Ακόμα και ένα κουτί, διήγημα του Ν. Σαραντάκου.

Ακόμα και ένα κουτί

Για πότε ξύπνησε, δεν το κατάλαβε· έτσι το πάθαινε, πολύ καιρό τώρα· παίζοντας πάλι το ίδιο χαμένο παιχνίδι προσπάθησε να καμωθεί πως τάχα δεν είχε ξυπνήσει, γύρισε μπρούμυτα κλειώντας πεισματικά τα βλέφαρα, ανακαλώντας στο νου του τις τελευταίες εικόνες του ονείρου που ’βλεπε, προσπαθώντας ούτω πως το Μορφέα να σαγηνεύσει, τζάμπα κόπος. Γλιστρούσ’ ο ύπνος από πάνω του, έφευγε σαν που γλιστράει το νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα. Πάλεψε μια δυο στιγμές, άλλαξε στάση, κι απέ, παίρνοντάς το απόφαση σηκώθηκε· κοίταξε την ώρα, πέντε και δέκα· πάλι καλά, συνήθως πέντε η ώρα ήτανε ορθός.   Άνοιξε το παράθυρο και έτσι με το φανελάκι αγνάντεψε την πόλη που βαθιά κάτω κοιμόταν· βάσανο κι αυτό μαθές, ολόκληρη ζωή να ξυπνάς χαράματα. Καλημέρα, είπε στο πρώτο τσιγάρο, στην πρώτη ρουφηξιά τη θεριακλήδικη. Έξω, κάπου μακριά, ο ήλιος αγωνιζόταν ν’ ανατείλει, σβήναν τ’ αστέρια και κανα-δυο απ’ τα ελάχιστα κοκόρια που ’χαν απομείνει εκτελούσαν το πατροπαράδοτο καθήκον τους.

Κι ο μάστρο-Πέτρος, ο συνταξιούχος πια εισπράχτορας του τέως ΚΤΕΛ, ακουμπιστός στο περβάζι κάπνιζε το παρθενικό τσιγαράκι της ημέρας, μη μπορώντας να ξεδιαλύνει το μυστήριο, πώς δηλαδή γίνεται τώρα που σχόλασε δια παντός από το μεροκάματο, τώρα να μη μπορεί να σταυρώσει πρωινό γλυκοΰπνι. Περίεργο πράμα, λες κι είχε ξυπνητήρι στο μυαλό του, μα είχε ξενυχτήσει αποβραδίς, μα όχι, μόλις πήγαινε πέντε το πρωί, βία πέντε και δέκα σαν καληώρα σήμερα, αργότερα πάντως όχι, του ’φευγε ο ύπνος σαν κυνηγημένος. Βέβαια, από πάντα του λίγο κοιμότανε. Ήταν και του επαγγέλματος τα χούγια τέτοια, τη μία γύριζε αργά, την άλλη σηκωνότανε χαράματα, όταν είχε να παραλάβει πρώτο δρομολόγιο. Έπινε καφέ στα όρθια   κι έβγαινε στη λεωφόρο απ’ όπου την κανονισμένη ώρα περνούσε το υπηρεσιακό γεμάτο οδηγούς και εισπραχτόρους, φάτσες σαν κι αυτόν κακοκοιμισμένες, και πήγαινε το λεωφορείο μες τη νύχτα με τα φώτα χαμηλά αργά-αργά, ενώ αντίθετα το αντίστοιχο της μεταμεσονύχτιας επιστροφής είχε τέρμα το φωτισμό και γκάζωνε ο οδηγός να φτάσουν σπίτια τους μια ώρα αρχύτερα, κι ήτανε όλο πειράγματα και πλάκες το λεωφορείο, ενώ από πίσω, παρατηρημένο ήταν, όλο και κάποιος θα ’πιανε κάποιο τραγούδι, το συνηθέστερο δημοτικό. Αυτά όμως γινόντουσαν τότε που ο μπαρμπα-Πέτρος δούλευε ακόμα εισπράχτορας, καθισμένος εκειπίσω στο θρόνο του συνάρχοντος του οχήματος. Και μάλιστα, τότε, αν και όσο να ’ναι είχε συνηθίσει τις ώρες τις στραβές και τον ύπνο τον κομμένο στα δυο, ωστόσο ήταν φορές που δύσκολα ξυπνούσε και πάντοτε με το ρολόι, και το πιο συχνό τονε ψιλόπαιρνε μες το υπηρεσιακό καθιστάς, στο τζάμι ακουμπώντας το κεφάλι. Τώρα όμως, που χρεία δεν υπήρχε να σηκώνεται χαράματα, όπως ξανάπαμε με το που πήγαινε η ώρα πέντε νάτον πάνω ορθός, κι άντε μαστρο-Πέτρο να δούμε τι θα σκαρφιστείς πάλι να κάνεις ώσπου να πάει οχτώ-εννιά και να ανοίξει της πλατείας το καφενείο.

Προς το παρόν βέβαια δε δείχνει να ’χει πρόβλημα, έψησε καφέ κι έφερε το φλυτζάνι τον βαρύγλυκο πλάι του στο περβάζι ν’ αχνίζει μέσα στη δροσιά και ως κοιτάει προς την ανατολή που ακόμα ανατολή δεν έχει, σκάει κάτι σαν ανήλικο χαμόγελο κάτω απ’ το μουστακάκι του, έτσι δειλό κι αυτό και συμμαζεμένο σαν τον ίδιον, αλλά άμα το προσέξεις και κομμάτι σκανταλιάρικο, «τρία χτες», ψιθυρίζει και δείχνει πως αυτή η σκέψη πολύ τον ευχαριστεί. «Αν και πρέπει να προσέχω, στο τελευταίο παρά λίγο να την πάθω, μπορεί και να το πήρανε χαμπάρι», μονολογεί.

Έξω μακριά, στον κεντρικό το δρόμο ένα βουητό έσπασε ξαφνικά την ησυχία· σταμάτησε για λίγο, έπειτα ξανάρχισε κι ύστερα πια έσβησε. Τα κοκόρια είχαν πια σωπάσει, χάραζε.

«Το δεύτερο, πέντε και τριανταπέντε από πάνω. Φτάνει στην έχτη στάση παρά τέταρτο, τώρα δηλαδή», σκέφτηκε. Το «δεύτερο»· αυτό πια ήταν γεμάτο εργατικούς, ενώ αντίθετα το πρώτο δρομολόγιο είχε κόσμο ανάμιχτο, κάθε καρυδιάς καρύδι, ύποπτους τύπους και εργαζόμενους της νύχτας, ξενύχτηδες και φανταράκια που ’χαν πάρει διανυχτέρευση. Το δεύτερο είναι δρομολόγιο πένθιμο, όλοι πάνε βλαστημώντας μεροκάματο. Παλιά, τότε που δούλευε, η πρωινή η βάρδια δεν τ’ άρεσε· τα πρωινά ο κόσμος είναι σκουντούφλης, μπαίνουνε βρίζοντας και βγαίνουνε τρεχάτοι, για ψύλλου πήδημα αρπάζονται αναμεταξύ τους και μαζί σου, το ίδιο και το μεσημέρι που σχολάνε. Του κυρ-Πέτρου πιο πολύ τ’ αρέσανε τα βραδινά τα δρομολόγια, που είναι πιο ξένοιαστος ο κόσμος, καθώς συνήθως κάπου πηγαίνει να ξεσκάσει ή πάλι επιστρέφει από έξοδο. Και το καλύτερο απ’ όλα ήταν το τελευταίο τελευταίο, που έφευγε από αφετηρία μεσάνυχτα κι έφτανε στις πέρα στάσεις καλές μία.

Αυτό, πραγματικά το απολάμβανε. Δεν ήταν μόνο που θα σχόλαγε, ήταν που είχε, σ’ αυτό το δρομολόγιο πιο πολύ απ’ τ’ άλλα, την αίσθηση πως είναι χρήσιμος και αναγκαίος. Γιατί, μετά απ’ τις δώδεκα άλλο λεωφορείο δεν υπήρχε, πάει να πει ταξί, πάει να πει έξοδα, πάει να πει επίσης ταλαιπωρία, γιατί αμέσως μετά τις δώδεκα δεν ακριβαίνουνε μονάχα τα ταξιά, μα γίνονται, τα ευλογημένα, κι άφαντα. Και πάνω κει συνήθαγε να κάνει τη ζαβολιά του ο μαστρο-Πέτρος. Όχι βέβαια καθημερνά, πάντως συχνά. Να δηλαδή, σκαρφιζόταν κάτι και κατάφερνε να καθυστερεί την αναχώρηση· όχι για πολύ, ίσα δυο-τρία λεφτά, αρκούσαν· τη μια έπιανε τάχα μου καβγά με το σταθμάρχη -είναι και κάτι οξύθυμοι που τσακώνονται με το τίποτα, εύκολο πράγμα- την άλλη «κάτσε ρε Βάσο μισό λεφτό να συμπληρώσω την κατάσταση», την άλλη άλλο, κι ας άκουγε της χρονιάς του από κανέναν τζαναμπέτη επιβάτη ή τα «τώρα τις θυμήθηκες μωρέ Πέτρο τις καταστάσεις;» του οδηγού· δεν τονε πείραζαν αυτά. Ανταμοιβή του ήταν τα ευτυχισμένα μάτια εκείνων, νέοι συνήθως, που φτάνοντας τρεχάλα στην αφετηρία καθυστερημένοι, όντας κι όλας σίγουροι πως πάει, το ’χασαν το λεωφορείο (καθώς τα άλλα, τα γειτονικά, είχανε φύγει), φτάνοντας λοιπόν λαχανιαστοί κι απελπισμένοι έβρισκαν -ω του θαύματος- το «δικό τους» εκεί να τους καρτερεί και αγαλλίαζαν όλο ευγνωμοσύνη. Μόνο που δεν επρόκειτο για θαύμα, ο κυρ-Πέτρος ήταν που ’χε βάλει το χεράκι του θέλοντας τόσο πολύ να φανεί εξυπηρετικός.

Άλλωστε, αυτό το επεδίωκε όλο τον καιρό. Κάθε που έπιανε μια νέα γραμμή, καθότανε και μ’ επιμέλεια μάθαινε τις στάσεις, τους κεντρικούς τους δρόμους, τις πλατείες, αλλά και τις εκκλησιές, τα νοσοκομεία, τα σχολεία της περιοχής ή τέλος πάντων οτιδήποτε γύρευε συχνά ο κόσμος. Μέχρι και χάρτη της Αθήνας είχε αγοράσει, για να ενημερώνεται καλύτερα, το ’βλεπε σαν καθήκον του αυτό. Είχε και μια δικιά του θεωρία μάλιστα. Ο εισπράκτορας, έλεγε, δεν είναι απλά και μόνο υπάλληλος του οργανισμού που έχει καθήκον να εισπράττει το «αντίτιμον» και να δίνει εισιτήρια και ρέστα. Είναι, να πούμε, ο υπεύθυνος επί των δημοσίων σχέσεων του οχήματος, μια και υπάρχει και το «μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Και για όσους επιβάτες ταξιδεύουν για πρώτη φορά σε άγνωστή τους περιοχή, έλεγε, ο εισπράχτορας, που εκφωνεί ταχτικά τις στάσεις και δίνει κατόπιν στον οδηγό το σήμα για την εκκίνηση με κείνο το μακρόσυρτο «φύγε», γι’ αυτούς είναι -κατά τον κυρ-Πέτρο πάντα- κάτι παραπάνω, ίσως-ίσως κάτι σαν υφυπουργός εσωτερικών της γειτονιάς. Αυτή ήτανε του μαστρο-Πέτρου η θεωρία, μα δεν την είχε εκμυστηρευτεί στους συναδέλφους του, φοβούμενος πως δε θα συμφωνούσαν.

Ήρεμα κυλούσε η ζωή του μπαρμπα-Πέτρου, σπίτι-δουλειά και κάτι άχαρες παρέες με συναδέλφους όταν είχανε ρεπό. Γίνανε βέβαια και δυο μεγάλες απεργίες, άβολα ένιωσε αλλά δεν έγινε κι απεργοσπάστης. Ύστερα τέλειωσαν και πίσω πάλι στη ρουτίνα. Μέχρι που κάναν την εμφάνισή τους τα «κουτιά». Όταν τα πρωτοφέραν, οι πιο πολλοί εισπραχτόροι μάλλον χάρηκαν απ’ την προοπτική της νωρίτερης συνταξιοδότησης ή της μετάταξης σε πιο ήσυχη θέση -γιατί να τους απολύσουν, δε γινόταν. Ο ίδιος είχε υποτιμήσει τον κίνδυνο, είμαστε λαός τζαμπατζήδων έλεγε, κανείς δε θα ρίχνει τα σωστά λεφτά, θα πήξουνε από κουμπιά και φραγκοδίφραγκα και θα τα πάρουν πίσω οι αρμόδιοι. Και βέβαια, στις αρχές τα «κουτιά» ήταν κάτι σαν αξιοθέατο, τα είχαν έτσι, σε κάνα-δυο γραμμές μονάχα, για δοκιμή. Κι όμως σιγά-σιγά εξαπλώνονταν, και μετά με πιο γρήγορο ρυθμό· σ’ ολόκληρες περιοχές ξηλώνανε τις πίσω θέσεις του εισπράχτορα και βίδωναν μπροστά τα κόκκινα κουτιά, ή πιο συχνά αγόραζαν λεωφορεία ειδικά κατασκευασμένα επί τούτου, και, πάει ο Πειραιάς, πάει η Παραλία, παν τα Βόρεια, ήρθε μια στιγμή που τα κουτιά ήσαν πλειοψηφία και οι εισπράκτορες μετρημένοι. Ο μαστρο-Πέτρος εξοργιζόταν απ’ αυτές τις εξελίξεις και αναστέναζε, πάει έλεγε, έχασαν την ανθρωπιά τους οι συγκοινωνίες, μα πώς δεν το καταλαβαίνουν οι υπεύθυνοι; Μπορεί ένα παλιόκουτο να σε πληροφορήσει ποια είν’ η έχτη στάση και από πού πάνε στην κλινική του Διαμαντή; άσε που δε δίνει και ρέστα, έλεγε και φουρκιζόταν με των άλλων την αδιαφορία μπρος στο σημαντικό τούτο πρόβλημα. Κι όταν γινόντανε ψιλοκαβγάδες στις αφετηρίες για τα καινούργια τα λεωφορεία που ερχόντουσαν συνέχεια, και μάλωναν οι οδηγοί ποια είν’ καλύτερα, τα ουγγαρέζικα -όπως λέγαν οι αριστεροί-, ή τα γερμανικά -οι δεξιοί-, ο μπαρμπα-Πέτρος ήτανε αντίθετος και με τους δυο, και στους μεν έλεγε πως τα γερμανικά είναι πανάκριβα και τα πληρώνεις με συνάλλαγμα, ενώ στους δε πως τ’ ανατολικά έχουνε σκάρτες μηχανές, επιχειρήματα που είχε ακούσει άλλους να τα λένε· καρφάκι βέβαια δεν του καιγόταν για τις μηχανές, που ήταν χωρίς εισπράκτορα τα καινούργια, αυτό τον έκοφτε.

Όταν τον ρωτήσαν, αρνήθηκε πεισματικά να μεταταχτεί, παρά ζήτησε και προσκολλήθηκε σε μιαν απόμερη, απόκεντρη γραμμή, το 171, με κάπου στο Θησείο την αφετηρία, με λεωφορεία αρχαία, από τα λιγοστά πλέον που ’χαν εισπράχτορα. Εκεί άραξε, σαν σε καταφύγιο, ησυχασμένος. Και τώρα ήταν καλύτερα από πριν, γιατί ήταν αποκλειστικός σε κείνη τη μία διαδρομή, όχι όπως παλιά που κάθε τρεις και λίγο άλλαζε, τη μια βδομάδα Νέα Σμύρνη, την άλλη Χαλάνδρι, την παράλλη Λιόσα και ύστερα Καισαριανή. Έμεινε εκεί, έμαθε απέξω ανακατωτά το μέρος και τους επιβάτες.

Γιατί ανέκαθεν του άρεσε να «πιάνει φίλους», να ψιλοκουβεντιάζει με τους επιβάτες, να γνωρίζεται ει δυνατόν. Μόνο που αυτό ποτέ δεν το πετύχαινε, έτσι συχνά που άλλαζε -πριν- τις γραμμές. Εκεί όμως, στη γραμμή του Θησείου, την ξεχασμένη θαρρείς απ’ την εξέλιξη, στο 171 που ήταν σταθερός, εκεί δεκάδες ήτανε οι ταχτικοί επιβάτες που με τον καιρό τους έμαθε και τον εμάθαν χαιρετιόνταν, καλημέρες, καλησπέρες, έμαθε τα χούγια τους, τις ιδιοτροπίες τους, τους ένιωθε λίγο δικούς του βρε αδερφέ. Να πούμε, στις πεντέμιση, με το πρώτο, ανεβαίνει από τη στάση της Στροφής η κυρα-Κούλα, που πάντα δίνει πενηντάρικο και θέλει σε δεκάρικα τα ρέστα -και της τα είχε φυλαγμένα αποβραδίς της κυρα-Κούλας τα δεκάρικα. Ή πάλι, τα μεσημέρια είναι ταχτικός ο δάσκαλος, συνταξιούχος δηλαδή, με το μαύρο το μπαστούνι που ’χει λαβή ασημένια, που κάθεται μονίμως στη θέση δίπλα στον εισπράχτορα και κάθε μέρα, όταν στη στάση του σχολείου μπουν τα γυμνασιόπαιδα με αλαλαγμούς και πλάκες και πειράγματα και σαματά και φασαρία, ο δάσκαλος αρχίζει πάντα να δυσανασχετεί και παραφυλάει μην τύχει και κανένα τους καθίσει ενώ υπάρχουν μεγαλύτεροι ορθοί, κι αν γίνει αυτό, απαραιτήτως θα το κατσαδιάσει και ύστερα στην υπόλοιπη τη διαδρομή θα μονολογεί για το πώς χάλασε η νεολαία σήμερα. Και ούτω καθεξής, ανάλογα την ώρα κι άλλοι επιβάτες, και στο βραδινό το τελευταίο, των δώδεκα, σ’ αυτό ταχτικός ήτανε ένας ψηλός μελαχρινός και όμορφος νεαρός, που απ’ ό,τι αποδείχτηκε αργότερα λεγότανε Γαβρίλης, κάπου είκοσι-εικοσιδύο, φοιτητής των ΚΑΤΕΕ όπως έλεγε το πάσο, που αγαπούσε να φορά άσπρα πουκάμισα και έσερνε πάντα μαζί του ένα λερό σακίδιο με χαρτιά, τσιγάρα και βιβλία. Ανάμεσα στο μαστρο-Πέτρο και το νεαρό (που κατέβαινε μια στάση πριν το τέρμα) ξεκίνησε μια παράξενη ας την πούμε φιλία, και αφορμή γι’ αυτό ήταν ένα βράδυ που, ως άδειο πια το λεωφορείο πήγαινε μ’ αυτόν μονάχα επιβάτη, ο μπαρμπα-Πέτρος άναψε τσιγάρο· απέναντι ο Γαβρίλης από ώρα έπαιζε στα δάχτυλά του ένα άλλο, ανυπομονώντας πότε θα κατέβει να τ’ ανάψει, του λέει λοιπόν ο κυρ-Πέτρος σιγανά και λίγο συνωμοτικά «Μη σε νοιάζει, δε μας βλέπει», με το κεφάλι δείχνοντας προς τον οδηγό. Κι είναι γνωστή των καπνιστών η αλληλεγγύη, ειδικά σε συνθήκες απαγορεύσεων, όμως εδώ η μια κουβέντα έφερε την άλλη, έπειτα βγήκανε και κοντοπατριώτες («Εγώ εδώ γεννήθηκα, στα Χανιά πάω μόνο τα καλοκαίρια», είχε πει ο μικρός) και όταν χώρισαν είχανε πει και πεντέξι ωραίες κουβέντες.

Αυτά τα ψιλοπράματα ήταν που έκαναν το μαστρο-Πέτρο ν’ αγαπάει τη δουλειά του, και κάθε που είχε ρεπό να μην τονε χωράει το σπίτι· γιατί, εδώ που τα λέμε, μονάχος είχε μείνει στη ζωή, αυτός μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του χήρα κι άτεκνη, σκέτη μιζέρια οι λιγοστές κουβέντες τους και μόνες του παρέες ήταν με τους άλλους εισπραχτόρους και τους οδηγούς, κι αυτές με τον καιρό τις είχε βαρεθεί. Αλλά είπαμε· στη δουλειά, μέσα στο πλήθος το συνωστιζόμενο καθιστός πίσω απ’ το τεζάκι του, εκεί ένιωθε βασιλιάς· μυστήρια πράματα. Το Γαβρίλη συχνά τον απαντούσε στα τελευταία τα δρομολόγια και πάντα πιάναν τη συζήτηση· όχι πάντα δηλαδή γιατί καμιά φορά, όχι πολύ συχνά όμως, ο μικρός ερχόταν αγκαζέ με μια μελαχρινή σγουρομάλλα, παχουλή λιγάκι αλλά της πήγαινε, τη Μαίρη. Σίγουρο πράμα, η μικρή δεν ήτανε της γειτονιάς, δεν την είχε ξαναδεί ο κυρ-Πέτρος και φαινότανε που ήτανε κάπως σφιγμένη, που δεν τα ’ξερε τα κατατόπια. Στα ενδιάμεσα, όταν ο Γαβρίλης ήταν σόλο, η παρέα τους συνεχιζότανε όπως και πριν, και στο τσακ ήταν ο μπαρμπα-Πέτρος να του πει να πάνε κανα βράδυ για κανα κρασί, ντρεπόταν όμως και δεν τ’ αποφάσιζε. Ένα Σαββάτο, μπήκε ο Γαβρίλης στο λεωφορείο άλλος άνθρωπος, συνοφρυωμένος, βαρύς κι αμίλητος, σ’ όλη τη διαδρομή κοίταζε απ’ το τζάμι πέρα, ούτε χαιρέτησε ούτε τίποτα, μόνο που δεν τον παίρνανε τα κλάματα. Φως φανάρι, κάτι είχε τρέξει με το πρόσωπο, το ’πιασε αμέσως ο κυρ-Πέτρος, κι άμα κατέβηκαν οι άλλοι επιβάτες, «Τι έχεις ρε Γαβρίλη κι είσαι έτσι; Τίποτα με τη μικρή;» Λέξη ο άλλος, μόνο που κοκκίνισε. «Και τι έγινε, βρε αδερφέ; Όξω καρδιά.» Ο μικρός του ’πε κάτι σαν «άσε με»· κανονικά, εκεί έπρεπε να σταματήσεις μαστρο-Πέτρο αφού ο άλλος δε γούσταρε κουβέντες, αλλά βλέπεις σ’ έπιασε το εισπραχτόρικο: «Ξέρεις ρε συ τι λέμε εμείς του επαγγέλματος; Ποτέ μην τρέχεις πίσω από λεωφορεία και γυναίκες· θα ’ρθουν κι άλλα.» Πάνω εκεί τσαντίστηκε ο μικρός, και μ’ ένα «Ώχου, παράτα μας ρε γέρο, έχουμε όλα τ’ άλλα, να ’χουμε και σένα», σηκώθηκε, χτύπησε το κουδούνι και κατέβηκε. Έτσι είναι μαστρο-Πέτρο, με δυο τσιγάρα και με δυο κουβέντες θάρρεψες πως έγινες τακίμι με τον άλλον; Από πού κι ως πού; Ετούτος έχει όλη τη ζωή μπροστά του κι εσύ την έφαγες, άσε που και η παροιμία που μεταχειρίστηκες λάθος ήτανε, γιατί είναι φορές που ούτε άλλο λεωφορείο έρχεται -όπως ξέρεις καλά εξ επαγγέλματος-, αλλά ούτε και γυναίκα -κι αυτό το ξέρεις.

Και βέβαια δε σταμάτησε εξαιτίας του καβγά να μπαίνει στο 171 ο Γαβρίλης μόνο που καθότανε μπροστά, σιμά στον οδηγό, κι απόφευγε να κοιτάξει προς τα πίσω. Όσο για τη Μαίρη, αυτή ποτέ δεν ξαναφάνηκε στο λεωφορείο· δηλαδή, για ν’ ακριβολογούμε, δεν ξαναφάνηκε μες τους επόμενους δυο μήνες. Γιατί, κάπου δυο μήνες ύστερα απ’ το επεισόδιο ήρθε η καταστροφή. Όπως με καμάρι ανακοίνωσε στον Τύπο ο αρμόδιος υπουργός «ολοκληρώθηκε η αντικατάσταση των εισπραχτόρων στα λεωφορεία της περιφερείας πρωτευούσης». Έκανε και ρεπορτάζ η τηλεόραση, πήραν και συνέντευξη από  ’ναν απ’ τους τελευταίους των Μοϊκανών – ευτυχώς όχι απ’ τον μαστρο-Πέτρο, απ’ άλλονα. Αυτός πάλι, ήταν να τον κλαις. Γέρασε μέσα σε μια βδομάδα· όλη τη μέρα, από ανήλιαγα που ξύπναγε -του είχε μείνει αυτό το κουσούρι- ή σπίτι σαν την άδικη κατάρα θα στριφογύριζε, ή στο καφενείο για πρέφα θα σερνόταν. Και με το σούρουπο έμπαινε σ’ ένα λεωφορείο και ταξίδευε ως το τέρμα, κι από κει πίσω πάλι, κι ύστερα σ’ άλλο, και σ’ άλλο πιο μετά, μέχρι που νύχτωνε περιπλανιόταν έτσι άσκοπα, μόνο και μόνο για να ’ναι μες τον κόσμο, και έτσι πέρναγε ο καιρός. Έρμε μπαρμπα-Πέτρο, σου ’ρθε απότομα η πανταχούσα· τι νόμιζες; πως, ειδικά για σένα, το 171 θα ’μενε εσαεί με εισπράχτορα, με κείνα τα σαράβαλα λεωφορεία; Παν κι αυτά, πας κι εσύ. Πού ζεις; Ο κόσμος προοδεύει μπαρμπα-Πέτρο και συ έμεινες πίσω· τόσο ατζαμήδικα την είχες ταιριάξει τη ζωή σου, που ακόμα και ένα κουτί, ένα κουτό κουτί και τίποτα παραπάνω, μπόρεσε και στη γύρισε τα πάνω κάτω, εχ, μπαρμπα-Πέτρο!

Βέβαια, το σύστημα με τα κουτιά δεν ήταν και πολύ καλό, αυτό το ήξερες, και είχες κάτι ηλίθιες ελπίδες πως, λέει, θα τα πάρουν πίσω και θα σας ξαναφωνάξουν -άκου φίλε μου- πίσω στην υπηρεσία. Και πράγματι δεν ήτανε καλό το σύστημα. Και βγήκε ο υπουργός στην τηλεόραση, και είπε για τις απώλειες απ’ τους τζαμπατζήδες που υπολογίζονται σε είκοσι τα εκατό του τζίρου, και με χαρά ανακοίνωσε για τα καινούργια τα «ηλεκτρονικά» τα μηχανήματα που θ’ αντικαταστούσαν τα κουτιά και που, αυτά, θα ’ταν αδύνατο να τα ξεγελάσει κανείς. Έτσι είπε κι έτσι έγινε· μόνο που ύστερα από κανα-δυο μήνες τα μηχανήματα άρχισαν να παθαίνουν βλάβες· όχι ένα και δυο, παρά δεκάδες βγαίναν άχρηστα και γράφαν οι εφημερίδες για ελαττωματικές παραγγελίες και για βάνδαλους νεαρούς.

Έτσι γράφαν, γιατί δεν ξέρανε για κείνο το γεράκο, τον συνταξιούχο των τέως ΚΤΕΛ, τον καθόλα αξιοσέβαστο, που περνά τα βράδια του μες τα λεωφορεία κουβαλώντας μια τσάντα παλιά που κουδουνίζει. Άλλωστε, δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, είν’ άνθρωπος κοινότατος, πώς και γιατί να τον προσέξεις; Μιαν ιδιοτροπία έχει μόνο: που πάντα κάθεται πίσω, στη θέση πλάι στο μηχάνημα· και που όταν το όχημα αδειάσει, αφού κοιτάξει πίσω του και σιγουρευτεί πως δεν τον βλέπουν, τότε, γρήγορος σα μαθητής που ανοίγει σκονάκι, ανοίγει κι αυτός την τσάντα και βγάζει από μέσα κέρματα στραβωμένα, ροδέλες, λάμες από σουγιάδες και χούφτες άλλα σιδερικά, και, αν το χωράει ο νους σας, πιάνει και ταΐζει το μηχάνημα με δαύτα· κι ύστερα σηκώνεται, βγαίνει απ’ το λεωφορείο καμαρωτός και ανεβαίνει σ’ άλλο. Και κει κάνει την ίδια τη δουλειά, κι έπειτα αλλού, μέχρι να σταματήσει η συγκοινωνία, οπότε και γυρνάει σπίτι του σφυρίζοντας και σκασμένος στα γέλια. Ύστερα πέφτει αμέσως και κοιμάται, γιατί κάθε πρωί ξυπνάει στις πέντε τα χαράματα…