Ο Κόσμος, είναι αιωνία, λογική, έμψυχος και ζώσα ύλη, η οποία, απλώς, αυτοαναπλάθεται περιοδικώς δι’ Εκπυρώσεων. Τα πάντα είναι ενσώματα, τίποτε από όσα υπάρχουν δεν είναι ασώματον, στο δε εσωτερικό του Κόσμου δεν υπάρχει θέση για κανένα κενό, παρά το ότι ο ίδιος βρίσκεται μέσα σε ένα ατελείωτο κενό (στην στωϊκή ακριβολογία, ο όρος «Σύμπαν» ή «Πάν» υποδηλώνει το σύνολο του Κόσμου και του περιβάλλοντος κενού, ενώ ο όρος «Όλον» υποδηλώνει μόνον τον Κόσμο δίχως το κενό).
Πραγματικά είναι μόνον τα σώματα, ό, τι δηλαδεί μπορεί να ενεργεί ή πάσχει. Ενσώματος είναι και ο Λόγος – Θεός («το αμέσως Θείον»), όπως ενσώματες και έμψυχες είναι και οι «Αρετές», τα «Πάθη», η «Σοφία», οι ενέργειες, οι δονήσεις, οι λέξεις, ακόμη και οι κινήσεις του φαντασιακού (καθώς υφίσταται άμεση σύνδεση του τελευταίου με τον ενδιάθετο λόγο).
Η γλώσσα, αυτομάτως «εικονοποιεί» και δίνει ύπαρξη σε ό,τι εκφράζει, ακόμη κι αν αυτό δεν είναι άμεσα προσιτό στις αισθήσεις. Το σύνολο των εμπεριεχομένων στον Κόσμο νοούνται ως «το εμμέσως Θείον».
(Από το βιβλίο του Βλάση Γ. Ρασσιά: «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήναι 2001, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη»)