Ὁ ἀλ­λή­θω­ρος κα­θη­γη­τής -διήγημα-

ΟΤΑΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ποὺ γνώ­ρι­σα γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν κτη­νώ­δη ὄψη τῆς ζω­ῆς. Τὸ ἐνο­ρια­κὸ σχο­λεῖο λει­τουρ­γοῦ­σε σὲ ἕνα κα­κά­σχη­μο καὶ πα­λιὸ σπί­τι, ποὺ τὸ ἀπο­τε­λοῦ­σαν με­γά­λες πα­γω­μέ­νες αἴ­θου­σες. Ἡ αὐ­λή, ἂν καὶ με­γά­λη, ἐπει­δὴ ἦταν πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νη ἀπὸ ψη­λοὺς τοί­χους, ἦταν πιὸ κρύα καὶ πε­ρί­ερ­γη ἀπὸ τὶς αἴ­θου­σες. Ἐπι­πλέ­ον ἦταν σὰν πλα­κω­μέ­νη ἀπὸ τὴ σκιὰ τῆς δι­πλα­νῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ φυ­σιο­γνω­μία αὐ­τῆς τῆς αὐ­λῆς θὰ εἶ­ναι γιὰ πάν­τα ἀναλ­λοί­ω­τη στὴ μνή­μη μου. Ἀπὸ ἐκεί­νη τὴν ἐπο­χὴ ἔχω μό­νο ἀνα­μνή­σεις ἀπὸ εἰ­κό­νες. Ἴσως μᾶς δί­δα­σκαν καὶ κά­τι. Ὁ κα­θη­γη­τὴς ἦταν ἕνα ἄτο­μο ξαν­θό, ἀλ­λή­θω­ρο, χα­μη­λοῦ ἀνα­στή­μα­τος, ἀπο­λύ­τως πα­γε­ρό. Πά­τα­γε μὲ τὴ μύ­τη τῶν πο­διῶν του καὶ φώ­να­ζε ἀκα­τά­παυ­στα. Δὲ χα­μο­γε­λοῦ­σε οὔ­τε γιὰ ἀστεῖο. Τί ἐξαί­ρε­τος δε­σμο­φύ­λα­κας θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νει.

       Μό­λις χτύ­πα­γε τὸ κου­δού­νι, ὁ βα­σα­νι­στὴς ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στὴν αὐ­λὴ τρί­βον­τας τὰ χέ­ρια. Στοι­χι­ζό­μα­σταν βια­στι­κὰ καὶ πη­γαί­να­με στὴν αἴ­θου­σα τρέ­μον­τας γιὰ αὐ­τὸ ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βεῖ. Τὸν μι­σού­σα­με μὲ ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ ἐξα­σκού­σα­με τὸ μυα­λὸ εὐ­χό­με­νοι γιὰ αὐ­τὸν τὰ πιὸ εἰ­δε­χθῆ δυ­στυ­χή­μα­τα· ἀλ­λὰ ὁ βάρ­βα­ρος ἦταν πάν­τα ὄρ­θιος, ρο­δα­λός, εὐ­κί­νη­τος καὶ μὲ μιὰ προ­κλη­τι­κὴ ὑγεία. Στὴν αἴ­θου­σα βα­σί­λευε νε­κρι­κὴ σι­γή… Κοι­τα­ζό­μα­σταν μὲ βλέμ­μα γε­μᾶ­το εὐ­λά­βεια καὶ με­τά, ἀκί­νη­τοι καὶ μὲ τὴν καρ­διὰ νὰ σπά­ει, πε­ρι­μέ­να­με τὸ τρο­με­ρὸ λε­πτό.

       Ὁ ἀλ­λή­θω­ρος ἴσιω­νε τὰ ξαν­θὰ μαλ­λιά του καὶ κοί­τα­ζε μὲ προ­σο­χή. Με­τὰ ἄρ­χι­ζε νὰ λέ­ει τὸ μά­θη­μα μὲ τὸ κε­φά­λι σκυμ­μέ­νο πά­νω στὸ τε­τρά­διο ση­μειώ­σε­ων. Συ­νή­θι­ζε νὰ βή­χει· πο­τὲ ὅμως τό­σο ὥστε νὰ συμ­με­τέ­χουν σὲ αὐ­τὸ οἱ πνεύ­μο­νες.

       Ἄτυ­χο ἦταν τὸ παι­δὶ ποὺ δὲν εἶ­χε κά­νει τὴν ἐρ­γα­σία του. Ὁ ἀλ­λή­θω­ρος, χω­ρὶς νὰ κα­τσου­φιά­σει κα­θό­λου, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς νὰ ἀκού­σει καὶ κα­μιὰ δι­καιο­λο­γία, τὸ διέ­τα­ζε νὰ πά­ει μπρο­στὰ στὸν πί­να­κα καὶ αὐ­τὸ ἄρ­χι­ζε νὰ πα­ρά­γει ὅλους τοὺς τό­νους τοῦ κλα­ψου­ρί­σμα­τος. Καὶ ἐμεῖς αἰ­σθα­νό­μα­σταν κυ­ριευ­μέ­νοι ἀπὸ τὴν πιὸ ἀβά­στα­χτη τῶν ἀνη­συ­χιῶν.

       Ὁ βα­σα­νι­στής μας ἄνοι­γε τὸ γρα­φεῖο του καὶ ἔψα­χνε. Ἀνα­κά­τευε τὰ χαρ­τιὰ μὲ τὴν ἄνε­ση κά­ποιου ποὺ βρί­σκε­ται μό­νος· ἀλ­λὰ ὅταν ἔβρι­σκε τὸ γάν­τι, στὸ πρό­σω­πό του ἐμ­φα­νι­ζό­ταν μιὰ σκιὰ ἱκα­νο­ποί­η­σης.

