Από τον Γιώργο Πύργαρη.
Στα παιδικάτα μου, ήταν αλλιώς ο κόσμος. Εμείς στα χωριά, όχι μόνο διατηρούσαμε λίγα οικόσιτα που μας παρείχαν γάλα, τυρί, αυγά, κρέας, μα είμασταν συνηθισμένοι και με τη σφαγή τους.
Άπειρες φορές θυμάμαι τη μάνα να χάνεται λίγη ώρα στην πίσω αυλή και να επιστρέφει με ένα πανέρι γεμάτο με σφαγμένα κοτόπουλα, πάπιες, γαλοπούλες, κουνέλια. Αλλά και ο πατέρας έσφαζε στη πίσω αυλή το χοιρινό των Χριστουγέννων ή αρνιά κάθε τόσο. Εκείνος μάλιστα επέμενε να με έχει βοηθό του σε κάθε σφαγή. Πιάναμε το αρνί και το γυρίζαμε στο πλάι. Ο πατέρας το πατούσε στη μέση με το γόνατο και το έσφαζε. Ούτε θυμάμαι πόσους σφαγμένα αρνιά έχω δει στη ζωή μου. Να ρέει το αίμα από τον κομμένο λαιμό και κείνο το άμοιρο να σφαδάζει για λίγο και μετά να παραδίνεται εντελώς άψυχο. Μετά το κρεμούσαμε σε ένα τσιγκέλι και ο πατέρας το έγδερνε και αφαιρούσε τα σπλάχνα…
Συνηθισμένος σε τέτοιες εικόνες ήμουν, αλλά δεν ξέρω αν εξοικειώθηκα ποτέ μαζί τους. Κι ας είμαι αμετανόητος κρεατοφάγος. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι εξοικειώνονται πραγματικά ποτέ με τη σφαγή του θύματός τους. Κάποτε μιλούσα με έναν μεγαλοκτηνοτρόφο. Θάχει σφάξει με τα ίδια του τα χέρια, χιλιάδες αμνοερίφια…
-Ξέρεις σε πόσα έχω χαρίσει τη ζωή τελευταία στιγμή; μου είπε.
-Γιατί; ρώτησα.
-Μερικά δακρύζουν, κλαίνε! Δε μπορώ να τα μαχαιρώσω, τ΄αφήνω, φεύγουνε!
Θα τον έλεγες ψυχρό μετά από τόσες σφαγές μιας ολόκληρης ζωής, που στο κάτω κάτω είναι η δουλειά του, ζει τα παιδιά του μ΄αυτήν. Κι όμως έρχονται στιγμές που λυγίζει και κείνος. Δεν είναι όσο εύκολο φαίνεται, να είναι κανείς θύτης.
Καλύτερο βέβαια, από το να είναι θύμα…
Θα ήμουν γύρω στα τριάντα πια, όταν με φώναξε μια φορά ο πατέρας να τον βοηθήσω να σφάξει ένα τραγόπουλο. Ήταν θυμάμαι ένα μαύρο, γυαλιστερό, όμορφο ζωντανό, μ΄ ένα γενάκι κάτω από το σαγόνι. Όμως όταν το πιάσαμε και πριν το ρίξουμε κάτω, ο πατέρας αντί να πάρει τη συνηθισμένη του θέση, με έβαλε εμένα μπροστά…
-Σήμερα θα το σφάξεις εσύ! Έκανες τη δική σου οικογένεια τώρα. Πρέπει να μάθεις!
Και μου έδωσε το μαχαίρι! Τα έχασα. Πήγα να αρνηθώ, αλλά ντράπηκα. Αν αρνιόμουν μπορεί να θεωρούσε πως δεν ήμουν άξιος να θρέψω την οικογενειά μου. Έπιασα το τραγόπουλο και το γύρισα στο πλάι. Ο πατέρας κρατούσε τα πίσω πόδια. Έβαλα το γόνατο στη μέση του και έριξα αρκετό από το βάρος μου πάνω του. Όταν όμως έπιασα το κεφάλι του, να το ξανοίξω προς τα πίσω για να φανερωθεί καλύτερα ο λαιμός, εκείνο άρχισε να σπαρταρά και να τρέμει από τον φόβο του. Το ένιωθα ανήμπορο στο έλεός μου, ένιωθα το τρέμουλο να διαπερνά όλο του το κορμί και να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα και το δικό μου πόδι. Κάτι μέσα μου έλεγε να πετάξω το μαχαίρι και να τρέξω μακριά. Έριξα ένα γρήγορο βλέμμα στον πατέρα. Ήταν σκυμμένος στα καπούλια του ζώου και περίμενε σοβαρά να δει τι θα κάνω. Όχι, δεν μπορούσα να φύγω. Θα ήταν λιποταξία. Θα ήμουν ανάξιος. Δεν έφτιαξα εγώ αυτόν τον κόσμο, ήμουν απλά μέρος του και έπρεπε να αποδεχθώ τους νόμους του. Έπρεπε να θρέψω και γω τα παιδιά μου. Όμως αυτό το τρέμουλο με συντάραζε. Γιατί να είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος; Δε θα έφευγα. Δε θα πετούσα το μαχαίρι. Έπρεπε όμως να τελειώσει γρήγορα και το μαρτύριο αυτού του απροστάτευτου ζώου, που συνέχιζε να τρέμει από φόβο στα χέρια μου. Έφερα γρήγορα το μαχαίρι στο λαιμό του και τον έκοψα. Κόπηκε πολύ πιο εύκολα, απ΄ ό,τι περίμενα. Το αίμα άρχισε να ρέει στο χώμα. Για ένα δύο λεπτά το ζώο σπαρταρούσε στα χέρια μου, το κρατούσα με δύναμη λες και μπορούσε να φύγει. Η αντίδρασή του όμως όσο πήγαινε λιγόστευε, έχανε τη δύναμη του, μέχρι που ακινητοποιήθηκε εντελώς. Σκούπισα κι απ΄τις δύο μεριές το μαχαίρι από το αίμα, πάνω στις μαύρες τρίχες του νεκρού ζώου και σηκώθηκα ανακουφισμένος.
Δεν ξανάσφαξα ζωντανό. Όταν θέλω κρέας, πηγαίνω στον χασάπη. Ξέρω όμως πως δεν αλλάζει κάτι αυτό. Ακόμη κι έτσι, είναι σα να το έχω σφάξει εγώ. Με το αόρατο χέρι μου. Το ίδιο ένοχος με τον κάθε δήμιο. Απλά, δεν αντέχω τόση αμεσότητα. Προτιμώ την ανόητη λήθη…
Γιώργος Πύργαρης