ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΑΡΝΙ,
Διήγημα του Κ Βάρναλη (αφιερωμένο στον φίλο το Σπύρο τον Ντουμπαίτη )
Ο Γιάννης ο Κερεστές, πρώην καντηλανάφτης, τώρα γύφτος και πάντα του βλάστημος, το Μεγάλο Σάββατο μετέλαβε πρωί και το απόγευμα έσφαξε τ’ αρνί, το έγδαρε, το έπλυνε και το κρέμασε στο δέντρο της αυλής να στραγγίσει. Τραβήχτηκε δυο βήματα πίσου και στάθηκε καμαρώνοντας το έργο του. Έργο θάμα. Τετράπαχο κι αφράτο και μοσκοβολημένο.
Η γυναίκα του κι ο γιος τον παραπίσου καμαρώνανε κι αυτοί -και το τρώγανε από τώρα με τη φαντασία τους.
— Γρήγορα στον κουμπάρο να σου δώσει χρωματιστές κορδέλες και χρυσό βαράκι να το στολίσουμε…
Ο κουμπάρος είχε ψιλικατζίδικο στην αγορά του χωριού και τέτοιες μέρες πουλούσε από κεριά και θυμίαμα ίσαμε ψεύτικα αυγά.
>— Τι τα θέλει ο πατέρας σου αυτά τα πράματα; ρώτησε ο κουμπάρος, που είχε μπει στο νόημα.
— Για το αρνί.
— Α!
Κατά το δειλινό πετάχτηκε ο κουμπάρος ως του γύφτου τη μάντρα. Είδε το αρνί στο δέντρο. Το χάιδεψε κι είπε:
— Τα ’μαθες; Αύριο θα σου έρθουν μουσαφιραίοι. Ο Κόλιας ο Κοροπιώτης, ο Στάθης ο Ανυφαντής κι ο Πασκάλης ο Μοίρας… (Όλοι τους γερά πιρούνια και ποτήρια)…
— Να λείπουν οι μουσαφιραίοι. Να πάτε στου Πασκάλη που γιορτάζει κιόλας!
— Όποιος αρνιέται… βοήθεια τέτοιες μέρες, τον τιμωρεί ο Θεός!
— Ο Θεός ξέρει ποιους τιμωρεί. «Πάντα εν σοφία εποίησεν»!
* * *
Ο γύφτος ετοίμασε κατόπι την ψησταριά· έτριψε τη σούβλα με γυαλόχαρτο και λεμόνι, έπλυνε τα χέρια του κι ύστερα μπήκε μέσα και ξαπλώθηκε στον καναπέ να ξεκουραστεί λιγάκι. Από τα χαράματα βρισκότανε στο πόδι.
Ξαφνικά θυμήθηκε το κρασί.
— Ρε Τζίμη; φώναξε από μέσα. Πάρε την νταμιτζάνα και τρέχα στου Γληγόρη…
Αλλά ο Τζίμης έλειπε.
— Δεν είν’ εδώ, του φώναξε η γυναίκα του από την κουζίνα… Δεν πειράζει! Πάω εγώ.
— Κατέβασε πρώτα τ’ αρνί και φέρ’ το μέσα. Δε θέλει άλλο στράγγισμα…
Η γυναίκα του φόρεσε το φακιόλι, πήρε την νταμιτζάνα και τράβηξε πρώτα για το αρνί. Αλλά πού αρνί!
— Βρε άντρα! Πού ’ναι τ’ αρνί ξεφώνισε η καψερή.
– Στο δέντρο.
– Δεν είναι!
Ο Γύφτος πετάχτηκε απάνου σα να τον δάγκασε φίδι. Άρπαξε κι ένα σφυρί και χύθηκε όξω!
— Είδα δυο αγνώστους τώρα δα, λέει ή γυναίκα του, που στεκόντουσαν απέξω και κοιτάζανε το βουνό…. Έτσι και πέρσι δυο άγνωστοι κλέψανε τις βελέντζες τής Κυρά Καλής από το παράθυρο….
Ο Κερεστές δεν είχε καιρό ν’ ακούει. Έπρεπε να προφτάξει τους κλέφτες… Τους κερατάδες γρύλλιζε… θα τους σκοτώσω!…
— Μη χαλάς το στόμα σου, του φώναξε η κυρά Ασημίνα. Μετάλαβες σήμερα….
Κι άμα είδε το φοβερό σφυρί στα χέρια του αντρός της φοβήθηκε.
— Μη, Γιάννη μου, να χαρείς! Χρονιάρα μέρα φονικό! Παναγία μου, τι μου μέλλεται!….
Ο Γιάννης δε γύρισε να ιδεί. Πήρε τον ανήφορο του βουνού, βέβαιος πως εκεί μέσα στα δέντρα θα χωθήκανε οι κλέφτες. Τίποτα όμως! Ησυχία και γαλήνη. Μονάχα οι δικές του βλαστήμιες αντηχούσανε στο κενό!