       Ὁ με­τα­νιω­μέ­νος, ὅσο χρό­νο κρά­τα­γε ἡ ἀνα­ζή­τη­ση, κλα­ψού­ρι­ζε μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Ὅταν ὁ τό­νος κα­τέ­βαι­νε καὶ ἔμοια­ζε νὰ σβή­νει, ἦταν σί­γου­ρο ὅτι στὴν ψυ­χή του δυ­νά­μω­νε ἡ ἐλ­πί­δα νὰ σω­θεῖ.

       Ἀπὸ τὰ θρα­νία μας μπο­ρού­σα­με νὰ ἀκο­λου­θή­σου­με μὲ ἀπό­λυ­τη ἀκρί­βεια τὶς κι­νή­σεις τοῦ κα­θη­γη­τῆ. Ἡ ψυ­χι­κή μας σύμ­πνοια ἦταν ἐκ­πλη­κτι­κή. Ἐὰν οἱ κι­νή­σεις του ἦταν με­τρη­μέ­νες, ἡ κλά­ψα τοῦ θύ­μα­τος ἔπαι­ζε σὲ χα­μη­λὲς νό­τες καὶ ὁ ρυθ­μὸς τῆς καρ­διᾶς μας ὀμα­λο­ποιεῖτο. Ἀλ­λά, ἂν τὸ χέ­ρι τεν­τω­νό­ταν μὲ ὁρ­μὴ μέ­χρι τὸ βά­θος τοῦ συρ­τα­ριοῦ, ἡ κλά­ψα φού­σκω­νε τὸ στῆ­θος τοῦ μα­θη­τῆ καὶ κέρ­δι­ζε χῶ­ρο χω­ρὶς νὰ σέ­βε­ται κα­μιὰ ἐν­διά­με­ση νό­τα καὶ ἐμεῖς παύ­α­με νὰ ἀνα­πνέ­ου­με.

       Γιὰ τὸν ἀλ­λή­θω­ρο ἦταν λό­γος με­γά­λης τα­ρα­χῆς, με­τὰ ἀπὸ τὴν ἐσπευ­σμέ­νη προ­ώ­θη­ση τῶν δα­κτύ­λων του, νὰ μὴ βρεῖ τὸ ἐρ­γα­λεῖο. Εἶ­ναι σί­γου­ρο ὅτι στὸ τέ­λος κα­τά­φερ­νε νὰ ἐπι­βλη­θεῖ, ἀλ­λὰ οἱ ἀμ­φι­βο­λί­ες τὸν ἐμ­πό­δι­ζαν.

       Δὲν ξέ­ρω ἂν ἀπὸ ὑπο­κρι­σία ἢ γιὰ ἀν­τι­πε­ρι­σπα­σμό, ἀνα­φω­νοῦ­σε μὲ δυ­να­τὴ φω­νή:

       — Τε­λι­κά… τὸ γάν­τι ἔχει ἐξα­φα­νι­στεῖ.

       Καὶ πα­ρέ­με­νε σκε­φτι­κός.

       Ὁ μα­θη­τὴς πα­ρα­κα­λοῦ­σε μὲ τὴ σει­ρά του

       — Κύ­ριε…Συγ­χω­ρεῖ­στε με… σᾶς ὁρ­κί­ζο­μαι ὅτι…

       Ἐπέ­στρε­φε ὁ ἀλ­λή­θω­ρος ἀπὸ τὸν κό­σμο του χτυ­πῶν­τας μὲ τὴν ἄκρη τῶν δα­κτύ­λων του τὸ μέ­τω­πο:

       — Ἄ…, χτὲς ὅμως τὸ φύ­λα­ξα στὸ ἄλ­λο συρ­τά­ρι!

       Ὅταν πλη­σί­α­ζε μὲ τὸ γάν­τι, ὁ μα­θη­τὴς ἔσκου­ζε, ἔκλει­νε τὰ μά­τια, χτυ­πιό­ταν. Ἔβγα­ζε κραυ­γὲς ποὺ ἔσκι­ζαν τὰ σω­θι­κά. Ἔκρυ­βε τὰ χέ­ρια του στὴν πλά­τη, γο­νά­τι­ζε, ζη­τοῦ­σε συγ­χώ­ρε­ση, με­τερ­χό­ταν κά­θε ἔκ­φρα­ση ἀνημ­πο­ριᾶς. Δυ­στυ­χῶς ἀνώ­φε­λα. Ὁ ἀλ­λή­θω­ρος, ἀπτόη­τος καὶ ψυ­χρός, τὸν διέ­τα­ζε νὰ δεί­ξει τὸ χέ­ρι ἀνοι­χτό.

       Καὶ τὸ γάν­τι ἀνέ­βαι­νε καὶ χτυ­ποῦ­σε…

       Οἱ κραυ­γὲς δο­νοῦ­σαν τὰ τζά­μια, ἀν­τη­χοῦ­σαν στοὺς τοί­χους τῆς αὐ­λῆς καὶ σι­γὰ-σι­γὰ ἔσβη­ναν στοὺς ἔρη­μους δρό­μους.

ΧΟ­ΣῈ ΣΆΝ­ΤΟΣ ΓΚΟΝ­ΖΆ­ΛΕΣ ΜΠΈ­ΡΑ 

Πηγή: neoplanodion.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *