Του Ἀλέξανδρου Ρασκόλνικ
ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ κομμένο ἀπ’ τὸ πρωΐ, ἔξω ἔριχνε καρεκλοπόδαρα καὶ φυσικὰ οὔτε συνδρομητικὴ τηλεόραση οὔτε ὑπολογιστὴς δουλεύουν χωρὶς ρεῦμα.
Ἡ ἔξοδος, ἀκόμα κι ἂν ἤθελες ν’ ἀψηφήσεις τὸν καιρό, ἐξόχως προβληματική. Ὀρδὲς ὁπλισμένων Φρουρῶν τῆς Δημοκρατίας, ντυμένοι μὲ στολὲς χημικοῦ πολέμου, χωρὶς διακριτικά, καὶ τ’ ἀκροδάχτυλο νὰ χαϊδεύει τὴ σκανδάλη, περιπολοῦν νυχθημερόν.
Χρόνια εἶχα νὰ πιάσω μολύβι καὶ χαρτί. Ὅλα ἀπ’ τὸ πληκτρολόγιο περνᾶνε πιά. Τὸ χέρι μου, στὴν ἀρχὴ ἔτρεμε μπροστὰ στὴν πρόκληση. Μετά, πιὸ θαρρετά, ἄρχισα κάτι ὀρνιθοσκαλίσματα, ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ συγκεντρωθῶ. Ἀπὸ τὸ διπλανὸ διαμέρισμα ἀκούγονταν τραγούδια καὶ δυνατὰ γέλια. Παράνομη συνάθροιση, ἀσφαλῶς. Σκέφτηκα νὰ κάνω καταγγελία στὴν ἀστυνομία, ἀλλὰ προτίμησα νὰ τοὺς προϊδεάσω. Μὲ κάλεσαν μέσα γιὰ ἕνα ποτὸ κι ὁ πάγος ἔσπασε. Περάσαμε πραγματικὰ ὑπέροχα…