Σήμερα είχα την χαρά να συναντήσω τυχαία στο Λιδωρίκι, μετά από 52 χρόνια, τον παλιό μου συμμαθητή Γιάννη Μπάκα από την Λεύκα,γνωστή και με το παλιό όνομα Μαυραγάννη.
Μου τον σύστησε ο επίσης συμμαθητής μου, Λιδωρικεύς, Νίκος Πανάγος .
Ο Γιάννης Μπάκας, γνωστός στα γυμνασιακά μας χρόνια ως Φραντζής, ήταν πρωταγωνιστής ενός διηγήματος μου, που πριν ένα χρόνο είχα δημοσιεύσει στον Ορεινό.
Το επαναλαμβάνω σήμερα αφιερωμένο στους συμμαθητές μου στο εξατάξιο Γυμνάσιο Λιδωρικίου των ετών 1967-1972.
Ο Φούσκας και οι ένδεκα μαντράχαλοι!
Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά όταν φθάσαμε στο μικρό χωριό στα ριζά ενός λόφου και στα στενά θεοσκότεινα δρομάκια τα μονά ζωντανά, που τους ενοχλούσε η άφιξη μας, ήταν μια πολυάριθμη ομάδα σκυλιών, που με τα άγρια αλυχτίσματά τους προσπαθούσαν να μας κρατήσουν μακριά από τον χώρο, που είχαν ορίσει ως δικό τους.
Εντοπίσαμε ένα σπίτι, που ταίριαζε στην περιγραφή που μας είχε δοθεί και χτυπήσαμε δισταχτικά την πόρτα. Σε λίγο άνοιξε, και μας υποδέχτηκε ο συμμαθητής μας ο Δημήτρης ο Φραντζής, δεν ήταν βέβαια αυτό το όνομα του, αλλά του είχαμε κολλήσει το Φραντζής γιατί έμοιαζε καταπληκτικά με έναν πολύ δημοφιλή ποδοσφαιριστή της Προοδευτικής.
Ο Φραντζής είχε προσκαλέσει, εμένα και δυο φίλους μας συμμαθητές, τον Κώστα και τον Βασίλη να επισκεφτούμε το χωριό του, που βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της κωμόπολη μας, πρωτεύουσα μιας ορεινής επαρχίας στο κέντρο της Στερεάς Ελλάδος. Στην μικρή μας πόλη λειτουργούσε εξατάξιο γυμνάσιο όπου εμείς που καταγόμασταν από τα γύρω χωριά της επαρχίας ζούσαμε μόνοι μας σε κάποιο μικρό δωμάτιο που οι γονείς μας είχαν ενοικιάσει . Δύσκολη η ζωή μακριά από την οικογενειακή εστία αλλά είχε όμως και τα καλά της. Είχες σημαντική ελευθερία που αν κατάφερνες να την χειριστείς σωστά μεγάλωνες πιο υπεύθυνα και καλλιεργούσες από μικρός την αρετή της αυτοπεποίθησης και της αυτοπειθαρχίας.
Χωρίς την στενή επίβλεψη των γονιών μας ήταν πιο εύκολο να δεχθούμε την πρόσκληση του φίλου μας χωρίς να λογαριάσουμε ότι θα έπρεπε να περπατήσουμε περίπου μιάμιση ώρα και μάλιστα η επιστροφή μας θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα..
Βέβαια η πρόσκληση ήταν πολύ δελεαστική, θα βλέπαμε για πρώτη φορά τηλεόραση και μάλιστα ένα παιγνίδι για το οποίο αγωνιούσε όλη η Ελλάδα.
Ο Παναθηναϊκός εκείνο το βράδυ έπαιζε για το πρωτάθλημα Ευρώπης με την πρωταθλήτρια της Αγγλίας, την Έβερτον.
Το 1971 οι τηλεοράσεις σπάνιζαν, ελάχιστοι είχαν την οικονομική ευχέρεια να αποκτήσουν μια ασπρόμαυρη, για έγχρωμη δεν γίνεται καν λόγος αφού δεν υπήρχε ακόμη έγχρωμη εκπομπή, αλλά και αυτοί που θα μπορούσαν να αγοράσουν στις περισσότερες περιπτώσεις θα τους ήταν άχρηστη μιας και δεν είχαν εγκατασταθεί αρκετοί αναμεταδότες για να μεταφέρουν το τηλεοπτικό σήμα.
Ο φίλος μας, ο Φραντζής, είχε ένα ξάδελφο, που είχε αγοράσει τηλεόραση και είχε την τύχη η θέση του χωριού, στους πρόποδες ενός λόφου να επιτρέπει να «πιάνει» το σήμα από τα Γεράνια, μάλλον εξ αντανακλάσεως..
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι που ζούσαμε εκείνα τα χρόνια στα ορεινά χωριά, την τηλεόραση ακουστά την είχαμε και ελάχιστοι ήσαν εκείνοι οι τυχεροί που είχαν επισκεφθεί την Αθήνα και είχαν δει το πως λειτουργούσε αυτό το μαγικό κουτί.
Πέρασαν μάλιστα πολλά χρόνια για να μπορέσουν τα χωριά μας τα περίκλειστα από ορεινούς όγκους να «πιάσουν σήμα» έστω και με πολλά «χιόνια», όπως βάπτισαν την κακή λήψη…
Ο Φραντζής μας σύστησε στον ξάδελφο του και στην οικογένεια του,που μας καλοδεχθήκαν πολύ θερμά, μας πέρασαν σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο όπου στην μια άκρη υπήρχε το αναμμένο τζάκι. Βρισκόμασταν στις αρχές Μαρτίου με το κρύο να είναι ακόμη αρκετά έντονο, ιδιαίτερα τα βραδιά. Στην άλλη άκρη πάνω σε ένα τραπεζάκι ήταν τοποθετημένο το «μυθικό κουτί», η περίφημη τηλεόραση. Κοντά στο τζάκι υπήρχε ένα τραπέζι με τις καρέκλες όπου καθίσαμε όλοι με πλάτη στο τζάκι και βλέπαμε μπροστά μας την οθόνη της τηλεόρασης που εκείνη την στιγμή παρουσίαζε το δελτίο ειδήσεων. Έμοιαζε μάλλον σαν τα κινηματογραφικά επίκαιρα που βλέπαμε στον σινεμά πριν ξεκινήσει να παίζει η ταινία. Η αλήθεια είναι ότι ενώ εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι συμβαίνει κάτι τόσο μακριά και μπορείς και το βλέπεις εκείνη την στιγμή καθισμένος στην καρέκλα του σπιτιού σου, δίπλα στην ζεστασιά του τζακιού, δεν ενθουσιαστικά όμως γιατί η εικόνα ήταν χάλια, κάποιες φιγούρες διακρίναμε και με δυσκολία ξεχωρίζαμε τα πρόσωπα. Η τηλεόραση είχε πολλά «χιόνια», η φωνή όμως του εκφωνητή ήταν αρκετά καθαρή και έτσι ακούγαμε τα πάντα και ας μην τα διακρίναμε ευκρινώς.
Το παιγνίδι θα ξεκινούσε σε μισή περίπου ώρα και έτσι αρχίσαμε την συζήτηση με θέμα ποιο άλλο βέβαια από την πορεία του Παναθηναϊκού!
Θυμάμαι ότι εμείς οι νεαροί μαθητές μονοπωλούσαμε την συζήτηση που οι μεγαλύτεροι ήσαν μάλλον άφωνοι ακροατές εκτός από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού που ήταν ποδοσφαιρικά ενήμερος, οπαδός του Ολυμπιακού αλλά για παιγνίδια του Παναθηναϊκού με τις ξένες ομάδες γινόταν φανατικός παναθηναϊκός και όπως μας δήλωσε με στόμφο: “πάνω από όλα η πατρίς!”
Διανύαμε ήδη τον πέμπτο χρόνο της στρατιωτικής διακυβέρνησης και η πατρίς μαζί με την θρησκεία και την οικογένεια αποτελούσαν το αγαπημένο μότο των συνταγματαρχών!
Ξαφνικά η ηλικιωμένη γιαγιά που φρόντιζε το τζάκι μας διέκοψε και ζήτησε αν μπορούσε να ρωτήσει κάτι. Σταματήσαμε την συζήτηση και περιμέναμε με περιέργεια της γιαγιάς το ερώτημα.
«Σας ακούω τόση ώρα εσάς τα παιδιά, που πηγαίνετε και στο γυμνάσιο, να αραδιάζεται ένα σορό ονόματα και να λέτε τόσα πράγματα γι αυτούς που κυνηγάνε ένα τόπι σε ένα χωράφι με γρασίδι που έχουν αρχηγό ένα Φούσκα – τον Πούσκας εννοούσε -λες και αυτό θα σας δώσει ψωμί να φάτε. Αυτά είναι τα γράμματα που μαθαίνετε; Θα κάνετε τρεις ώρες ποδαρόδρομο στα θεοσκότεινα για να δείτε σε αυτό το παράξενο κουτί κάτι μαντράχαλους να κυνηγάνε και να κλωτσάνε ένα τόπι. Να με συμπαθάτε παιδιά μου εγώ δεν μπορώ να σας καταλάβω».
Και συνέχισε:«βέβαια πολλά δεν τα πιάνει το μυαλό μου, έχω γεράσει αρκετά .. να αυτό το κουτί που έφερε ο γιος μου πριν δυο βδομάδες, τηλεόραση μου είπε ότι το λένε.. πως στο καλό έρχονται εδώ μπροστά μας και βλέπουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους! Αυτοί δεν μας βλέπουν; τους έχουμε βάλει στο σπιτι μας ..ευτυχώς που υπάρχει το κουμπί και κλείνει και μπορούμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας χωρίς να μας βλέπουν!»
«Ρε μάνα σιγά σιγά θα τα καταλάβεις ..βάλε τώρα ξύλα στο τζάκι και φέρε τα στραγάλια με το ούζο να μας τρατάρεις, και μην ξεχάσεις και τα λουκούμια για τα παιδιά» και συνέχισε «στην εποχή σου μάνα είχατε αλλά πράγματα που δεν καταλάβαιναν οι παλιότεροι, έτσι πορεύεται ο κόσμος».
Η γιαγιά δεν αντιμίλησε και σηκώθηκε να πάει στην διπλανή κάμαρα για να εκτελέσει την επιθυμία του γιου της, μαζί της σηκώθηκε και πήγε και η νύφη της.
Γεγονός ήταν ότι στα επτά χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας η μόνη ουσιαστική διέξοδος της νεολαίας ήταν ο αθλητισμός και για την επαρχία, το ποδόσφαιρο κατά κύριο λόγο. Ο Ασλανίδης, ο γενικός γραμματέας αθλητισμού, με το προσφιλές του σύνθημα: «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο», προέτρεπε την νεολαία να ασχολείται αποκλειστικά με τα αθλητισμό ώστε να παραμένει μακριά από πολιτικές αναζητήσεις που σίγουρα μπελάδες θα έφερναν στο καθεστώς. Οι αθλητικές εφημερίδες με κυρίαρχες το Φως τω σπορ και την Αθλητική ηχώ έκαναν ρεκόρ πωλήσεων.
Στα διαλείμματα των μαθημάτων μας οι μόνες συζητήσεις μεταξύ των αγοριών ήταν το ποδόσφαιρο και ομηρικοί ήταν οι καυγάδες για το πια ήταν η καλύτερη ομάδα. Τα μεγάλα μέτωπα των συγκρούσεων αφορούσαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Στην δίκη μου τάξη εγώ είχα αναδειχθεί αρχηγός των κόκκινων και ο συμμαθητής μου ο Θανάσης αρχηγός των πρασίνων. Η ζωή όμως κάνει τα δικά της παιγνίδια και ο Θανάσης «άλλαξε» στρατόπεδο και βρέθηκε στο κατακόκκινο στρατόπεδο, ως σημαίνον στέλεχος του ΚΚΕ
Πριν μερικά χρόνια που ο Θανάσης μιλούσε σε μια συγκέντρωση του ΚΚΕ στα δυτικά προάστια Αττικής και πήγα να τον συναντήσω, σχεδόν 50 χρόνια από τους ομηρικούς καυγάδες μας. Μόλις κατέβηκε από την εξέδρα τον πλησίασα και πολύ σοβαρά του επισήμαινα ότι δεν περίμενα ποτέ να αλλάξει παράταξη και να γίνει κόκκινος, αιφνιδιάστηκε και με αμήχανο ύφος μου απαντά: «δεν σας καταλαβαίνω κύριε εγώ πάντα κόκκινος ήμουν». «Για θυμήσου καλύτερα.. εγώ θυμάμαι πολύ καλά ότι στα χρόνια του γυμνασίου ήσουν φανατικός πράσινος» του απαντώ γελώντας! Η εγκάρδια χειραψία και το τρανταχτό του γέλιο μας πήγε στα χρόνια εκείνα τα αλλοτινά …
Το παιγνίδι ξεκίνησε με τον Παναθηναϊκό να παλεύει και να στέκεται όρθιος. Η άμυνα του με τον Καμάρα και τον Σούρπη και τα αλλά παιδιά να μην αφήνουν μύγα να περάσει και αν περνούσε κάποια βολίδα των Άγγλων ο Τάκης ο Οικονομόπουλος να πιάνει τα άπιαστα. Το απίθανο συμβαίνει στο 81 λεπτό που ο ψηλός ο Αντωνιάδης στέλνει την μπάλα στα δίχτυα της ´Εβερτον.
Η χαρά ήταν τόσο μεγάλη που ο Γιώργος ξεκρέμασε το δίκαννο που ήταν στον τοίχο δίπλα στο τζάκι και έτρεξε στο μπαλκόνι για να ρίξει τους χαρμόσυνους πυροβολισμούς αλλά η γυναίκα του έμπηξε τις φωνές θυμίζοντας ότι έχουμε στρατιωτικό νόμο και θα μπλέξουμε …
Η γιαγιά ήταν η μόνη ατάραχη και μάλιστα χαμηλόφωνα μονολογούσε: «δεν πάει καλά ο κόσμος, Παναγία μου βοήθησε μας!». Δυστυχώς η χαρά δεν διήρκεσε για πολύ και το όνειρο της νίκης έσβησε ακριβώς στη λήξη του παιγνιδιού αφού οι Άγγλοι κατάφεραν να ισοφαρίσουν.
Φύγαμε αμέσως, είχαμε και μια επιστροφή δύσκολη. Μόλις αφήσαμε τα τελευταία σπίτια του χωριού και σταματήσαμε να ακούμε τα άγρια αλυχτίσματα των σκυλιών νιώσαμε την απόκοσμη πήχτρα του σκοταδιού και πλησιάζοντας τον μικρό χείμαρρο, που διέσχιζε την στενή ορεινή κοιλάδα, ρέοντας προς το μεγάλο ποταμό, που τον συναντούσε στα περίπου τεσσάρα χιλιόμετρα, ένα πυκνό πούσι μας εμπόδιζε να δούμε πέραν της μύτης μας. Η αλήθεια είναι πως αρχίσαμε να φοβόμαστε και ανησυχούσαμε αν βρισκόμασταν και στο σωστό μονοπάτι. Πλησιάσαμε αρκετά κοντά στον χείμαρρο για να προσανατολιστούμε από την κατεύθυνση των νερών. Ευτυχώς σε λίγο βγήκαμε στην δημοσιά που μας ήταν γνώριμος δρόμος και ηρεμήσαμε.
Συναντήσαμε την γέφυρα που ένωνε τις όχθες του χείμαρρου και εκεί ο φίλος μας ο Κώστας θα συνέχιζε ευθεία στην δημοσιά για περίπου έξι χιλιόμετρα για να φθάσει στο σπίτι του, που ήταν το Χάνι στην άκρη μιας μεγάλης γέφυρας και σταυροδρόμι αρκετών δρόμων που ένωναν τα ορεινά χωριά της επαρχίας. Οι υπόλοιποι θα πηγαίναμε δεξιά για να επιστρέψουμε περασμένα μεσάνυχτα στα σπίτια μας στην κωμόπολη περπατώντας πέντε έξι χιλιόμετρα. Χαρούμενοι ήμασταν και χωρίς άγχος μια και κανείς δεν μας περίμενε…..
Κωνσταντίνος Μπερτσιάς
Μας ταξίδεψες πάλι!! Πολύ όμορφη ανάμνηση! Τώρα εμείς είμαστε στη θέση της γιαγιάς και προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε τι συμβαίνει γύρω μας …..
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΠΟΥ ΣΕ ΕΜΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΓΝΩΣΤΕΣ…