Πρόκειται για ναό που προηγουμένως ήταν πύργος (ή, ακριβέστερα, πύργος με ναό στο ισόγειο).
Ο ναός φέρει το όνομα του προστάτη του χωριού. Βρίσκεται δίπλα στο δέλτα που σχηματίζει ο Ασωπός Ποταμός με τον παραπόταμό του Λάρη (Θερμόδοντα). Η παράδοση θέλει τον Αγιο Θωμά να μην επιτρέπει στην πανώλη να περάσει το ποτάμι και οι κάτοικοι τον τίμησαν με το όνομα του χωριού. Ακριβώς απέναντι και δυτικά στο λόφο βρίσκεται η αρχαία Τανάγρα.
Ιστορία
Η ιστορία του μνημείου, εν συντομία, έχει ως εξής:
Αρχικά ήταν πρωτοχριστιανική βασιλική της μεσοβυζαντινής περιόδου (12ος αιώνας). Επί Φραγκοκρατίας, τον 14ο αιώνα, προστέθηκαν όροφοι πάνω από την εκκλησία και μετατράπηκε σε πύργο. Επί Τουρκοκρατίας παρέμεινε πύργος.
Στις αρχές του 20ου αιώνα γκρεμίστηκε το επάνω μέρος και έμεινε μόνο η εκκλησία. Τότε κατασκευάσθηκε ξανά και ο τρούλος.
Σημειωτέον ότι ο ναός επί Φραγκοκρατίας παρέμεινε σε χρήση ενσωματωμένος στο φράγκικο κτίσμα. Σε αυτήν τη μορφή τον είχε δει και ο Βρετανός περιηγητής Leake στις αρχές του 19ου αιώνα ο οποίος περιέγραψε ολόκληρο τον φράγκικο πύργο, αλλά θεώρησε εσφαλμένα ότι η εκκλησία ήταν μεταγενέστερη προσθήκη.
Μέχρι το 1900 περίπου το μνημείο διατηρούσε την μορφή πύργου, ενώ τη σημερινή του μορφή πρέπει να απέκτησε μεταξύ 1900 και 1930, όταν αφαιρέθηκε σημαντικό τμήμα του με σκοπό το υλικό της κατεδάφισης να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Στην τοιχοποιία του ναού χρησιμοποιήθηκαν αρκετά αρχιτεκτονικά μέλη από αρχαία κτίρια της γειτονικής Τανάγρας, ενώ έχουν διατηρηθεί και πολλά βυζαντινά γλυπτά μεταξύ των οποίων και ένα με παράσταση ανατολικής επίδρασης.
Η ιδιομορφία του μνημείου είναι ότι σήμερα εξωτερικά έχει κυβική μορφή με σχεδόν επίπεδη στέγη και μικρό προεξέχοντα τρούλο. Η αρχική μορφή του ναού υποδηλώνεται από τα ίχνη των στεγών, εμφανή κυρίως στην δυτική και ανατολική πλευρά
Ο ναός ανήκει στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους απλούς δικιόνιους με τρούλλο, με ευρύτερη χρονολόγηση στον 12ο αιώνα , ο οποίος πιθανότατα κατασκευάστηκε στη θέση παλαιοχριστιανικού. Η κάτοψη του είναι σχεδόν τετραγωνική (7.88μ✖7.76μ) και η στέγαση των ανατολικών διαμερισμάτων γίνεται με ημικυλινδρικούς θόλους, ενώ των δυτικών με χαμηλωμένα φουρνικά. Ο χώρος του ιερού περιλαμβάνει τρεις προεξέχουσες ημιεξαγωνικές κόγχες, εκ των οποίων η μεσαία φωτίζεται με δίλοβο παράθυρο με μαρμάρινο κιονίσκο, και οι άλλες δύο με μικρότερα μονόλοβα παράθυρα. Η κεντρική είσοδος του ναού , σήμερα μεταποιημένη, διαμορφωνόταν με πεταλόμορφο τόξο, ενώ στην βόρεια και νότια πλευρά ανοίγεται από ένα μεγάλο τοξωτό παράθυρο με τούβλινο πλαίσιο.
Εξωτερικά , αριστερά της εισόδου βρίσκεται εντοιχισμένη αρχαία διδιάλεκτη επιγραφή (στη βοιωτική και στη δωρική διάλεκτο) χαραγμένη σε μαύρο μάρμαρο και προερχόμενη από άγαλμα, με την υπογραφή ΚΑΦΙΣΙΑΣ ΕΠΟΕΙΣΕ. Στη νότια πλευρά εμφανίζεται, κλεισμένο σήμερα, δίλοβο πώρινο παράθυρο τοποθετημένο σε μεγάλο ύψος. Το μεσοβυζαντινό τέμπλο έχει αντικατασταθεί με κτιστό εποχής Τουρκοκρατίας, με τοιχογραφίες των αρχών του αιώνα οι οποίες είναι και οι μοναδικές του ναού. Τμήματα του αρχικού τέμπλου (κιονίσκοι, κοσμήτης) σώζονταν διάσπαρτα μέχρι πρότινος στον χώρο του ναού και του προαυλίου.
Η τοιχοποιία του ναού είναι μικτή με χρήση κανονικών σπολίων στη βάση και τις γωνίες, και πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής (χαρακτηριστικό της μεσοβυζαντινής περιόδου) πιο πάνω.
Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο: Ιούλιος 2016