Η δημοσιογράφος και πολεμική ανταποκρίτρια Danielle Hunebelle στην Ελλάδα του 1948
Πηγή: Αθηναϊκά /Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η διάσημη Danielle Hunebelle (1922-2013) ήταν από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους – πολεμικές ανταποκρίτριες που κάλυψαν μεγάλες συγκρούσεις στον κόσμο τις δεκαετίες 1950 και 1960. Σε ηλικία μόλις 26 ετών θα βρεθεί στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1948 και ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η τελική φάση του εμφύλιου πολέμου. Ταξίδεψε από την Κρήτη στην Ήπειρο και από τον Αλεξανδρούπολη στην Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, συνάντησε το σύνολο του πολιτικού κόσμου, έγραψε και φωτογράφισε, συζήτησε και κινδύνευσε παρακολουθώντας από κοντά στρατιωτικές αποστολές στο Γράμμο για να γράψει πικραμένη αλλά όχι απογοητευμένη «ήθελα να δω τα (:αρχαία) ερείπια της Ελλάδος και είδα την Ελλάδα σε ερείπια»[1]!
Αναφερόταν βεβαίως στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί από την εμμονή των κομμουνιστών να κρατούν τη χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση, όταν όλος ο πολιτισμένος κόσμος βρισκόταν σε ανασυγκρότηση και ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον. Οι κρίσεις, οι ψυχολογικές αναλύσεις του Έλληνα της εποχής, οι ερμηνείες της για την εξωτερική πολιτική της χώρας, οι οικονομικές εκτιμήσεις της, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον και έχουν αποδοθεί με δημοσιογραφική μαεστρία. Προφανώς η νεαρή και όμορφη δημοσιογράφος, η οποία δε δίστασε να φορέσει στολή παραλλαγής, ενθουσιάστηκε από τον αυθορμητισμό των Ελλήνων. Μέσα σε οκτώ ημέρες είχε οκτώ προτάσεις γάμου, οκτώ προσκλήσεις σε δείπνο και έκανε δεκαέξι μπάνια «στην πιο ζεστή και πιο γαλάζια θάλασσα του κόσμου»[2]!
Η Γαλλίδα δημοσιογράφος γνώρισε πρόσωπα και ανέβηκε σε αεροπλάνα την ώρα που επιχειρούσαν στα δύσβατα βουνά της Ηπείρου, εντυπωσιάστηκε με τον τρόπο που ανεφοδιάζονταν οι ομάδες των κομμουνιστών από την Αλβανία και επισκέφτηκε τις παιδοπόλεις καταγράφοντας τη θλιβερή πραγματικότητα. «Μια παιδόπολις περιέχει 300 παιδιά, αλλά αυτά είναι 18.000» έγραφε με απόγνωση[3]. Υπήρξε αντικειμενική και δεν δίστασε να παρουσιάσει πραγματικές ανθρώπινες ιστορίες και να επισημάνει πολλά αρνητικά. Έζησε την αγωνία στην περιοχή της Κόνιτσας, είδε ακρωτηριασμένους στρατιώτες και έφτασε έως το Πληκάτι για να γράψει πως «ο πόλεμος στην Ελλάδα θυμίζει τον πίθο των Δαναΐδων»[4].
Παντού εντυπωσιάστηκε από τη φιλοξενία. Ένας χωριάτης, είχε μόνον ένα κρεβάτι, έναν κόκορα και μία κότα. Της παραχώρησε το κρεβάτι, την πρώτη μέρα έσφαξε τον κόκορα και την επόμενη την κότα για να την ευχαριστήσει. Αλλά η D. Hunebelle ενθουσιάστηκε περισσότερο με την Αθήνα, για την οποία έγραψε πως «ακουμπά το κεφάλι της επάνω στα βουνά από άσπρο μάρμαρο, τα πόδια της στο βυθό μιας θάλασσας από γαλάζια διαμάντια και τα μπράτσα της επάνω σε μια πεδιάδα γεμάτη από πετεινούς που λαλούν το πρωί»[5]! Αφού μας παρέδωσε άπειρες εικόνες των αθηναϊκών δρόμων, εικόνες που έδειχναν την επιθυμία ενός λαού να ζήσει και να ευημερήσει ελεύθερος, διαπίστωσε πως στην «Αθήνα το καλοκαίρι ο ήλιος ρυθμίζει τη ζωή και όχι ο πόλεμος»[6].
Περίεργος γάμος Ελλάδος και Αμερικής, σημείωνε η Hunebelle κρίνοντας την πρόσδεση της μικρής χώρας στο άρμα των ΗΠΑ και συμπληρώνοντας πως «η αμαθής γιαγιά (:Ελλάς) είναι συχνά πιο σοφή από την σοφή εγγονή της (Αμερική)»[7]! Βάζοντας τον επίλογο από την επίσκεψή της στην Ελλάδα έγραφε: «Αγαπητή μου Ελλάς, μόνη χώρα του κόσμου, όπου ο εργάτης είναι ακόμη βιοτέχνης! Αγαπητή Ελλάς, όπου τα αρχαία πράγματα είναι τόσο σύγχρονα, όπου οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι τόσο αρχαίοι! Αγαπητή Ελλάς αφήνω το αεροδρόμιο. Το όνομά σου γραμμένο στο υπόστεγο είναι ένας στεναγμός θλίψεως γαλλιστί: ΕΛΛΑΣ»[8]!