Πηγή:sarantakos.wordpress.com
Όπως έχω πει εφτά χιλιάδες φορές τον τελευταίο καιρό, από χτες βγήκα στη σύνταξη, ευδοκίμως συμπληρώσας 36 χρόνια, 10 μήνες και 15 μέρες εργασίας στα θεσμικά όργανα της ΕΕ. (Τα προηγούμενα χρόνια που είχα εισφέρει στην Ελλάδα, στο αλήστου μνήμης ΤΣΜΕΔΕ, τα είχα μεταφέρει στο κοινοτικό σύστημα, αλλά δεν τα αξιοποίησα τελικά).
Aλλά χτες ήταν Κυριακή, μέρα που έτσι κι αλλιώς δεν δούλευα, οπότε σήμερα είναι η πρώτη μέρα μηδουλειάς. Την Παρασκευή που μας πέρασε, τελευταία εργάσιμη μέρα, πήγα στο γραφείο για να ταχτοποιήσω κάτι τελευταίες διατυπώσεις. Παρέδωσα το υπηρεσιακό λάπτοπ που μας είχαν δώσει για να δουλεύουμε από το σπίτι, ένα μικρό «υβριδικό».
Μετά πήγα σε άλλον όροφο και παρέδωσα την πράσινη κάρτα που είχα πάρει ως υπάλληλος της ΕΕ -είχε λήξει από το 2021 και από πιο πριν είχαν σταματήσει να εκδίδονται τέτοιες κάρτες, αλλά για γραφειοκρατικούς λόγους έπρεπε να παραδώσω και τη ληγμένη κάρτα.
Μετά πήγα σε ένα άλλο κτίριο και πήρα το μπατζ του συνταξιούχου (κάρτα εισόδου θαρρώ θα το λέγαμε ελληνοπρεπώς). Το μπατζ που είχα, του υπαλλήλου, απενεργοποιήθηκε χτες μόνο του, έχει τσιπάκι -ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν.
Aυτό το μεγάλο R στη φωτογραφία σημαίνει, ακριβώς, Retired, και όπως βλέπετε η υπηρεσία λογαριάζει ότι θα ζήσω τουλάχιστον έως τις 29/11/2029.
Το γραφείο μου το είχα αδειάσει πριν από καμιά δεκαριά μέρες -δεν είχα πολλά πράγματα γιατί, από την προηγούμενη μετακόμιση, μας είχαν βάλει όριο να μην μεταφέρουμε περισσότερες από τρεις κούτες έκαστος κι έτσι είχε γίνει ήδη ένα γενναίο ξεκαθάρισμα.
Αυτές τις τρεις κούτες τώρα τις έχω βάλει προσωρινά στο γκαράζ του σπιτιού, και κύριος οίδε πότε θα ξεπακετάρω και θα κοιτάξω τα περιεχόμενά τους -είναι χαρτιά και ενθύμια κυρίως από τα πρώτα χρόνια μου στο Λουξεμβούργο, είναι κάποια βιβλία δικά μου που τα χρησιμοποιούσα και στη δουλειά ή που για κάποιο λόγο τα είχα φέρει στο γραφείο, είναι και μερικά παλιά διδακτικά βιβλία που είχα στο Πολυτεχνείο πριν από 45 χρόνια.
Καθώς πήγαινα από τη μια υπηρεσία στην άλλη, όπου με εξυπηρετούσαν άγνωστοι νεότατοι συνάδελφοι, σχεδόν είχα βουρκώσει από τη συγκίνηση που τελείωνε μια φάση της ζωής μου, 37 χρόνια είναι αυτά, δεν είναι παίξε γέλασε. Αλλά το γεγονός ότι ήταν άγνωστοι (διοικητικοί γαρ) και νεότατοι μού έλεγε ότι καλά κάνω και φεύγω. Μετά πήγα για μια τελευταία φορά στο γραφείο μου, να δω μήπως είχα ξεχάσει κάτι. Με το γραφείο αυτό, εννοώ το συγκεκριμένο δωμάτιο, το τραπέζι, την καρέκλα, τον καλόγερο, τη συρταριέρα και τη ντουλάπα, δεν έχω ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς, μια και μεταφερθήκαμε εκεί πριν από δυο χρόνια και λόγω τηλεργασίας και ημισυνταξιοδότησης ελάχιστες μέρες έχω δουλέψει εκεί. Κοίταξα μια τελευταία φορά μήπως έχω αφήσει τίποτα στα συρτάρια, άδεια ήταν.
Βγαίνοντας όμως πρόσεξα πως είχα ξεχάσει δυο φωτογραφίες στερεωμένες με μαγνητάκια στον πλαϊνό τοίχο. Mία οικογενειακή με τις κόρες μου και μία με τον Θέμη. Την είχε βγάλει ο Θωμάς, που είναι δεινός φωτογράφος, σε έναν από τους αμέτρητους καφέδες που πίναμε απαρεγκλίτως κάθε πρωί, ο Θέμης, ο Θωμάς, ο Τάσος κι εγώ, έως το 2004 στην καφετέρια στον 22ο όροφο του παλιού Πύργου και μετά τη μετακόμιση εκείνη σε κάποιο από τα γραφεία μας, όποιο είχε σπρεσόμπρικο.
Τις δυο φωτογραφίες τις πήρα βέβαια μαζί μου -και για να μην τσαλακωθούν πήρα από τη ντάνα του διαδρόμου ένα λεξικό με τις κατάλληλες διαστάσεις και τις έβαλα μέσα. Να πω εδώ ότι, επειδή στα καινούργια γραφεία δεν υπάρχει πολύς χώρος για κοινή βιβλιοθήκη, ούτε και ανάγκη άλλωστε τώρα που σχεδόν όλα είναι ηλεκτρονικά, τα περισσότερα βιβλία της παλιάς βιβλιοθήκης μας έχουν αποχαρακτηριστεί, τα έχουν βάλει σε στοίβες στο διάδρομο κι όποιος θέλει παίρνει.
Χαιρέτησα δυο συναδέλφους από τα γειτονικά γραφεία, πάλι βουρκωμένος, και κατέβηκα στο υπόγειο γκαράζ. Καθώς πλησίαζα στο αυτοκίνητό μου, ένα άλλο αυτοκίνητο σταμάτησε και μου άναψε φώτα. Ήταν ο Χοσέ Λουίς, Ισπανός συνάδελφος που τον ξέρω από το 1988. Τα πρώτα χρόνια κάναμε πολλή παρέα -εγώ κι αυτός αλλά και μια παρέα Έλληνες με μια παρέα Ισπανούς. Είχαμε στην παρέα τον Δήμο, που ήξερε καλά ισπανικά, και πηγαίναμε και τρώγαμε κοθίδο, είδος ρεβιθάδα με κρέας, σε ένα ισπανικό εστιατόριο. Την πρώτη φορά, ο εστιάτορας πέρασε τον Δήμο για Ισπανό κι εκείνος δεν το διέψευσε, οπότε μετά ερχόταν στο τραπέζι μας κάθε φορά και του έλεγε διάφορα για την πολιτική κατάσταση στην Ισπανία («πώς τα βλέπεις, θα τον βγάλουμε πάλι τον Φελίπε;», εννοώντας τον Γκονζάλεθ) και να τον παινεύει που μιλάει τόσο καλά τα ελληνικά, σαν Έλληνας.
Μιλήσαμε κάμποση ώρα με τον Χοσέ Λουίς και θυμηθήκαμε τα παλιά, στα ελληνικά. Τα μιλάει σχεδόν τέλεια τα ελληνικά, αφού μάλιστα έχει παντρευτεί τη φίλη μου τη Βάλια, αλλά, όπως το 90% των μη φυσικών ομιλητών, μπερδεύει τον στιγμιαίο και τον διαρκή μέλλοντα -βλέπετε, δεν υπάρχει η διάκριση στα ισπανικά. «Όπου να’ναι, θα αποφασίζω πότε ακριβώς θα βγω στη σύνταξη κι εγώ», είπε.
Ύστερα πήγα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος να φύγω. Μέσα στο υπόγειο γκαράζ δεν πιάνει ραδιόφωνο, οπότε μπαίνοντας το είχα γυρίσει στο κασετόφωνο -δεν είναι κασετόφωνο βέβαια, στικάκι έχω με 64000 τραγούδια, αλλά έτσι το εμαθα κι έτσι το λέω. Πώς να το πω; Στικακόφωνο; Πολύ κακόφωνο το βρίσκω. Παρομοίως, το κτίριο που βρίσκεται το γραφείο μου, το λένε επισήμως Adenauer, αλλά εγώ και όλοι οι δεινόσαυροι το λέμε «μπακ» (ΒΑΚ στα ξένα), όπως το μάθαμε το 1988. Γενικά τα κτίρια των υπηρεσιών της ΕΕ έχουν όλα ονομασίες πολιτικών που έπαιξαν ρόλο στην οικοδόμηση της ΕΕ -από Έλληνες υπάρχει μια πασαρέλα Konstantinos Karamanlis, που ενώνει τα κτίρια PHS (Paul-Henri Spaak) και ASP (Altiero Spinelli). Μια αίθουσα στο κτίριο Spinelli έχει το όνομα Manolis Glezos. Ο Μανώλης Γλέζος ήταν δυο φορές ευρωβουλευτής, μία με το ΠΑΣΟΚ το 1984 και μία με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2014. Παραιτήθηκε και τις δύο φορές πάνω στον χρόνο, τη δεύτερη προγραμματισμένα.
Λοιπόν, καθώς έβγαινα από το πάρκιν του γραφείου, το σύστημα του αυτοκινήτου έπαιζε Ντίλαν, το Desolation Row. Στο στικάκι έχω τους καλλιτέχνες με αλφαβητική σειρά και αυτόν τον καιρό ακούω συνέχεια Ντίλαν, ξεκινώντας από τις 28 Οκτωβρίου που πήγα και τον άκουσα σε συναυλία στο Ες συρ Αλζέτ, τη δεύτερη πόλη του Λουξεμβούργου, στα σύνορα με τη Γαλλία, πάνω στην ανθρακοφόρα λεκάνη της Λωραίνης, παλιά εργατούπολη που την κυβερνάει το σοσιαλιστικό κόμμα και έχει και το μουσείο εθνικής αντίστασης. Επί δεκαετίες, η Ζενές Ες, η ομάδα ποδοσφαίρου της πόλης, κυριαρχούσε στο λουξεμβουργιανό πρωτάθλημα -την απέκλεισε ο Παναθηναϊκός στον πρώτο γύρο όταν πήγε το 1971 στο Γουέμπλεϊ. Τα τελευταία αρκετά χρόνια έχει πέσει σε παρακμή (η Ζενές Ες, αλλά κατά σύμπτωση και ο Παναθηναϊκός).
Παρένθεση: Παλιότερα, η Ζενές Ες είχε καλούτσικη ομάδα, είχε αποκλείσει τη Λέγκια μια χρονιά. Ο αστικός μύθος εδώ στο Λουξεμβούργο λέει ότι το 1959 η Ζενές Ες είχε κληρωθεί με τη Ρεάλ και στο εδώ ματς έφερε 3-3, και τερματοφύλακας με τη Ρεάλ έπαιζε ο Χούλιο Ιγκλέσιας και αυτό το ματς ήταν αιτία να σταματήσει την καριέρα του σαν ποδοσφαιριστής (κανονικά εδώ θέλει ‘ως’ και γενική) και να πιάσει το τραγούδι, όπου τα πήγε καλύτερα. Αυτό μου το έχουν πει δύο ντόπιοι, εις επήκοον άλλων που συμφωνούσαν. Το αμείλικτο Ιντερνέτ διαψεύδει τον ισχυρισμό. Το ματς έγινε, αλλά τελείωσε με νίκη της Ρεάλ 5-2 και δεν έπαιζε τέρμα ο Ιγκλέσιας. Κλείνει η παρένθεση, γυρίζουμε στη συναυλία του Ντίλαν.
Όπως συνήθως, το είχα πάρει πολύ αργά είδηση πως ο Ντίλαν θα ερχόταν στο Λουξεμβούργο, κι όταν επιχείρησα να βγάλω εισιτήριο δεν είχε μείνει κανένα, σολντάουτ που λένε. Όμως στις αρχές Οκτωβρίου η φίλη μου η Όλγα έβαλε ανακοίνωση στην ομάδα των Ελλήνων του Λουξεμβούργου στο Φέισμπουκ ότι πρέπει να φύγει εκτάκτως για Ελλάδα και έχει ένα εισιτήριο για τον Ντίλαν, οπότε της έστειλα μήνυμα και το αγόρασα. Από κάτι τέτοιες συμπτώσεις βγήκε η κοελιά για το σύμπαν που συνωμοτεί. Δεν ήταν φτηνό το εισιτήριο, μικρός τριψήφιος αριθμός που διαιρείται από τους 6 πρώτους ακεραίους, αλλά Ντίλαν είναι αυτός.
Όταν ήρθε λοιπόν η 28η Οκτωβρίου ξεκίνησα για το Ες συρ Αλζέτ, απέχει κανα εικοσάλεπτο, κι έβαλα να ακούω στο αυτοκίνητο Ντίλαν, για να εγκλιματιστώ. Πήγα από πιο νωρίς, που δεν ήταν καλή ιδέα, αφενός επειδή οι θέσεις στο αχανές Rockhal ήταν αριθμημένες κι έτσι δεν είχε νόημα να πας νωρίτερα, και αφετέρου επειδή, μόλις μπήκα, μια ευγενέστατη αλλά αμείλικτη ταξιθέτρια πήρε το κινητό μου και το κλείδωσε μέσα σε μια υφασμάτινη θήκη, σαν ζώνη αγνότητας, διότι η εκδήλωση, όπως αναγραφόταν ρητά στην είσοδο, ήταν phone-free. Καιρό είχα να νιώσω τόσο ελεύθερος, όσο εκείνη την ώρα που περίμενα άπρακτος στην καρέκλα μου να πάει η ώρα οχτώμισι.
Οι περισσότεροι θεατές ήταν στην ηλικία μου ή περίπου, αλλά είχε και νεότερους, ακόμα και νέους. Και όπως είπα, ήταν σολντάουτ και πράγματι η αίθουσα, θαρρώ 6500 θέσεις, γέμισε.
Ευτυχώς ο Ντίλαν απεδείχθη Εγγλέζος και η συναυλία άρχισε 8.32. Οι μουσικοί ξεκίνησαν παίζοντας κανα δίλεπτο και ύστερα άρχισε ο Ντίλαν να τραγουδάει το The Wicked Messenger -φυσικά η φωνή του δεν είναι η ίδια, αλλά αυτό το ήξερα, αν ήθελα να τον ακούσω όπως ήταν στα νιάτα του έβαζα τους δίσκους ή έπαιρνα τη χρονομηχανή.
Ύστερα έπαιξαν το It ain’t me babe, που με δυσκολία το αναγνώρισα όταν έφτασε στο ρεφρέν αλλά μου άρεσε. ‘Επαιξε και φυσαρμόνικα ο Ντίλαν. Και μετά είχαμε πέντε τραγούδια άγνωστα σε μένα -και στους διπλανούς μου, απ’ όσο μπορώ να κρίνω. Εδώ να πω ότι ενώ έχω λιώσει τους δίσκους του Ντίλαν έως το 1967 (εννοώ, που κυκλοφόρησαν έως το 1967), την υπόλοιπη δισκογραφία του την ξέρω πολύ λιγότερο. Αν ήταν μαζί μου ο Τζι θα βοηθούσε.
Ύστερα από το σερί των αγνώστων, ήρθε το Desolation row, το οποίο είναι έτσι κι αλλιώς μεγάλο (αλλά με καταπληκτικούς στίχους) κι έτσι κράτησε κανα δωδεκάλεπτο στην επαυξημένη βερσιόν, μετά ένα-δυο άγνωστα, κι έπειτα το It’s all over now, baby blue. Πολύ το χάρηκα αλλά ήταν το τελευταίο γνωστό, διότι ακολούθησαν άλλα έξι άγνωστα (σε μένα πάντοτε).
Και μόλις τελείωσε το δέκατο έβδομο τραγούδι (τα μετρούσα) ο Ντίλαν χαιρέτησε, οι μουσικοί υποκλίθηκαν και έφυγαν από τη σκηνή. Φυσικά όλοι σηκωθήκαμε χειροκροτώντας και εκλιπαρώντας για ένα ανκόρ, αλλά ματαίως. Κι έτσι, η συναυλία κράτησε 119 λεπτά με το ρολόι. Δυο ώρες είχαν υποσχεθεί, ένα λεπτό υπολείφθηκαν αλλά να μην το κάνουμε θέμα. Με μια απλή διαίρεση 119:17 βρίσκουμε ότι κατά μέσον όρο κάθε τραγούδι διάρκεσε εφτά λεπτά -σας είπα ότι τα είχαν διασκευάσει προς το μακρόσυρτο, για να ταιριάζουν στη φωνή τού Ντίλαν όπως είναι τώρα.
Φοβόμουν ότι μέχρι να μας ξεκλειδώσουν τα 6500 κινητά από τις θήκες θα περνούσε πολλή ώρα, αλλά είχαν προβλέψει πολλούς ξεκλειδωτές κι έτσι δεν περίμενα καθόλου. Βγαίνοντας έξω, είδα έναν τυπάκο να παίζει στην κιθάρα και να τραγουδάει το Like a rolling stone, ενώ τον περιτριγύριζε πολύς κόσμος και έριχνε κέρματα στη θήκη της κιθάρας. Κάθισα κι εγώ να τον ακούσω, έριξα κι ένα δίευρο. Μόλις τελείωσε τον χειροκροτήσαμε, όλο χαρά που ακούσαμε κάποιο τραγούδι που ξέραμε και που θα θέλαμε να ακούσουμε και από τον κανονικό Ντίλαν. Μετά συστήθηκε, είμαι ο Φράνκι και θα σας παίξω μερικά κλασικά τραγούδια, κι έπαιξε το The times they’re a-changing, και ύστερα το It ain’t me babe, που το έσφαξε ο γενόσημος. Καλύτερα το είχε πει στη συναυλία ο ογδοντατριάχρονος Ντίλαν. Είχε πιάσει και κρύο, έφυγα λοιπόν για το πάρκιν που είχα αφήσει το αμάξι μου, κολλητά στα γαλλικά σύνορα.
Ο Ντίλαν είχε ξαναέρθει στην ίδια αίθουσα το 2017, αλλά τότε ήμουν στην Ελλάδα. O Στάζιμπο βρήκε και μου έστειλε το λινκ της συναυλίας -φαίνεται ότι το 2017 δεν είχε πνεύσει άνεμος ελευθερίας κι έτσι οι θεατές είχαν ανοιχτά τα κινητά τους και κάποιος ηχογράφησε λαθραία τη συναυλία και την ανέβασε.
Οπότε, τα έκλαψα τα λεφτά μου; Όχι. Ήξερα πάνω κάτω τι θα πήγαινα ν΄ακούσω και να δω, δεν είχα δει ποτέ τον Ντίλαν, ας πούμε ότι ξεπλήρωσα ένα χρέος. Και αφού ο άλλος, στα 83 του, δεν έχει βγει στη σύνταξη και το λέει ακόμα η καρδιά του, και αφού αντέχει να έρθει από την άλλη άκρη του κόσμου στο Ες, στα 20 χιλιόμετρα από το σπίτι μου, θα ήταν ντροπή να μην πάω να τον δω.
Συνομήλικος του Ντίλαν είναι ο φίλος μου ο Γιώργος ο Ζεβελάκης, που τον συναντησα τις προάλλες στην Κυψέλη, στην παρουσίαση του βιβλίου του Στρατή Μπουρνάζου. Είχε έρθει από την Παιανία με τα μέσα, λεωφορείο και μετρό και περπάτημα. Πολύ χάρηκα που τον είδα. Ο Ζεβελάκης τυπικά έχει βγει στη σύνταξη αλλά κάνει θαύματα με τα αρχεία του.
Μακάρι, σε δεκαοχτώ χρόνια που θα φτάσω στην ηλικία τους να έχω την αντοχή και τη διαύγειά τους. Αν ναι, θα τηλεφωνήσω τότε του Ζεβελάκη να του το πω να γελάσει.
Νίκος Σαραντάκος