— Θα πήρανε τον κατήφορο, για την Αθήνα!
Ροβόλησε κάτου στο χωριό με το σφυρί στο χέρι. Ρωτούσε όποιον έβρισκε, αν είδανε δυο αγνώστους να βαστάνε ένα αρνί. Κανένας δεν είδε αγνώστους. Όλοι γνωστοί του χωριού. Και δυστυχώς γνωστοί κι οι κλέφτες…
* * *
Ως τα μεσάνυχτα αγκομαχούσε ο γύφτος στο κρεβατι. Ούτ’ Ανάσταση πήγε ούτε Ανάσταση κατάλαβε. Πήγε μονάχα η γυναίκα του με τον γιο του κι όταν επιστρέψανε, τον βρήκανε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι σαν… αρνί της σούβλας! Του ερχότανε να σπάσει με το σφυρί το κεφάλι του, για να μη συλλογιέται, ή να σπάσει της γυναίκας του, για να ξεθυμάνει…
Πρωί πρωί ντύθηκε και βγήκε. Θα έφερνε βόλτα όλες τις μάντρες και τις αυλές του χωριού, όπου θα ψήνανε αρνιά, μπας και γνωρίσει το δικό του πουθενά… Πουθενά!
Περνώντας από την αυλή του κουμπάρου είδε μέσα φασαρία πολλή. Όλ’ η παλιοπαρέα επί τόπου: ο Κοροπιώτης, ο Ανυφαντής, ο Μοίρας… Κι ένα τραπέζι με ποτήρι και μπουκάλα κι αυγά·
— Βρε, καλώς τον κουμπάρο! Πώς από δω; Έλα μέσα να…
— Μου κλέψανε ψες το βράδυ τ’ αρνί…
Κι έριξε μια ματιά στο αρνί του κουμπάρου.
— Τι λες, μωρέ; Ξένοι θα’ναι! Οι ντόπιοι δεν κλέβουν, παρατήρησε με υπερηφάνεια ο Ανυφαντής.
— Αυτό λέω κι εγώ…
— Και τώρα πώς θα κάνουμε Πάσκα ;
— Να πάρεις την κουμπάρα και το βαφτισιμιό και να ρθείτε εδώ… Έχει για να φάνε τριάντα νοματαίοι… Εμείς, δε σου βαστάμε κακία, που δε μας δέχτηκες!
— Τα βλέπεις; λέει μπαίνοντας στη μέση ο Κόλιας, ο χωρατατζής της παρέας. Σώθηκες! Ό Θεός αγαπά τον κλέφτη, αλλ’ αγαπά και το νοικοκύρη…
— Τι να γίνει; απάντησε θλιβερά ο Γύφτος. Θέλουμε δε θέλουμε, εδώ θα ρθούμε.
Στις 10 το αρνί ήταν έτοιμο. Κάστανο και λουκούμι! Στρώσανε το τραπέζι στην αυλή, κάτου από την κληματαριά και βάλανε μπρος. Ήπιανε, πρηστήκανε, τραγουδήσανε… Ο Γύφτος παραήπιε και παραπρηστηκε, τάχα για να ξεχάσει. Και στο κέφι όπως και στο θυμό, δεν είχε μέτρο. Τραγουδούσε, χόρευε, γελούσε, χάλαγε τον κόσμο!
— Ρε παιδιά, θα ’θελα να ξέρω ποιος μου έκλεψε τ’ αρνί. Να τον σφάξω, να τον σουβλίσω…
— Να τον ψήσω…, να τον φάω, πρόστεσε ο Κόλιας, γελώντας.
Αλλά σέ λίγο είχε τόσο ενθουσιαστεί ο Γύφτος, που φώναξε ξαφνικά:
— Ρε χαλάλι του όποιος το ’κλεψε!… Αφού μπόρεσε..
— Να μια χριστιανική κουβέντα! Εις υγείαν λοιπόν του κουμπάρου, φωνάξανε ούλοι όρθιοι!
— Κι άμα φεύγεις, θα σου δώσουμε όσα κομμάτια περισσέψουνε… έτσι για να ’χεις κι αύριο και να μη σεκλετίζεσαι…
— Όχι κουμπάρε, αντίλεξε ο γύφτος. Ξένο αρνί να το πάρω εγώ!
— Τι ξένο, τι δικό! Αναμεταξύ μας δεν έχει τέτοα πράματα. Ό,τι είναι δικό μας είναι και δικό σου —είπε πάλι θυμοσοφικά ο Κόλιας.
— Κι άλλοτες ν’ αφήνεις στην αυλή και την νταμιτζάνα… επενέβη ο Μοίρας, που προτιμούσε να πίνει παρά να τρώει.