ματίζω..

Λέξεις με ενδιαφέρουσα αρχαία προέλευση: ἅμμα – ματίζω ~

Το ρ. “ματίζω” σημαίνει «προεκτείνω (ύφασμα, ξύλο κ.λπ.), αυξάνω το μήκος του με προσθήκη από το ίδιο υλικό» (π.χ. πήρα ύφασμα, για να ματίσω το στρίφωμα τού φορέματος)

Προέρχεται από το ελληνιστ. “ἁμματίζω” «δένω, συνδέω» < αρχ. “ἅμμα” «κόμπος, δεσμός» < ἅπτω.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *