*
Στη μνήμη του πατέρα μου
Φέτος το ταξίδι για το χωριό του πατέρα μου δεν ήταν ατέλειωτο, όπως τότε, αρχές της δεκαετίας του ’50, που ταξιδεύαμε με τον καρβουνιάρη, φορώντας ό,τι πιο πρόχειρο, για να μην λερωθούμε από τη μουτζούρα του. Ήταν πιο γρήγορο κι από το ταξίδι που κάναμε, αργότερα, με το «πολυτελές», και αρκετά ταχύτερο, ωτομοτρίς.
Τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ταξιδεύαμε άνετα με το ΙΧ του πατέρα μου και σταματούσαμε όπου θέλαμε, όποτε θέλαμε. Κι όταν φτάσαμε στην Αμαλιάδα, δεν χρειάστηκε να φορτώσουμε, όπως τότε, τις αποσκευές μας πάνω στη σκεπή τού λεωφορείου-σακαράκα, όπου μέσα στοιβάζονταν οι επιβάτες με προορισμό την Εφύρα και το Σιμόπουλο. Εμείς κατεβαίναμε πάντα πιο πριν, στού Μπεζαΐτη, όπως έλεγαν τότε την Κεραμιδιά, τρίτο χωριό μετά το μεγαλοχώρι του Χάβαρη και τη μικρή Ντάμιζα.
Η διαδρομή από την Αθήνα ώς το χωριό μου φαινόταν μαγευτική. Όλα γνωστά, τα είχα δει πολλές φορές, μα σήμερα μου φαίνονταν καινούργια, διαφορετικά από άλλοτε· δεν μου ’κανε όρεξη να ρίξω ούτε ένα βλέμμα στο βιβλίο, που είχα πάρει μαζί μου για το μακρύ ταξίδι. Όλη την ώρα παρατηρούσα γύρω αμίλητη και σκεπτόμουν… σκεπτόμουν…
Απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής φτάσαμε στο σπίτι του αδελφού τού πατέρα μου. Όλοι μάς περίμεναν στην αυλή, κάτω από την πελώρια, σχεδόν αιωνόβια μουριά, την ίδια όπου σκαρφάλωνε παιδί ο πατέρας μου. Το παλιό σπίτι όμως, το πατρικό, δεν υπήρχε πιά.
Αρκετό καιρό μετά το κάψιμο του σπιτιού και του χωριού από τους Γερμανούς το 1944, για αντίποινα, ο θείος είχε πρόχειρα επιδιορθώσει ένα δωμάτιο, όπου η οικογένειά του έμενε για χρόνια. Οι εμφυλιακές περιπέτειες και η διαρκής ανέχεια δεν επέτρεπαν κανονική επισκευή.
Ο θείος, ως καπετάνιος αντάρτης του Ε.ΛΑ.Σ, «Αντρούτσος» το προσωνύμι του, πλήρωσε την ανάμειξή του με μακροχρόνια φυλάκιση. Πολύμηνη ήταν και η «φιλοξενία» της θείας, της γυναίκας του, στα κρατητήρια του Πύργου και στη συνέχεια η εκτόπισή της στη Χίο, μαζί με το λίγων μηνών Θοδωράκη τους.
Περίμενα να δω εκείνο το κατακαμένο δωμάτιο που ήξερα, με τα μαυρισμένα δοκάρια και τα χαλάσματα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για κουζίνα, ν’ ανέβω δίπλα του τα λίγα σκαλάκια για τη μεγάλη και μοναδική κάμαρα. Κάτω από το παράθυρό της πόζαρε η μάνα του πατέρα μου στη μοναδική φωτογραφία της.
Όμως τίποτα πιά τώρα δεν υπήρχε από εκείνες τις παλιές πληγές. Ο θείος με πολύ μεγάλη καθυστέρηση πήρε από το κράτος την αποζημίωση για το κάψιμο του σπιτιού του και ξανάκτισε από την αρχή ένα άλλο σπίτι, χωρίς πολυτέλειες· και χωρίς μνήμες.
Με το που πατήσαμε το πόδι μας, μύριες νέες εντυπώσεις και παλιές θύμησες με κατάκλυσαν. Η χαρούμενη διάθεση με γύρισε στο πολύ μικρό παιδί που ήμουν κάποτε, όταν ερχόμουν εδώ, σ’ εκείνο το μισοερειπωμένο παράξενο σπίτι.
Η μικρή ξαδέρφη μου με επανέφερε στο τώρα· με πήρε γρήγορα στην αποκλειστικότητά της. Ήθελε να τη συνοδεύσω ως το χωράφι, όπου είχε πάει το πρωί τη γίδα της να βοσκήσει και τώρα όφειλε να τη γυρίσει πίσω, στο σπίτι. «Να, εδώ κοντά είναι», μου είπε, «θα σου αρέσει η βόλτα». Με έπεισε.
Περπατούσαμε για ώρα στην ανθισμένη φύση, πάνω σε ατέλειωτα στενά μονοπατάκια με θαλερό χορτάρι, μα γίδα δεν φαινόταν. Οι αποστάσεις εδώ έχουν άλλο νόημα. Λένε «να, εδώ» και αυτό το «εδώ» είναι πάνω από ένα χιλιόμετρο μακριά.
***
Όταν επιστρέψαμε, είδα να «παρελαύνουν» ξένοι μπροστά από το σπίτι τού θείου, στον κεντρικό δρόμο τού χωριού. Ήταν αρχαιολόγοι, μου είπαν, εφτά Άγγλοι και δυό Αγγλίδες. Με τις ανασκαφές τους έχουν ήδη βρει αγγεία, ίσως από την εποχή της καθόδου των Αχαιών το 2000 π.Χ. και το ενδιαφέρον όλων έχει ενταθεί. Αλλά όλοι έχουν περισσότερο εντυπωσιαστεί από την απρόσμενη απλότητα και καταδεκτικότητά τους· ζούν όπως και οι χωρικοί, έχουν μάθει λίγα ελληνικά που τους βοηθούν στην απευθείας συνεννόηση μαζί τους.
Επιτέλους γνώρισα από πιο κοντά τον αρχηγό των Άγγλων αρχαιολόγων. Ήλθε ξανά στο σπίτι για επίσκεψη και η θειά μου, φιλόξενη πάντα, τον κράτησε για το βραδυνό φαγητό. Είναι υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουαλίας, τριάντα εννιά ετών είναι, είπε, μα δεν φαίνεται πάνω από τριάντα. Με μούσι και κοντοκουρεμένα μαλλιά, δείχνει απλός, καλοσυνάτος κι ευγενικός, με βορεινή λεπτότητα. Μιλήσαμε άνετα, ελληνικά και αγγλικά για ένα σωρό πράγματα: για το Πανεπιστήμιο για τους φοιτητές, μα κυρίως για τις ανασκαφές της περιοχής.
Μου είπε πως έχουν βρει μια γωνιά ενός σπιτιού ελληνιστικής περιόδου, μια δεξαμενή, ένα πιθάρι, θραύσματα αγγείων και πολλά κεραμίδια… ‒ άραγε απ’ αυτά να πήρε το χωριό το όνομα «Κεραμιδιά»; Θυμάμαι που παλιά, πριν από τις ανασκαφές, στους περιπάτους μας στα χωράφια, στα μονοπάτια, στα δρομάκια, έβλεπα κεραμικά θραύσματα, δεν ήξερα τότε τίποτα. Η δουλειά, είπε, είναι πολλή, αλλά τα χρήματα τούς τέλειωσαν και θα φύγουν· αρχίζουν εξάλλου στην Αγγλία οι εξετάσεις. Θα γυρίσουν, ελπίζουν, τον Αύγουστο να συνεχίσουν.
***
Το απογευματάκι κάναμε την επίσκεψή μας στο φράγμα του Πηνειού, που μου δημιούργησε την εντύπωση ενός πολύ μεγάλου τεχνικού έργου. Θυμάμαι το γνωστό χορικό του Σοφοκλή από την Αντιγόνη «Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει…» και επιβεβαιώνω μέσα μου τον θαυμασμό για τις δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού.
Είναι, λένε, το μεγαλύτερο έργο των Βαλκανίων. Υπέροχο θέαμα. Η τεχνητή λίμνη χάρμα οφθαλμών. Οι κορφές των δέντρων επιπλέουν· κάποτε τα δέντρα αυτά αντίκριζαν τον ήλιο, ίσως σε κάποιο από αυτά να είχα κιόλας σκαρφαλώσει παιδί ή να είχα ξεκουραστεί στη σκιά του, μα τώρα αυτά ζούν μεσ’ στο νερό. Δεν χόρταινα να κοιτάζω, να καμαρώνω και να ρωτώ. Η κάθε απάντηση που έπαιρνα γεννούσε άλλη ερώτηση· ασταμάτητη ήταν η γέννηση των ερωτημάτων τούτο το απόγευμα.
Το ξάφνιασμά μου μεγάλωσε, όταν αντιλήφτηκα πως το χωριό του πατέρα μου έχει γίνει παραλίμνιο. Το φράγμα του Πηνειού έφερε την τεχνητή λίμνη στην άκρη του. Με λίγο περπάτημα φτάνεις στην όχθη της, όπου κουνούπια αμέτρητα σε πολιορκούν και το νερό του Πηνειού γίνεται εμπόδιο αξεπέραστο, για να συνεχίσεις με τα πόδια εκεί, όπου περπατούσες αμέριμνα κάποτε· τώρα μόνο με βάρκα μπορείς να περάσεις απέναντι, αλλά βάρκα δεν υπάρχει. Πως ξαφνικά οι αγρότες να γίνουν ψαράδες;
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
1969, 2010
Από το ανέκδοτο βιβλίο Στην όδο Πηλέως και άλλα αφηγήματα.
Πηγή:neoplanodion.gr