ΤΑ ΦΥΤΑ ἔχουν τὴ δι­κή τους γλῶσ­σα. Ποὺ κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­λά­βει. Κι ὅμως, ὅπως τὰ βλέ­πεις νὰ γέρ­νουν τὸ ἕνα πλάϊ στ’ ἄλ­λο, ν’ ἀκουμ­ποῦν τὰ μέ­λη τους καὶ πά­λι νὰ χω­ρί­ζουν, τὸ νιώ­θεις κα­λὰ πὼς λό­για ἀλ­λά­ζουν μυ­στι­κά, ψι­θυ­ρι­στά, κά­πο­τε ἐρω­τι­κά.

       Οἱ πραγ­μα­τι­κοί τους ἔρω­τες, ὅμως, ἐκτυ­λίσ­σον­ται κά­τω ἀπὸ τὸ χῶ­μα. Ἐκεῖ ὅπου οἱ ρί­ζες δέ­νον­ται σφι­χτά, πα­θια­σμέ­να, ἡδο­νι­κά. Ἀνή­κου­στα συμ­πλέγ­μα­τα καὶ τολ­μη­ρὰ ποὺ κα­νέ­νας δὲν μπό­ρε­σε, πο­τέ, νὰ μαρ­τυ­ρή­σει…

Ευσταθία Δήμου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *