Αμπελι, τρύγος, οίνος στην αρχαιότητα

Η περίφημη ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΤΡΥΓΟΥ που σκαλίζει ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα* από την «Ιλιάδα» του Ομήρου,
μας λέει στην Ραψωδία Σ’ :

Αμπέλι μέγα έβαλεν αλλού καρπόν γεμάτο,
καλό, χρυσό κι εμαύριζαν ολούθε τα σταφύλια·
τα κλήματ’ ήσαν σ’ αργυρά σταλίκια στυλωμένα.
Και λάκκον από χάλυβα και κασσιτέρου φράκτην
έσυρε γύρω· και άνοιξε στην άκρην μονοπάτι
για να περνούν όταν τρυγάν το αμπέλι, οι καρποφόροι.
Κι αγόρια, κόρες λυγερές, αμέριμνα στην γνώμην
εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια.
Γλυκιάν κιθάραν έπαιζε στην μέση τους αγόρι
και με την λυγερή φωνή τον λίνον τραγουδούσε 570
μελωδικά, και όλοι μαζί τριγύρω του εσκιρτούσαν
και τις φωνές τους έσμιγαν με το γλυκό τραγούδι.

Μα και ο Ησίοδος στα ”Έργα και Ημέραι” του, δίνει για τον τρύγο τις εξής συμβουλές:
«Όταν μαζέψεις τα σταφύλια, πήγαινέ τα στο σπίτι σου. Άφησέ τα στον ήλιο πέντε ημέρες και την έκτη κλείσε μέσα σε δοχεία τα δώρα του Βάκχου». (στίχοι 610 και εξής).
Και συνεχίζει τις συμβουλές του στον αδελφό του : «όταν πιά δείς να βυθίζονται (στον ορίζοντα) οι πλειάδες και οι νάδες και ο γίγαντας Ωρίωνας, τότε καιρός να θυμηθείς πως ήρθε πάλι η εποχή για το όργωμα και πως ο σπόρος κάτω από τη γη πρέπει να βρεί θέση». (Ο Βοηδρομιών είναι μήνας της σοδειάς, αλλά και της σποράς για τον άλλο χρόνο).
.
Ο τρύγος παράγεται από το αρχαίο ρήμα τρυγάω-τρυγώ, που το χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ο Ομηρος. Αυτό συγγενεύει με το τρύω: συνθλίβω, ξεζουμίζω τα σταφύλια.

Στην Οδύσσεια (ραψωδία Ι στ.5-11) διαβάζουμε μερικούς από τους στίχους τους ωραιότερους για ένα συμπόσιο:
«Πιο χαριτωμένη ζωή εγώ δεν ξέρω και άλλη παρά μόνον όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζει και στα παλάτια οι σύδειπνοι (συνδαιτυμόνες) αράδα καθισμένοι ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια εμπρός τους γεμάτα κρέας και ψωμί και ο κεραστής σαν παίρνει από το κροντήρι το κρασί και χύνει στα ποτήρια. Στον κόσμο λογιάζω πως αυτό είναι το ομορφότερο».

Σε άλλο σημείο της Οδύσσειας (Ι, 347-370), ο Όμηρος παρουσιάζει τον πολυμήχανο Οδυσσέα που εγκλωβίστηκε στη σπηλιά του Πολύφημου, να μεθάει τον Κύκλωπα τον μονόφθαλμο με καλόγευστο και κατάγλυκο κρασί:

  • Τότες εγώ τον Κύκλωπα σιμώνω και του κρένω με ένα καρδάρι ολόγεμο μαύρο κρασί στα χέρια. «Να πάρε, πιες ω Κύκλωπα που τρως ανθρώπου κρέας, να ιδείς πιοτό που φύλαγα κρυμμένο στο καράβι, σου το φερα για τάξιμο, ίσως και δείξεις σπλάχνα και πίσω στείλεις με, μα εσύ λυσσάς και δε χορταίνεις». Είπα και εκείνος με όρεξη το παίρνει και το πίνει και τόσο το γλυκάθηκε και δεύτερο γυρεύει. «Φέρε μου κι άλλο πρόθυμα, πες μου και το όνομά σου, να σου φιλέψω δώρο εγώ που να το καμαρώνεις. Δίνει και εδώ στους Κύκλωπες η πλούσια γη σταφύλια, ζουμί γεμάτα που η βροχή του Δία ωριμάζει».

Οι ήρωες του Ομήρου, τόσο οι Αχαιοί όσο και οι Τρώες, έπιναν οίνο μόνο από τους κρατήρες, δηλαδή κεκραμένον, συγκερασμένον με νερό για να μη μεθάνε και επιπλέον άκρατον οίνον χρησιμοποιούσαν στις σπονδές προς τους θεούς.
Η νεοελληνική λέξη κρασί προήλθε απ’ το ρήμα κεράννυμι = αναμειγνύω, ανακατεύω. Κατά τις συνεστιάσεις ο οινοχόος ανακάτευε, συνεκεράνυε μεθ’ ύδατος τον οίνον, τον οποίον σπάνια έπιναν άκρατον. Από εδώ και η λέξη κρασί.

Ο ποιητής Σιμωνίδης ο Κείος, κατέταξε τις ιδιότητες κάθε ποικιλίας κρασιού ανάλογα με την επίδρασή τους στην υγεία:
Τα λευκά κρασιά είναι χωνευτικά, αλλά «την κεφαλήν διάπυρον», δηλαδή φέρνουν έξαψη. Τα μαύρα ξηρά τα έβρισκε θρεπτικά και τα μαύρα γλυκά κρασιά ακόμα πιο θρεπτικά. Ο Αριστοτέλης έλεγε, ότι όσοι μεθούν με κρασί πέφτουν μπρούμυτα! Γιατί το κρασί βαραίνει το κεφάλι.

Οι Χιώτες ήταν οι καλύτεροι αμπελουργοί της αρχαιότητας μια και σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία τους δίδαξε την καλλιέργεια της αμπέλου πρώτος στην Ελλάδα ο ίδιος ο Διόνυσος με το γιο του τον Οινοπίωνα που έφεραν και δώρισαν την άμπελο στους Έλληνες.
Άλλη εκδοχή είναι αυτή που θέλει την εισαγωγή του κρασιού στη χώρα μας από την ξηρά και μάλιστα από τη Θράκη, άλλη, πιό πειστική, από τη θάλασσα και συγκεκριμένα ή από την Κρήτη ή από τα Μικρασιατικά παράλια με πρώτους εισαγωγείς τους Πελασγούς.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ξεχώριζαν τον οίνο μόνο σε παλαιό και νέο, αλλά και σε λευκό, μέλανα, κιρρόν (ξανθόν), και ερυθρόν, και σε γλυκύν και αυστηρόν, σε λεπτόν και παχύν, ευώδη και ουχί ευώδη, αλλά και σε αδύνατο, μέτριο και δυνατόν. Οίνο κατασκεύαζαν όχι μόνο από σταφύλια, αλλά και από σταφίδες (αποξηραμένα σταφύλια), και από άλλα προϊόντα όπως σύκα, ρόδια, μήλα, απίδια, κυδώνια, φοίνικες. Επίσης, κατανάλωναν αρωματισμένους οίνους με προσθήκη ρητίνης, πίσσας, ίων, ρόδων, αλλά και ανακατεμένους με αλάτι ή θαλάσσιο ύδωρ (τεθαλασσωμένους) καθώς και ανακατεμένους με κρίθινο αλεύρι και τριμμένο τυρί (κυκεώνας), και παρασκεύαζαν σταφιδίτη οίνο (από σταφίδες), και σίραιον οίνο τον οποίο βράζουν και παίρνουν το σίραιον (πετιμέζι).

Οι Έλληνες εισήγαγαν και τον όρο «ανθοσμία» (δηλαδή bouquet), που αφορά την προτιμώμενη οινώδη οσμή των παλαιοτέρων οίνων, όπως ο σαπρίας.
Οι πρόγονοι υποψιαζόταν και την ύπαρξη οινοπνεύματος στον οίνο, παρατηρώντας κάποια εύφλεκτη ουσία σε αυτόν, χωρίς να καταφέρουν να την απομονώσουν. Ο Αριστοτέλης στα μετεωρολογικά του αναφέρει ότι ο οίνος περιέχει «ελαφράν τινά ατμίδα», γι’ αυτό και αναφλέγεται.

Κατά τον Αρτεμίδωρον, η κατανάλωση καλού κρασιού και σε μικρή ποσότητα στα όνειρα έχει θετική ερμηνεία.
Έτσι και στην Ελλάδα η έκθλιψη ή εκχύμωση των σταφυλιών γίνεται ή με τα χέρια χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα δάχτυλα, αλλά και τους πήχεις και τους αγκώνες, αφού πρώτα αφαιρούσαν τους βοστρύχους (κοτσάνια), οπότε το γλεύκος που παραγόταν μ’ αυτόν τον τρόπο, και λεγόταν κάρμα, ήταν ανώτερης ποιότητας και λαμβανόταν ο εκλεκτότερος οίνος, γιατί οι πατημένοι και σπασμένοι βόστρυχοι προσδίνουν χορτώδη γεύση στον παραγόμενο οίνο και υποβαθμίζουν την ποιότητά του, ή με τα πόδια σε ληνούς (πατητήρια). Αυτός ο τρόπος εκχύμωσης, βασισμένος στη μυϊκή δύναμη του ανθρώπου – τροφοσυλλέκτη, διαρκεί επί αιώνες, και μόνο στους νεώτερους χρόνους χρησιμοποιήθηκαν τα μηχανικά πιεστήρια.

Για την έκθλιψη – αποβοστρύχωση των σταφυλιών χρησιμοποιούσαν «σουρωτήρια», δηλαδή πήλινους ηθμούς ή πλεγμένα σχοινιά ή ρηχά πανέρια από λυγαριά, που τοποθετούσαν πάνω σε λεκάνες, κάδες, δεξαμενές, και μέσα σε αυτά χώριζαν τις ράγες από τους βοστρύχους και τις έθλιβαν με τα χέρια. Καθώς έσπαζε ο φλοιός των ραγών, ο χυμός που έρρεε περνούσε από τις οπές στο χώρο υποδοχής – συλλογής, και έτσι διαχωριζόταν από τα στερεά υπολείμματα των σταφυλιών. Αν όμως οι οπές ήταν μεγάλες, τότε περνούσαν μαζί με το χυμό και οι σπασμένες ράγες, και τότε ο παραγόμενος οίνος προερχόταν από γλεύκος εμπλουτισμένο κατά την ζύμωση με χρωστικές, αρώματα, και άλλα συστατικά των στερεών μερών της ράγας και του φλοιού της.

*Η ασπίδα του Αχιλλέα

Κείμενο (απόσπασμα):Ι. Θ. Κακριδής

Όταν ο Αχιλλέας, παραμερίζοντας το θυμό του, αποφασίζει να βγει ξανά στη μάχη και να σκοτώσει τον Έχτορα, για να εκδικηθεί ιό θάνατο του Πάτροκλου, βρίσκεται δίχως όπλα. Γιατί την αρματωσιά του την είχε φορέσει ο φίλος του, και τώρα έχει πέσει κούρσος στα χέρια του με­γάλου αντίμαχου. Τα καινούργια άρματα που χρειάζονται στον Αχιλλέα θ’ αναγκαστεί η μητέρα του η Θέτιδα να ανεβεί στον Όλυμπο και να παρακαλέσει τον Ήφαιστο να του τα μαστορέψει.

Ο θεός, που δεν ξεχνάει πόση καλοσύνη του είχε δείξει η Θέτιδα σε χρόνια πιο παλιά, είναι πρόθυμος να πάρει πάνω του τον κόπο να φτιάξει την καινούργια πανοπλία. Αφήνει λοιπόν τη γυναίκα του να της κρατάει στο μεταξύ συντροφιά, κι αυτός κλείνεται στο εργαστήρι του, ανάβει τα καμίνια του και στρώνεται στη δουλειά.

Η ασπίδα είναι στρογγυλή κι η εξωτερική της επιφάνεια θα σκεπαστεί ολόκληρη με εικόνες από χρυσάφι, ασήμι, καλάι και άλλα πολύτιμα ολικά, καταταγμένες σε πέντε ομόκεντρους κύκλους. Στο μεσαίο ο Ήφαιστος «βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω, βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ’ ολόγιομο φεγγάρι, κι’ όλα τ’ αστέρια, ως στεφανώνουνε τον ουρανό…»

*Πηγή: eranistis.net

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *