Το 1934, το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε στον Λουίτζι Πιραντέλο. Στην πατρίδα του βρισκόταν στην εξουσία ο Μουσολίνι και, όταν το 1934 ο μεγάλος δραματουργός πέθανε, ο δικτάτορας της Ιταλίας σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τη φήμη του νεκρού, ζήτησε να του γίνει μια «μεγαλοπρεπής φασιστική κηδεία». Δυστυχώς όμως για εκείνον ο ίδιος ο Πιραντέλο είχε ζητήσει να ταφεί φτωχικά, το σώμα του να καεί και η στάχτη του να ταφεί σε έναν βράχο στην πατρίδα του, τη Σικελία. Η επιθυμία του ικανοποιήθηκε κατά το ήμισυ καθώς το σώμα του κάηκε αλλά η τεφροδόχος με την τέφρα του τοποθετήθηκε σε νεκροταφείο στη Ρώμη.
Πέρασαν 10 χρόνια. Στο μεταξύ ξέσπασε ο πόλεμος, η Ιταλία ηττήθηκε και ο Μουσολίνι συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους παρτιζάνους. Ενώ η χώρα προσπαθεί να ορθοποδήσει, φθάνει στη Ρώμη ένας δημοτικός υπάλληλος από τον Δήμο Αγκριτζέντο της Σικελίας και ζητά από τον δήμαρχο της πρωτεύουσας να επιτρέψει να μεταφέρει την τέφρα του Πιραντέλο στην πατρίδα του για να ταφεί σύμφωνα με την επιθυμία του. Από τη στιγμή που παραλαμβάνεται η τεφροδόχος ξεκινά μια μικρή οδύσσεια. Φορτώνεται σε αεροπλάνο αλλά ξεφορτώνεται όταν οι δεισιδαίμονες συνταξιδιώτες αντιδρούν. Κατά τη μεταφορά με το τρένο χάνεται μέσα στα βαγόνια. Όταν φτάνει στη Σικελία, ο παπάς αναρωτιέται, πως θα ευλογήσει έναν αμφορέα! Ο οποίος τοποθετείται μέσα σε φέρετρο για ξεπεραστεί το εκκλησιαστικό πρόβλημα. Μόνο που το φέρετρο είναι παιδικό! Τελικά παρά τις δυσκολίες η τεφροδόχος τοποθετείται στη σχισμή ενός βράχου εκπληρώνοντας έτσι την τελευταία επιθυμία του Λουίτζι Πιραντέλο.