μπαλαμούτι…

Χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι, άντε, μου τη σκάσαν μπαλαμούτι.
Όλο μπαρμπουτήδες φίλοι, άιντε, στ’ Αργυρού το μπιτιρίνι. 

Παίζαμε γεμάτο ζάρι, άιντε και δεν έπαιρνα χαμπάρι.
Και μ’ αφήσανε στον άσο, άιντε κι είμαι, αδέλφι μου, να σκάσω.

 -Άιντε, να ζήσουν τα παιδιά του μπιτιρίνι. 

Χάνω, μ’ άσοι, τρεις διακόσιες, άιντε, και με ντόρτια, άλλες τρακόσιες.
Το ζακέτα βάζω χάμω, άιντε, φέρνω δυάρες και το χάνω. 

Φέρνω βόλτα και φουμάρω, άιντε, ξαναπαίζω και ρεφάρω.
Τώρα, αδέλφι, ντερβισάκι, άιντε μπαγλαμά και χασισάκι.

 -Γεια σου, Σαμιωτάκι μου [δηλ. ο Ρούκουνας] 

Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης μπαλαμούτι;

Οι Ρομά στην Ελλάδα και την Τουρκία αποκαλούν τους ξένους μπαλαμό, και όσα κείμενα στο διαδίκτυο παρουσιάζουν τον όρο μπαλαμό νοιώθουν την υποχρέωση να επισημάνουν ότι το μπαλαμό δεν έχει καμία σχέση με το μπαλαμούτι. Και χωρίς καν να ψάξω αν έχει η Ρομανί επίθημα -ut, είναι σαφές ότι δεν έχει νόημα να λες το κλέψιμο στον τζόγο «μπαλαμοσύνη». Το στερεότυπο των Ρομά για τους ξένους, όπως και των ελλαδιτών και ισραηλινών για τους δυτικούς, είναι πως είναι αφελείς και κορόιδα. Για να επιβιώσουν οι Ρομά στο κοινωνικό περιθώριο στην Ελλάδα, χρειαζόνταν να θεωρούν την πλειονότητα ως εξαπατήσιμους, κι όχι ως εξαπατώντες.

Αν ψάχνουμε την προέλευση λέξης της νεοελληνικής καθομιλουμένης που δεν πηγάζει μέσα από τα ελληνικά, η πρώτη γλώσσα που κοιτάμε είναι τα τούρκικα. Και πραγματικά, υπάρχει η τουρκική λέξη palamut, που ένας από τους ειδικούς που επικαλείται η SLANG.gr την έχει προτείναι ως προέλευση του μπαλαμούτι. Το δε τουρκικό palamut δεν είναι παρά το γνωστό ψάρι παλαμίδα.

Το palamut ακούγεται σαν την παλαμίδα, για πολύ απλό λόγο: αποτελεί δάνειο του παλαμίδα, με προσαρμογή στη φωνολογία της τουρκικής. Μάλιστα η πρώτη αναφορά που δίνει ο Νισανιάν είναι στον Εβλιγιά Τσελεμπή το 1665, ώς palamida. Το palamut σημαίνει και «βελανίδι», και φαίνεται να προέρχεται και αυτό από τα ελληνικά (αν και ο Νισανιάν κάνει κόλπο για να το ερμηνεύσει, από το αναχρονιστικό balanidion.)

Το palamut ξαναμπήκε στα ελληνικά σε μορφές της γλώσσας με έντονη επιρροή από τα τούρκικα. Η διπλωματική εργασία λ.χ. της Ασπασίας Μπερμπέρη για τις δάνειες λέξεις στα αρχεία του Αλήπασα  αναφέρει «μπαλαμούτι, βλ. παλαμούτι», αν και δυστυχώς ξέχασε να δώσει ορισμό για το παλαμούτι. Ως balamut, η λέξη κατέληξε και στα ρουμάνικα, αν και εκεί ονομάζει τον κολιό είτε το σκουμπρί.

Ούτε το σκουμπρί ούτε το βελανίδι όμως μας υπόσχονται πολλά για εξήγηση του «κλέψιμο στα χαρτιά». Να κρατά μήπως ο κλεμμένος σιγή ιχθύος; Τραβηγμένο φαίνεται.

Υπάρχει όμως πηγή για το μπαλαμούτι που μας λέει περισσότερα, από την αντίθετη μεριά της Ρουμανίας.

Στα ρωσικά ο balamut είναι ο ταραχοποιός, ο φαρσέρ, και η λέξη έχει αδιάψευστα πιστοποιητικά σλαβογένειας, όπως δείχνει το Ετυμολογικό Λεξικό του Βάσμερ. Η ίδια λέξη εμφανίζεται στα ουκρανικά και τα λευκορωσικά ως «απατεώνας», και στα πολωνικά ως bałamącić, bałamucić.Σχετίζεται με το ρώσικο balagur «φλυάρος, πλακατζής» και το mutitj «σύγχυση». Ο Βάσμερ εικάζει ότι το bala- αποτελεί ονοματοποιία, και απορρίπτει συνδέσεις με το αρχαιοελληνικό φῆλος «απατηλός», το λατινικό fallo «απατώ», το μογγολικό balamut «παράτροπος» ή το τουρκικό bulamak «παρεμβαίνω».

Κάποιος λοιπόν που πολυλογεί και μπερδεύει τα πράγματα, κάποιος που φλυαρεί και προκαλεί σύγχυση. Αν το κάνει αυτό για πλάκα, πρόκειται για πλακατζή, ίσως ακόμα και φαρσέρ, όπως χρησιμοποιούν τη λέξη στα Ρωσικά. Αν το κάνει εσκεμμένα, πρόκειται για απατεώνα, έννοια που έχει αποκτήσει η λέξη στα Ουκρανικά και στα Λευκορωσικά.

Αλλά και στα ρουμανικά, όπως δείχνει το dexonline. Τα λεξικά που αναφέρονται εκεί για το balamut περιλαμβάνουν τις έννοιες:

* εξαπάτηση στη χαρτοπαιξία

* απατηλός, τσαρλατάνος, απατεώνας, συκοφάντης, ψεύτης

* μπερδεμένη ομιλία, ψεύδισμα, τραυλισμός, βαβούρα· βουβός εκ γενετής

* χαζός

Τα ρουμάνικα παίρνουν την «μπερδεμένη ομιλία» προς πολλές κατευθύνσεις, αναμέσά τους τον «βουβό» και τον «χαζό» (ίδια μετωνυμία με αυτή που παρουσιάζει το αγγλικό dumb)· και ταξιδεύει την έννοια «απατεώνας» παραπέρα, σε «ψεύτη» και «συκοφάντη». Αλλά έχει επίσης καθιερώσει την συγκεκριμένη έννοια «χαρτοκλέφτης» και αυτήν την έννοια ξεκάθαρα εμφανίζουν τα ελληνικά το 1932.

Τα σλαβικά δάνεια στα ελληνικά σπανίζουν, και τα παραδείγματα στην αργκό που αναφέρει η διδακτορική διατριβή της Κατερίνας Χριστοπούλου είναι όλα από τα βουλγαρικά και τα σλαβομακεδονικά, όπως θα περίμενε κανείς: βρυκόλακας, γκλάβα, στουμπός, πούτσος (βουλγαρικό butsa «σβώλος»), βλάχος (λιγότερο πειστικό αυτό), βολοδέρνω (φέρεται από το «γδέρνω βόδια», και ούτε αυτό δεν με πείθει.)

Το μπαλαμούτι όμως είναι ανατολικοσλαβικό, και σε αντίθεση με την προβοκάτσια ή την τρόικα ή τη νομενκλατούρα, δεν παρουσιάζεται προφανής δρόμος μέσω κομμουνισμού ώστε να καταλήξει η λέξη στα ελληνικά, πόσο μάλλον στα μάγκικα της δεκαετίας του 1930. Και η εξέλιξη που καταλήγει «κλέψιμο στα χαρτιά» φαίνεται να είναι ρουμανική. Η λέξη όντως αποδίδεται, σε όσες ετυμολογίες διατίθενται, είτε στα ρουμανικά είτε στα «σλαβικά».

Τα ρουμάνικα είναι απορίας άξιον για την ετυμολογία. Ξεκάθαρα πρόκειται για ρουμανικά της Ρουμανίας (ή της Μολδαβίας: ορισμένα ρουμανικά λεξικά λένε πως η έννοια «χαρτοκλέφτης» είναι μολδαβική, και πρέπει να πρωτομπήκε στη γλώσσα εκεί από τα ουκρανικά, αλλά η λέξη φαίνεται να έχει διαδοθεί παντού στα ρουμανικά.) Βλάχικη σίγουρα δεν είναι: η όποια ουκρανική επιρροή στα ρουμανικά δεν είχε να κάνει με τα βλάχικα που μιλιόνταν στην Ελλάδα, και η όποια επιρροή της Δακορουμανικής στα Βλάχικα θα χρονολογούσε από τη δεκαετία των 30, όταν λειτουργούσαν ρουμανόφωνα σχολεία στην Ελλάδα — πολύ αργά για να είχει ήδη επικρατήσει η λέξη στην ελληνική αργκό.

Γλωσσική επαφή έχει υπάρξει ανάμεσα στα ρουμανικά και στα ελληνικά, ιδίως όταν διοικούσαν τη Ρουμανία οι Φαναριώτες, και ήταν διαβόητη η πονηριά των Φαναριωτών. Αυτό όμως θα εξηγούσε ελληνική λέξη στη ρουμανική αργκό, και όχι το αντίθετο. Η περίπτωση της τραγιάσκας αποτελεί παράδειγμα δανείου από τα ρουμανικά, και έχει σχολιαστεί εδώ στο ιστολόγιο. Δεν φαντάζομαι πάντως ρουμάνοι φοιτητές να έμαθαν στους έλληνες πως να κλέβουν στα ζάρια, ιδίως όταν οι γάλλοι έλεγαν τους χαρτοκλέφτες grec· οπότε δεν ξέρω πώς κατέληξε ουκρανική λέξη μέσω των ρουμάνικων να σημαίνει κλέψιμο στα ζάρια στην αργκό του 1932, χούφτωμα στην αργκό του σήμερα, ή δόλο στην αργκό του ΠΑΣΟΚ. Αλλά η μόνη εύλογη αρχή του μπαλαμούτι είναι τα ρουμανικά.

Ν.Νικολσου /sarangakos WordPress.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *