Τρεις μικρές ιστορίες
Ο μπάρμπα – Γκίκας
Όταν ήμουν στη Γαλάτ’στα, περνούσε κάθε πρωί μπροστά από το σπίτι ο μπάρμπα Γκίκας με το γαϊδούρι τ’. Και τραγουδούσε τούρκικα. Πεταγόμουνα έξω να τον ακούσω. Κι όλοι. Όσοι μάζευαν καπνά σκυμμένοι, έτσι, ανασηκωνόντουσαν κι έμεναν μάρμαρο, να ακούνε το τραγούδ’. Πολλή ώρα, όσο να περάσει ο μπάρμπας πέρα.
*
Η σύναξη των γερόντων
Στα Δουμπιά το σπίτι μας ήταν κομμάτι ενός μεγάλου Τούρκικου. Δηλαδή, όταν έφυγαν οι Τούρκοι το μοιράστηκαν κάμποσες οικογένειες, δικοί μας. Είχε μια μεγάλη εσωτερική αυλή, με δέντρα κι ένα πηγάδι. Εκειδά στο πηγάδι γύρω, κάθε πρωί κατά τις δέκα μαζευόντουσαν πεντέξι γεροντάκια, μ’ ένα τόσο δα τσιπουράκι ή και χωρίς. Κι άρχιζαν να τραγουδάνε. Άρχιζαν με δημοτικά, μετά επειδή κάποιοι ήταν και ψαλτάδες έριχναν και μερικά τροπάρια. Έλεγαν και πολλά τούρκικα. Μια μέρα ένας παππούς με κυνήγησε με τη μαγκούρα, δεν ξέρω γιατί. Από τότε βρήκα κι εγώ άλλο κόλπο. Ήταν μια μεγάλη τριανταφυλλιά στον τοίχο, ανέβαινα εκεί πάνω χωρίς να με δούνε, μικρό παιδάκι ήμουνα, μια σταλιά, και τους άκουγα κρυφά. Τρελαινόμουνα να τους ακούω.
*
Στρώσε το στρώμα σου για δυο
Η μάνα μ’ μ’ έστειλε στο μπακάλικο του χωριού να της ψωνίζω. Μικρός ήμαν, έξι εφτά χρονών, χάζεψα και λίγο στην πλατεία κι όταν πήρα το δρόμο για το σπίτι άρχιζε να σουρουπώνει. Ξάφνου ακούω τραγούδι από παραδίπλα, στρίβω να δω τι είναι και βλέπω δυο παιδιά του χωριού μεγάλα να περπατάνε και να τραγουδάνε ένα που δεν το είχα ξανακούσει κι έλεγε «στρώσε το στρώμα σου για δυο, για σένα και για μένα…» Μαγεύτηκα και τους ακολούθησα, αυτοί μπροστά, εγώ ξοπίσω με δυο σακούλες στα χέρια, να περπατάω ήσυχα, μη με καταλάβουν και σταματήσουν… Και τα παράθυρα από τα σπίτια άνοιγαν, οι γυναίκες κοιτούσαν ξαφνιασμένες κι έλεγαν «μπράβο παιδούδια μ’, μπράβο σας!» και δεν έκλειναν ξανά, μέχρι να περάσουν οι δυο τραγουδιστές πέρα – κι εγώ ξοπίσω, ουρά τους. Τότε δεν είχαμε ραδιόφωνα στο χωριό, τα μόνα τραγούδια που είχα ακούσει ήταν τα δημοτικά.
Όταν έφτασα κάποτε στο σπίτι, μετά βίας γλίτωσα το καταχέρισμα, μάλλον γιατί φαινόμουν ακόμα αλλοπαρμένος και η μάνα μπερδεύτηκε. Ρώτησε μετά να μάθει ποιοι ήταν αυτοί οι νεαροί τραγουδιστάδες και της είπα. Ο Θανάσης ο Ακριβόπουλος και ο Μανώλης ο Μητσιάς.
(Την ιστορία, όπως και τις δύο προηγούμενες, μου την αφηγήθηκε ο μικρός ακόλουθος των τραγουδιστών. Πρέπει να συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ίσως λίγο πριν τη Χούντα. Το χωριό ήταν τα Δουμπιά της Χαλκιδικής και ο ένας από τους δυο τραγουδιστές ο νεαρός Μανώλης Μητσιάς, αυτός που γνωρίζουμε)