Το μόνο που ζει είναι η αγάπη!
1951, παιδιά που απήχθησαν στον Εμφύλιο, επιστρέφουν από τις Λαϊκές Δημοκρατίες των Βαλκανίων στην Θεσσαλονίκη και ξαναβρίσκουν τη μάνα τους ή όποιον απέμεινε από την οικογένειά τους, μέσω του Ερυθρού Σταυρού.
ΑΥΤΕΣ είναι μερικές από τις πιο συγκινητικές φωτογραφίες που έχω δει στη ζωή μου. Κι έχω δει πολλές- λόγω επαγγέλματος. Είναι του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, τραβηγμένες πέριξ του 1951 οι περισσότερες, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, όταν επιστράφηκαν στους γονείς τους τα παιδιά που είχαν μεταφερθεί από τους αντάρτες, βιαίως τα περισσότερα, στις χώρες του Ανατολικού μπλοκ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίο
Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «παιδομάζωμα», πόσω μάλλον τη λέξη «παιδοσώσιμο», που χρησιμοποίησαν κατά κόρον τα αντίπαλα μέρη, αν και διαβάζοντας το βιβλίο της Μαρίας Φαφαλιού «Κορίτσια σε περίκλειστους χώρους, Μαρτυρίες 1942 – 1952» εκδ. Αλεξάνδρεια, που μόλις κυκλοφόρησε με πλήθος ετερόκλητων, διασταυρούμενων πηγών, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτά τα παιδιά και σώθηκαν και απήχθησαν -κυρίως όμως χρησιμοποιήθηκαν για λόγους πολιτικούς κι αυτό είναι περίπου εγκληματικό, αν όχι έγκλημα.
Οι ερανισμένες μαρτυρίες στο βιβλίο της Φαφαλιού είναι συγκλονιστικές. Μιλούν για ποικίλες εξορίες (στα ελληνικά ξερονήσια κυρίως και στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης), ένα μέρος τους όμως αφορά στα παιδιά που μεταφέρθηκαν με κάρα ή με τα πόδια, από τη Θράκη, τον Έβρο, τη Μακεδονία και αλλού, στις λαϊκές δημοκρατίες, τη Βουλγαρία, την Ρουμανία, το Βελιγράδι, την Πολωνία, στο ουγγρικό χωριό που αργότερα θα ονομαζόταν Μπελλογιάννης, για να αποκτήσουν κομμουνιστική συνείδηση και βεβαίως να σωθούν.
Όταν τέλειωσε ο Εμφύλιος, ο Ερυθρός Σταυρός και ο ΟΗΕ μεσολάβησαν ώστε όσα παιδιά δεν είχαν εντελώς απολησμονηθεί στις νέες χώρες και ήθελαν, να επιστρέψουν στις οικογένειές τους -που οι περισσότερες ήταν ξεκληρισμένες από τον πόλεμο- συνήθως χήρες μόνες. Από τα περίπου 25.000 παιδιά που είχαν απαχθεί, επέστρεψαν γύρω στα 5.000.
Αυτές είναι οι εικόνες από τη στιγμή που συναντιούνται ξανά, μετά από 3, 4, ακόμη και 5 χρόνια εξορίας. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει κι αλλάξει, σοβαρά, βιαίως ενηλικιωμένα. Οι γυναίκες είναι όλες στα μαύρα, οι άντρες αξύριστοι, με βαθουλωμένα μάγουλα. Κρατάνε όλοι ένα χαρτάκι, με το όνομα και ίσως τον αριθμό τους (τα παιδιά δεν είχαν ταυτότητες).
Η στιγμή της αναγνώρισης έχει όλο το τραγικό μέγεθος ανάλογων στιγμών στον Ευριπίδη- κι ακόμη μεγαλύτερο, διότι εδώ είναι αληθινή ζωή. Από τη κραυγή του αγαπημένου ονόματος ως το δειλό κούρνιασμα στο στήθος της μητέρας, από το τρέξιμο ως τα κομένα γόνατα, από τη διάπλατη αγκαλιά ως το τρυφερό χάδι του σβέρκου, η χαρά που ξεσπάει σαν άγριο κύμα στη κοιλιά λύνεται σε δάκρυα αγαλλίασης, για όλους, μηδενός εξαιρουμένου. Ακόμη κι οι νοσοκόμες κλαίνε βλέποντας το πιο ωραίο θέαμα του κόσμου: τα παιδιά να ξαναβρίσκουν τη μάνα τους· τον αρχαίο δεσμό να αποκαθίσταται.
