά και συνεχίζουμε το αγώνα σύντροφε» μου λέει τονίζοντας το σύντροφε.

Φύγαμε αμέσως εγώ για την Πετρούπολη και ο φίλος μου για το Πέραμα. Φθάνοντας σπιτι μου το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω το μικρό ραδιοφωνάκι και να συντονιστώ με το «εδώ Πολυτεχνείο». Η Μαρία μιλούσε για πληροφορίες ότι κάποιοι είχαν εισέλθει το υπουργείο Γεωργίας και η Αστυνομία είχε επέμβει. Δυστυχώς πολύ γρήγορα με πήρε ο ύπνος..  όταν ξύπνησα το πρωί στο ραδιοφωνάκι δεν ακουγόταν το «εδώ Πολυτεχνείο». Υπέθεσα ότι κάποια βλάβη θα υπήρξε δεν έψαξα να βρω άλλο σταθμό για να μάθω νέα ..

Ντύθηκα στα γρήγορα πήρα και το σάκο με τις αθλητικά μου και έτρεξα πρωί πρωί στη στάση να πάρω το λεωφορείο για πλατεία Βάθης. Είχα σκοπό να περάσω από το Πολυτεχνείο και μετά να πάω στο γήπεδο του Πανελλήνιου για γυμναστική. Εκείνη την εποχή οι πρωτοετείς φοιτητές είχαν υποχρέωση να έχουν στο Α’ έτος 30 ώρες γυμναστικής.

Στην στάση δεν υπήρχε κανείς και στο λεωφορείο, που ήλθε σε λίγο ήσαν μόνο 4 επιβάτες. Αναρωτιόμουν γιατί τόσοι λίγοι, αλλά δεν εύρισκα το λόγο. Σε όλη την διαδρομή ελάχιστοι άνθρωποι  και αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν …. Πολύ γρήγορα φθάσαμε στο τέρμα στην πλατεία Βάθης. Μόλις κατέβηκα αισθάνθηκα την μυρωδιά από τα δακρυγόνα, που ήταν έντονη και τα πρώτα δάκρυα να  αρχίζουν να τρέχουν. Δεν πτοήθηκα και πήρα τον δρόμο με γρήγορο βήμα για την πλατεία Λαυρίου με σκοπό μέσω Πατησίων να φθάσω στην Στουρνάρη στο Πολυτεχνείο.

Κανείς δεν κυκλοφορούσε, άδειοι δρόμοι, σπασμένες βιτρίνες, αναποδογυρισμένοι κάδοι σκουπιδιών με έντονα τα σημάδια από φωτιές και ένας νεαρός με σγουρά μαλλιά μέχρι την πλάτη, με ένα αθλητικό σάκο στα χέρια του να περπατά αμέριμνος..περισσότερο έμοιαζε σαν σκηνή από κάποια κινηματογραφική ταινία, παρά πραγματική εικόνα στην καρδιά της Αθήνας!

Στην πλατεία Λαυρίου σκοντάφτω πραγματικά πάνω σε μια ομάδα αστυνομικών. Με αρπάζουν κυριολεκτικά και  με βάζουν στην μέση. Ένας αστυνόμος αρχίζει την ανάκριση. «Που πας τέτοια ώρα νεαρέ; Που ήσουν χθες το βράδυ;» Του απαντώ σχεδόν τρεμάμενος: «πάω για γυμναστική στον Πανελλήνιο, έρχομαι από το σπιτι μου στην Πετρούπολη, εδώ πιο κάτω είναι η αφετηρία των λεωφορείων, είμαι φοιτητής στην Νομική και είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε κάποιες ώρες γυμναστικής. Σήμερα είναι Σάββατο και είναι καλή μέρα για μένα για γυμναστική, τις άλλες μέρες δουλεύω και έχω και μαθήματα»

«Πήγαινε παιδί μου στο σπιτι σου και άσε την γυμναστική για σήμερα» μου λέει ήρεμα. Απομακρύνθηκα αμέσως χωρίς όμως να αλλάξω κατεύθυνση. Είχα κάνει καμία εικοσαριά βήματα όταν κάποιος με πιάνει από το ώμο και με σταματά. Ήταν ένα ηλικιωμένος αστυνομικός κοντόχονδρος με άσπρα μαλλιά και ένα ωραίο στρογγυλό πρόσωπο, θυμάμαι ακόμη και σήμερα τα χαρακτηριστικά του, και μου λέει με μια στοργική φωνή: «παιδί μου το καλό που σε θέλω φύγε γρήγορα, κινδυνεύεις, πιο πάνω υπάρχουν στρατιώτες και τεθωρακισμένα που πυροβολούν στο ψαχνό, έχουν μπει μέσα στο Πολυτεχνείο, σκοτώθηκαν άνθρωποι, φύγε σε παρακαλώ».

Το ευχαρίστησα και γύρισα προς την πλατεία Βάθης, στο επόμενο στενό, που δεν με έβλεπαν οι αστυνομικοί έστριψα δεξιά και ξανά πήρα τον δρόμο για την Στουρνάρη. Μετά από αυτά, που άκουσα η περιέργεια μου μεγάλωσε και ήθελα να δω με τα μάτια μου τι είχε γίνει στο Πολυτεχνείο.

Οι κίνδυνοι για ένα νέο δεν αξιολογούνται σοβαρά και το βιβέρε περικολοζαμέντε ήταν κομμάτι του χαρακτήρα μου έτσι και αλλιώς..  Μέχρι να φθάσω στο Πολυτεχνείο δεν συνάντησα κάποιον, περπατούσα στο αριστερό πεζοδρόμιο της Πατησίων βαδίζοντας προς το πεδίο του Άρεως όταν αντίκρισα την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου κατεστραμμένη και μια υδροφόρα με κάποιον να ρίχνει  νερό. Πριν φθάσω άκουσα πυροβολισμούς από την πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και ένα τανκ να προβάλει στην συμβολή της Πατησίων και Αλεξάνδρας, πρόλαβα και κρύφτηκα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, πέρασαν αλλά δυο τανκς με κατεύθυνση προς Ομόνοια. Όταν άκουσα και άλλους πυροβολισμούς χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω από που  τότε  κατάλαβα ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος.

 Πανικοβλήθηκα είναι η αλήθεια αλλά ευτυχώς έναν ένοικος εκείνη την στιγμή μπήκε στη είσοδο και ένιωσε το πρόβλημα μου και μου λέει πως μπορεί να με βοηθήσει. Του εξηγώ τα καθέκαστα και με συμβουλεύει να φύγω προς την πλευρά της πλατείας Αττικής και να βαδίζω στα πεζοδρόμια και κολλητά στα κτήρια γιατί άκουσε ότι υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές που πυροβολούν στα τυφλά. «Εγώ με τα πόδια έρχομαι από τα Σεπόλια, δεν συναντησα ούτε στρατιώτες ούτε αστυνομικούς, φύγε και σύ προς τα εκεί, συγκοινωνία δεν υπάρχει, θα γυρίσεις στο σπιτι σου με τα πόδια. Πρόσεχε  νεαρέ έχεις και αυτή την μαλούρα…καλό δρόμο, καλή τύχη»

Ευτυχώς μέχρι τα Λιόσια δεν συνάντησα  ούτε εγώ κάτι. Στα Λιόσια όμως κάποιος ελεύθερος σκοπευτής από την ταράτσα ενός πολυόροφου κτιρίου πυροβολούσε κατά βούληση .. Περπατούσα πλέον αμέριμνα όντας σίγουρος ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος όταν άκουσα τον πυροβολισμό και περίπου στα δέκα μέτρα να σπάει μια τζαμαρία από ένα ισόγειο κατάστημα. Ήμουν στην γωνία και στρίβοντας αριστερά βρέθηκα εκτός βολής και συνέχισα τρέχοντας πλέον για το σπιτι μου.  Αργότερα διάβασα πως σε αυτή την θέση σκοτώθηκε ένας άνθρωπος την ώρα που περίπου  περνούσα και εγώ…

Για μια βδομάδα δεν ξανακατέβηκα στην Αθήνα, το επόμενο όμως Σάββατο αποφάσισα ότι έπρεπε να πάω επιτέλους στον Πανελλήνιο για την γυμναστική, έπρεπε να γράψω τις απαραίτητες ώρες…

Σάββατο πρωί στο λεωφορείο με τον σάκκο με τα αθλητικά στο ώμο κατεβαίνω στην πλατεία Βάθης, ακολουθώ την γνώριμη διαδρομή, Βάθης, πλατεία Λαυρίου, Πατησίων, Πολυτεχνείο, πεδίο Άρεως, Πανελλήνιο. Παρ´ολο που έχει περάσει μια βδομάδα από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούν στους δρόμους, ο φόβος έχει παραλύσει την Πόλη. Η νέα δικτατορία του Ιωαννίδη  είναι πιο σκληρή από αυτή του Παπαδόπουλου.

Φθάνοντας στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας ακούω τις ερπύστριες ενός τανκ, που φαινετσι στο βάθος από  την πλευρά του γηπέδου του Παναθηναϊκού. Τρέχω να περάσω απέναντι στο πεδίο του Άρεως, μόλις φθάνω στο άγαλμα του έφιππου Κωνσταντίνου και χωρίς καλά καλά να καταλάβω βρέθηκα μέσα σε μια αστυνομική κλούβα και ένας άγριος αστυνομικός να φωνάζει: «που ήσουν ρε κουμούνι την προηγούμενη Παρασκευή, μίλα ρε» με είχε αρπάξει από τα μαλλιά  και μου τίναζε το κεφάλι πέρα δώθε.

«Αστυνόμε κάτω τα χέρια σου και κουμούνι να πεις το παιδί σου» του απαντώ με θράσος και συνεχίζω με υψωμένη την φωνή « κουμούνι δεν έχει τολμήσει να με πει κανείς μέχρι τώρα, με έχεις θίξει να το πάρεις πίσω Αστυνόμε τώρα αμέσως» φωνάζοντας όσο δυνατότερα μπορούσα.  Πως αντέδρασα έτσι; Εξήγηση δεν υπάρχει ήταν μια παρορμητική, αυθόρμητη αντίδραση της στιγμής; Μάλλον..

Σημασία έχει πως ο αστυνόμος τα ´χάσε. και μου λέει αρκετά ήρεμα: «ησύχασε παιδί μου μια κουβέντα είπαμε, δώσε μου την ταυτότητα σου». Βγάζω και την δίνω διαβάζει δυνατά το όνομα και μου λέει: «μην μου πεις είσαι γιος του γενικού; Και εγώ ο βλάκας βιάστηκα να πω τις κουβέντες μου, είναι και αυτά τα μαλλιά  βρε παιδί  μου, είναι λίγο μακριά..με συγχωρείς»

Καμία φορά είναι χρήσιμες οι συνωνυμίες είπα μέσα μου… σε σώζουν από περιπέτειες   αλλά σου κλέβουν και την ευκαιρία να γίνεις και εσύ ήρωας- αντιστασιακός, να σε καλούν και στο προεδρικό Μέγαρο, στην γιορτή της δημοκρατίας!!

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *