Ο λυχνίτης Πάρου, ήταν το πολυτιμότερο – και διασημότερο- μάρμαρο της αρχαιότητας, και έμεινε στην ιστορία ως «Παρία Λίθος». Κύρια χαρακτηριστικά του είναι το κατάλευκο χρώμα του και η διαφάνειά του, καθώς επιτρέπει στο φως να διεισδύει μέχρι και 25 χιλιοστά. Εμβληματικά έργα γλυπτικής/ αγαλματοποιΐας, αλλά και αρχιτεκτονικής, σμιλεύτηκαν από αυτό, από τον 7ο αιώνα πΧ μέχρι και τον 3ο αιώνα μΧ. Όσον αφορά στο όνομά του, προέρχεται από το λυχνάρι, καθώς η εξόρυξή του γινόταν υπογείως, με φωτισμό από λυχνάρια.
Πολλά ήταν τα λατομεία στην Πάρο όπου εξορυσσόταν το πολύτιμο μάρμαρο- τα περισσότερα ήταν στον ορεινό όγκο των Αγίων Πάντων (κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός ως Μάρπησσα). Μεταξύ των κύριων λατομείων στα οποία εξορυσσόταν ήταν τα υπόγεια λατομεία των Νυμφών και του Πανός στο Μαράθι- η στοά των Νυμφών ιδιαίτερα είναι γνωστή για το ανάγλυφο στην είσοδό της, από τον 4ο αιώνα πΧ- αφιέρωμα του Αδάμαντα από τη Θράκη στις Νύμφες. Αξίζει να σημειωθεί πως άλλα σημαντικά λατομεία της αρχαιότητας βρίσκονταν στους Λάκκους, τις Σπηλιές και τα Θαψανά (αν και αυτά ήταν επιφανειακά).
Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί πως χωρίς το ελληνικό μάρμαρο η αρχαία ελληνική τέχνη δεν θα είχε τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα: Η λίθος που «μαρμαίρει» (λαμπυρίζει στον ήλιο) έχει μια διαχρονική πορεία όχι μόνο στην ελληνική, μα και στην παγκόσμια τέχνη, καθώς αποτέλεσε το υλικό από το οποίο φτιάχτηκαν κάποια από τα σημαντικότερα έργα τέχνης της ιστορίας.