Υπάρχει ένα ποίημα του Μπρεχτ που εγκωμιάζει τη λησμονιά γιατί χωρίς αυτή το παιδί δεν θα μπορούσε να απογαλακτιστεί από τη μάνα. Θα με κάλυπτε, αν το παιδί δεν αποζητούσε μετά άλλους σάπιους «πατερούληδες». Αυτός που χωρίζει τη μάνα απ’ το παιδί για να δυναμώσει ένα κόμμα, εκτός από κτηνώδης είναι και άκυρος. Ο δεσμός του αίματος είναι απαραβίαστος και ανίκητος αφότου έλαμψε το φως του ήλιου. Αυτά τα ντοκουμέντα που δημοσιεύουμε σήμερα είναι η πιο θερμή απόδειξη ότι οι ιδεολογίες που εναντιώνονται στη φύση του ανθρώπου, απλώς πεθαίνουν.
Το μόνο που ζει είναι η αγάπη. Δεν είναι σχήμα λόγου.
Το μόνο που ζει είναι η αγάπη. Δεν είναι σχήμα λόγου.
Πολύ ζωηρά θυμάμαι ακόμη και σήμερα τρεις αποστολές παιδιών που σταμάτησαν στο χωριό μας και έμειναν, για να κοιμηθούν σε διάφορα σπίτια του χωριού. Η μια αποστολή είπαν ότι είχε παιδιά από τη Θεσσαλία και η δεύτερη από την περιοχή της Κοζάνης. Η τρίτη, και τελευταία, αποστολή που έμεινε στο χωριό μας όμως ήταν εκείνη που έχει μείνει πολύ ζωηρά στη μνήμη μου. Ήταν παιδάκια κυρίως από την Ήπειρο. Νομίζω ότι ήταν Μάρτιος μήνας. Εκείνες τις ημέρες έκανε φοβερό κρύο και φυσούσε δυνατός παγωμένος αέρας, όταν έφεραν τα παιδιά στο χωριό μας και τα μοίρασαν στα σπίτια να κοιμηθούν.
Την επόμενη ημέρα οι συνοδοί των παιδιών διέταξαν τους κατοίκους του χωριού μας, του Αγίου Δημητριού, να φέρουν όλα τα ζώα τους -γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα— στο κέντρο του χωριού. Ακόμη τους είπαν να φέρουν και ό,τι μεγάλα κοφίνια είχαν. Αυτά που χρησιμοποιούσαμε για τη μεταφορά των σταφυλιών από τα αμπέλια, για να κάνουμε μούστο. Στα κοφίνια έβαζαν δύο-δύο και τρία-τρία τα μικρά παιδάκια που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Οι μανάδες τους, που τα είχαν φέρει έως εκεί, δεν ήταν δυνατόν να τα μεταφέρουν πια στην αγκαλιά τους ή στον ώμο τους, αφού επρόκειτο να μπουν στην Αλβανία και έπρεπε να τα αποχωρισθούν.
Τα περισσότερα παιδάκια έκλαιγαν σπαρακτικά και προσπαθούσαν να βγουν από τα κοφίνια και να κατέβουν από τα ζώα. Οι μανάδες των παιδιών έκλαιγαν και τραβούσαν τα μαλλιά τους. Πολλά από αυτά ήταν τόσο μικρά, που πρέπει να τα θήλαζαν ακόμη οι μητέρες τους. Καθώς η πομπή ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, οι συνοδοί ξεχώρισαν τις μητέρες των παιδιών που είχαν έρθει έως εκεί και τις έσπρωχναν για να φύγουν. Αρκετές από αυτές άρχισαν να κλαίνε γοερά, να τραβούν τα μαλλιά τους και να φωνάζουν τα ονόματα των παιδιών τους. Οι αντάρτες από τη δική τους μεριά φώναζαν και αυτοί. Βλαστημούσαν και απειλούσαν τις μανάδες να πάψουν να τους ακολουθούν. Εμείς παρακολουθούσαμε από το σπίτι μας τις τραγικές εκείνες σκηνές που συνέβαιναν λίγα μέτρα πιο εκεί.
Σε κάποια στιγμή αναχώρησε η φάλαγγα των ζώων, με τα παιδάκια φορτωμένα στα κοφίνια και τα μεγαλύτερα παιδιά να ακολουθούν με τα πόδια, με κατεύθυνση τα αλβανικά σύνορα. Μάθαμε όμως ότι για κάποιο λόγο αναγκάσθηκαν να παραμείνουν κρυμμένα κοντά στα σύνορα για τρία ολόκληρα μερόνυκτα. Στο χωριό μας κυκλοφόρησε τότε η φήμη ότι κάμποσα από τα μικρά παιδάκια πέθαναν από το κρύο.Θυμάμαι ότι εκείνη την περίοδο η μητέρα μου είχε γίνει πολύ ανήσυχη. Δεν μας άφηνε καθόλου με τον αδελφό μου να απομακρυνόμαστε από το σπίτι.
Ειρήνη Δαμοπούλου, στο Ιωάννης Μπουγάς, Η φωνή της Ειρήνης.
Από το χωριό μάς κυνήγησαν στις 15.3.1948. Με πολύ μεγάλη δυσκολία οι αντάρτες μπόρεσαν να μας γλιτώσουν τη βραδιά εκείνη, γιατί γινότανε μεγάλη μάχη. Ένα μέρος των ανταρτών δίνανε μάχη με τους φασίστεςκαι τους Μάυδες που βρισκότανε στο σχολείο και στην εκκλησία. Κι ένα άλλο μέρος των ανταρτών βγάζανε τα παιδιά κυριολεκτικά μέσα από τη φωτιά, γιατί καιγότανε πολλά σπίτια. Κυριολεκτικά, μας γλιτώσανε από τη φωτιά. Οι αντάρτες μπορέσανε να μας βάλουνε στα κάρα και με μεγάλη δυσκολία να μας απομακρύνουνε, αλλά δυστυχώς είχαμε και θύμα. Στο κάρο που ήμουνα εγώ, σκοτώθηκε η θεία μου Μόρφω Χατζήπαπα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της, δύο χρονών περίπου, τον Παναγιώτη, τυλιγμένο με μια κουβερτούλα. Είχε τραυματιστεί σοβαρά και ο εξάδερφός μου Λάμπρος Χατζήπαπας. Η θεία μου Μόρφω καθότανε στο πίσω μέρος του κάρου και χτυπήθηκε στο κεφάλι. Το κεφάλι της έγειρε πίσω, κρέμασαν οι κοτσίδες της μέχρι κάτω και ο μικρός Παναγιώτης έμεινε στην ποδιά της, χωρίς να καταλάβει τι συνέβη. Τη μόνη λέξη που ακούσαμε ήταν «μάνα», δυστυχώς, η μανούλα του ήταν πια νεκρή. Οι κοτσίδες της μάνας του λούστηκαν για τελευταία φορά στα παγωμένα νερά του ποταμού Διδυμοτείχου, εκεί θάψαμε τη θεία μου. Ο μικρός Παναγιώτης τη στιγμή που σκοτώθηκε η μαμά του πιτσιλίστηκε στο μέτωπο με το αίμα της. Με το αίμα αυτό, ένιωθε ότι είχε τη μάνα του δίπλα. Γι’ αυτό δεν ήθελε με κα- νέναν τρόπο να το καθαρίσουμε. Έκλαιγε και δεν επέτρεπε σε κανέναν να το πειράξει. Το σκέπαζε με το χεράκι του. Μέχρι που φτάσαμε στη Λ.Δ. Βουλγαρίας στην πόλη Χισάρια, το αίμα της μαμάς του το φύλαγε. Στη Χισάρια μάς πλύνανε, μας καθαρίσανε, μας ντύσανε με καινούργια ρούχα. Τον Παναγιώτη με μεγάλη δυσκολία τον πήρε μια νοσοκόμα, που τον έκανε μπάνιο και καθάρισε από πάνω του το ξερό αίμα της μητέρας του.
Βασιλική Χατζήπαπα, στο Γιώργος Πολυμερίδης, «Η αλήθεια για τα εκπατρισμένα ελληνόπουλα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας».
Τον Οκτώβριο του 1948 ήμουν στην Πολωνία. Σε δυο-τρεις μήνες έφθαναν δέματα ολόκληρα με γράμματα από γονείς… προς παιδιά! Ανοίξαμε τα δέματα και βρήκαμε γράμματα γονέων που τα παιδιά τους βρέθηκαν στην Πολωνία. Με χαρά μεγάλη δώσαμε τα γράμματα στα παιδιά. Δεν πέρασαν όμως ημέρες, ούτε ώρες! Πηγαίνοντας μέσα στο δάσος από σταθμό σε σταθμό να επισκεφθώ τα παιδιά (οι σταθμοί ήταν όλοι μέσα στο δάσος) βρέθηκα προ μιας φοβερής καταστάσεως. Έβλεπα παιδιά παρέες παρέες μακριά κάπου στην ρίζα ενός ελάτου να κλαίουν ομαδικά. Διάβαζαν τα γράμματα και έβλεπαν τα μαύρα μαντάτα που τους έγραφε η μάνα ή ο πατέρας. Ποιος να τα παρηγορήσει; Σε άλλο σταθμό, που είχε όλο κορίτσια, μόλις πήραν γράμματα άρχισε η τραγωδία. Άλλα έγραφαν ότι σκοτώθηκε ο πατέρας στο Γράμμο, άλλο ο αδελφός στο Βίτσι κ.λπ. και άρχιζε το φοβερό μοιρολόι των κοριτσιών, αντηχούσαν οι λαγκαδιές από τους θρήνους! Το ίδιο φαινόμενο σε όλους τους σταθμούς!
Γιώργος X. Μανούκας, Παιδομάζωμα, το μεγάλο έγκλημα κατά της φυλής.
Τη διετία 1952-1954 το ΚΚΕ, η ΕΒΟΠ και οι προσφυγικοί σύλλογοι επιδίωξαν να συντονίσουν όσο καλύτερα γινότανε τις προσπάθειες τους, προκειμένου να βρουν μια λύση στο πιο ακανθώδες ζήτημα που απασχολούσε τότε τη μεγάλη πλειοψηφία της πολιτικής προσφυγιάς, αυτό της επανένωσης των οικογενειών, που κατά τη διάρκεια της αποχώρησης τους από την Ελλάδα το 1948-1949 είχαν διασκορπιστεί σε δύο και τρεις διαφορετικές χώρες. *
Υπολογίζεται ότι περίπου το 60% των Ελλήνων προσφύγων αντιμετώπιζε το συγκεκριμένο πρόβλημα και εύλογα η ταραχή και η φόρτιση αυτών των ανθρώπων ήταν μεγάλη. Το μεγάλο πρόβλημα εδραζόταν κυρίως στην κατηγορία των παιδιών, επειδή αυτά δεν διέθεταν ταυτότητες ή κάποια άλλα πιστοποιητικά που θα διευκόλυναν την ταυτοποίησή τους και την αποστολή στους γονείς τους. Οι οικογένειες έπειτα έπρεπε να αποφασίσουν σε ποια χώρα επρόκειτο να επανενωθούν, έτσι ώστε να χορηγηθεί η ανάλογη άδεια μετακίνησης από το σχετικό κράτος. Η διαδικασία της επανένωσης ήταν ουσιαστικά ακόμα μια μορφή μετανάστευσης, η οποία συνεπαγόταν φυσικά εκμάθηση άλλης μιας ξένης γλώσσας, καθώς και εκ νέου προσαρμογή σε διαφορετικές πάλι συνθήκες. Τα περισσότερα παιδιά μπόρεσαν να ξαναδούν τους γονείς τους, αλλά μετά από 3 έως 6 (και ορισμένες φορές περισσότερα) χρόνια αποχωρισμού από την οικογένεια, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στη συμπεριφορά και την προσαρμογή τους ήταν ιδιαίτερα έντονα.
Απόστολος Πατελάκης και Παύλος Βασιλειάδης, «Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Ρουμανίας, 1948-1956».
Πηγή:lifo.gr