ΑΠΌΚΟΜΜΑ ΖΩΉΣ (διήγημα)

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Ο τύπος ήταν απατεώνας, ένας θεατρίνος που είχε πεθάνει στα ψέματα κάμποσες φορές συγγενείς και γνωστούς για να τον λυπούνται και να τον βοηθούν – μέχρι και για το παιδί του έλεγε πως είχε πεθάνει και ζητούσε λεφτά για την κηδεία του. Εγώ όμως που κυκλοφορούσα τη νύχτα τον είχα δει να μπαινοβγαίνει σε κωλόμπαρα και σε στριπτιζάδικα και να ξοδεύει ένα κάρο λεφτά σε γυναίκες που η αξιοπρέπειά τους ήταν απείρως μεγαλύτερη από τη δική του. Δεν είχα προσωπικές σχέσεις μαζί του, ούτε καν μιλούσαμε, αλλά ο τρόπος του μου προκαλούσε απέχθεια. Λόγω της δουλειάς μου στη νύχτα είχα γνωρίσει ένα σωρό καθάρματα αλλά αυτός εδώ ήταν το κάτι άλλο. Τέτοιο θράσος και τέτοιο ξεφτιλίκι σαν το δικό του δεν είχα ξαναδεί.

Η φάτσα του κάποιον μου θύμιζε από το παρελθόν αλλά μπορεί να έκανα και λάθος. Ήταν ένα καχεκτικό ανθρωπάκι με γυμνό κρανίο – τα ελάχιστα μαλλιά στο σβέρκο και τους κροτάφους τα είχε ξυρισμένα. Φορούσε συχνά κασκέτο και κουβαλούσε σακίδιο πλάτης. Η μούρη του ήταν ποντικίσια, η μύτη του μακριά και σουβλερή. Κυκλοφορούσε με τα πόδια αλλά κάποιες φορές τον είχα δει να οδηγά μια μηχανή ολοκαίνουρια, αυτά τα διαστημικά μηχανάκια που είναι πολύ στη μόδα τα τελευταία χρόνια. Τον έβλεπα που χωνόταν στα στενά δρομάκια της λιμενικής ζώνης, άφηνε το μηχανάκι κάπου απόμερα, άλλαζε ρούχα και κυκλοφορούσε με τα πόδια ζητιανεύοντας από τουρίστες και ιδιοκτήτες σκαφών με ιστορίες δουλεμένες από πριν. Απ’ όσα έφταναν στ’ αυτιά μου το σενάριο ήταν πάντα ίδιο με μικρές παραλλαγές: κλαιγόταν για αρρώστιες και θανάτους συγγενών του και ζητούσε λεφτά για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα του νοσοκομείου ή της κηδείας.

Ένα βράδυ ο πορτιέρης του μαγαζιού όπου δούλευα εκείνη την εποχή μου είπε ότι την ώρα που στεκόταν στην είσοδο τον πλησίασε ο περίεργος και του ζήτησε είκοσι ευρώ γιατί η γυναίκα του είχε εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο και κείνος δεν είχε λεφτά για να πάρει ταξί. Ο πορτιέρης, ένας γίγαντας εκατόν πενήντα κιλά με άνοιγμα πλάτης όσο η κάσα μιας κανονικής πόρτας, μου είπε ότι ο τύπος επέμενε, κλαψούριζε και μάλιστα προσπάθησε να μπει στο μαγαζί για να ζητιανέψει. Ο πορτιέρης κόντεψε να τον δείρει, συγκρατήθηκε και τελικά τον διαολόστειλε. Ο άλλος όμως φεύγοντας του είπε «δεν πειράζει ρε φίλε, ο Θεός να σε έχει καλά». Ο γίγαντας γελούσε καθώς μου το έλεγε αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο σκέφτηκα ότι εκείνος ο απατεώνας ίσως να ήταν πιο πολύπλοκος απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ.

2

Ήταν μια περίοδος που είχα αρχίσει πια να κουράζομαι από τη νύχτα. Κόντευα τα πενήντα. Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε μια δουλειά της προκοπής. Κατά περιόδους, ευάλωτος σε κοινωνικές συγκρίσεις, ένοιωθα αποτυχημένος. Παλιάνθρωπος δεν είχα γίνει αλλά ποτέ δεν ξέρεις – όλα είναι πιθανά. Με αλκοόλ και ουσίες δεν είχα μπλεχτεί – στην αρχή είχα κάνει μερικά άσχημα μεθύσια αλλά οι αναμνήσεις και η πειθαρχία μου με  βοήθησαν και τα έκοψα μαχαίρι. Από την άλλη, δεν είχα αυταπάτες: ό,τι κι αν κάνεις η κατάληξη είναι ίδια. Κάθαρμα ή άγιος, ποια η διαφορά; Διατηρούσα ακόμα κάποια ικανότητα για χαρά αλλά η ζωή είχε πάψει να με ενθουσιάζει. Ζούσα τις εμπειρίες μου σχεδόν με απάθεια, αποστασιοποιημένος, σαν παρατηρητής παρά σαν να ήμουν αυτός που τις βίωνε. Η νύχτα με είχε αποβλακώσει. Κάθε ξημέρωμα, στο δρόμο για το σπίτι, διαλυμένος απ’ το ξενύχτι, ένοιωθα άδειος, πιο άδειος και από κούκλα σε βιτρίνα καταστήματος. Ζούσα μηχανικά, χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για όσα έκανα, πιστός σε μια ζωή που δεν την είχα ζητήσει, αμήχανος μπροστά στο μυστήριό της. Η σκέψη ενός πρόωρου θανάτου με άφηνε τελείως αδιάφορο αλλά η αυτοκτονία δεν με είχε απασχολήσει. Το να στρέψω τα χέρια μου ενάντια στον εαυτό μου, μου φαινόταν αδιανόητο. Η γλύκα της ζωής και το λιμάνι με τα χρυσά του φώτα με κρατούσαν ακόμα σε απόσταση ασφαλείας από την οριστική παραίτηση.

Έμενα μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα στην περιοχή του λιμανιού. Μοναδική παρέα ο γάτος μου ο Ερμής και μια μικρή βιβλιοθήκη φορτωμένη με βιβλία και προσωπικές σημειώσεις – δούλευε ακόμα μέσα μου η επιθυμία να γράψω κάτι, κάποια ιστορία, λες και είχα κάτι σημαντικό να πω στον εαυτό μου ή στους άλλους.

Το μαγαζί που δούλευα τα τελευταία χρόνια μάζευε πολύ κόσμο, κυρίως νεαρόκοσμο που του άρεσε η σκληρή μεταλλική μουσική και η κραιπάλη: έπινε, κάπνιζε, χαπακωνόταν και παλλόταν σε μονότονους ρυθμούς  μέχρι το ξημέρωμα. Ο Κοσμάς, ο ιδιοκτήτης, είχε περάσει ολόκληρη την ζωή του κάνοντας μπίζνες τη νύχτα – ούτε ο ίδιος ήξερε πόσα μαγαζιά είχε ανοίξει. Θα μπορούσε να έχει μια περιουσία στα εξήντα του αλλά το πάθος του με τον τζόγο ήταν αγιάτρευτο. Όλη μέρα στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ και τη νύχτα άφηνε εμένα υπεύθυνο στο μαγαζί για να τρέξει στο καζίνο – μου έδειχνε τυφλή εμπιστοσύνη, γεγονός που με έκανε να τον εκτιμώ και απέκλειε κάθε πιθανότητα να τον κλέψω ή να τον εξαπατήσω με οποιονδήποτε τρόπο . Ήταν χωρισμένος, με δυο παιδιά – δυο μαντράχαλους που στο θέμα του τζόγου δεν είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τα χνάρια του πατέρα τους και είχαν μπλεχτεί σε βρομοδουλειές, φυλακές και κρατητήρια. Άγνωστο πώς, ο Κοσμάς δεν είχε μπλεχτεί με εμπόριο ουσιών ή άλλες παρανομίες, κάτι που διευκόλυνε την συνεργασία μου μαζί του.

Όμως ήθελα να ξεφύγω. Όλο αυτό το σκηνικό με είχε κουράσει. Τελευταία είχα αρχίσει να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να κάνω μια μεγάλη μπάζα και να αποχωρήσω οριστικά από τα νυχτερινά μαγαζιά έχοντας εξασφαλίσει ένα μεγάλο ποσό που θα μου επέτρεπε να ξεκουραστώ και να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου ήσυχα και απλά, μακριά από τον θόρυβο και την κραιπάλη. Αυτό το σενάριο μου ροκάνιζε αδιάκοπα τη σκέψη αλλά το περιεχόμενο ήταν αφηρημένο και άλλαζε συνεχώς. Σκεφτόμουν διάφορα: προστασία, γυναίκες, ληστεία τράπεζας, ακόμα και το ενδεχόμενο να στήσω ή να μπω σε κύκλωμα με διακίνηση λαθρομεταναστών – κόλπο που ήταν στο φόρτε του τα τελευταία χρόνια και που είχα τις διασυνδέσεις για να το επιχειρήσω. Είχα, όμως, το θάρρος να μπλεχτώ με τέτοιες δουλειές; Μπορούσα στα πενήντα μου να παραβιάσω ορισμένες ηθικές αρχές που θεωρούσα σταθερές και απαραβίαστες; Δεν ήμουν σίγουρος αλλά ακόμα και το γεγονός ότι το σκεφτόμουν μου προκαλούσε εσωτερικές συγκρούσεις.

Τελικά, ένα ξημέρωμα η πρόταση ήρθε από κει που δεν το περίμενα. Την ώρα που έκλεινε το μαγαζί και τακτοποιούσα τις τελευταίες εκκρεμότητες – κλείσιμο ταμειακής, φώτα, συσκευές, ασφάλεια χώρου – μπήκε μέσα ο ένας μαντράχαλος, ο μεγάλος γιος του Κοσμά. Ήταν ένα ενενήντα, ατσούμπαλος, με ξυρισμένο κρανίο και τατουάζ που έβγαιναν μέχρι πάνω το λαιμό. Ήρθε και κάθισε σε ένα σκαμπό, στην άκρη του μπαρ. Άρχισε να μου λέει διάφορα. Ξεκίνησε από όσα γίνονταν σε τοπικό επίπεδο – τη δολοφονία μιας νεαρής από έναν Αλβανό και έναν Έλληνα. Μετά πήγε σε θέματα του πατέρα του και τελικά άρχισε να μου λέει για μια μεγάλη δουλειά που ετοίμαζε. Τον άκουγα αδιάφορα χωρίς να μιλάω και είχα την αίσθηση ότι δεν είχε έρθει τυχαία τέτοια ώρα στο μαγαζί – ερχόταν από νωρίς αλλά ποτέ ξημέρωμα. Δεν έκανα λάθος. Την ώρα που είχα ένα μάτσο λεφτά στα χέρια μου για να τα βάλω στον φάκελο και να τα δώσω στον Κοσμά που ερχόταν να πάρει την είσπραξη μετά το καζίνο, ο μαντράχαλος άλλαξε σκαμπό και ήρθε και κάθισε δίπλα μου.

«Τα βλέπεις; Αυτά τα γαμημένα κυβερνούν τον κόσμο» μου λέει δείχνοντας τα λεφτά που κρατούσα. «Πες μου κάτι καινούριο» του απάντησα. Χαμογέλασε και μετά μου το ξεφούρνισε. Είχε βρει κονέ στην Αθήνα έναν παλιό συμμαθητή του που είχε εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο και έψαχνε κάποιον να πηγαίνει και να μεταφέρει μια δυο φορές το μήνα ένα δυο κιλά κοκαΐνη. «Πέντε χιλιάρικα για κάθε μεταφορά, ενδιαφέρεσαι;» μου λέει με άνεση και με ένα χαζό χαμόγελο που έκανε την αγριόφατσά του να μαλακώσει λιγάκι.

«Γιατί σκέφτηκες εμένα; Μπορείς να το κάνεις μόνος σου» του πέταξα. Άρχισε να μου λέει σε πόση εκτίμηση με είχε ο πατέρας του και πόσο εντάξει τύπος του φαινόμουν. Όσο για τον ίδιο… «Εμένα με έχουν φακελωμένο. Καλώς ή κακώς έχω βιογραφικό στην αστυνομία». Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής.

Του είπα ξερά «άσε με να το σκεφτώ, είναι μεγάλη απόφαση». Έφυγε χαζογελώντας και εγώ έμεινα με τα λεφτά στα χέρια, κάπου έξι χιλιάρικα, να κάνω υπολογισμούς. Με δέκα μεταφορές θα μπορούσα να βγάλω πενήντα χιλιάρικα και να αλλάξω ζωή – αν φυσικά την έβγαζα καθαρή με τα καθάρματα που πήγαινα να μπλέξω.

3

Τελικά το έκανα και ανακάλυψα ότι μέσα μου δούλευε ένα θάρρος και μια απάθεια που δεν τα είχα εκτιμήσει σωστά μέχρι τότε. Ήταν μια έκπληξη, από εκείνες που νοιώθουμε όταν ξαφνικά καταλαβαίνουμε πόσο λίγο ξέρουμε τον εαυτό μας και πόσο λίγο έχουμε ασχοληθεί μαζί του στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής.

Έκανα δυο μεταφορές χωρίς να ανοίξει ρουθούνι και ο μαντράχαλος με καλόπιανε κάθε φορά που έπαιρνε τα πακέτα στα χέρια του. Αποδείχτηκε απόλυτα συνεπής με την πληρωμή και σε ένα μήνα είχα κιόλας δέκα χιλιάρικα σε μια κρυψώνα στο σπίτι που μόνο αν κατεδαφιζόταν η πολυκατοικία θα τα έβρισκαν. Είχα αρχίσει να γλυκαίνομαι και να κάνω όνειρα που έφταναν πιο μακριά από τις αρχικές μου εκτιμήσεις. Αλλά δεν ήμουν μαλάκας. Ήξερα ότι το πράμα θα μπορούσε να στραβώσει και ότι η τύχη του πρωτάρη δεν θα κρατούσε για πάντα.

Με τα λεφτά που είχα στα χέρια μου άρχισα να τακτοποιώ εκκρεμότητες που είχα αφήσει για καιρό να μεγαλώνουν. Ένα πρωί έβαλα τα δυνατά μου και σηκώθηκα γύρω στις δέκα για να πάω να πληρώσω λογαριασμούς απλήρωτους για καιρό – τόσα χρόνια στη νύχτα είχα καταστρέψει το βιολογικό μου ρολόι, είχα ξεχάσει τι σημαίνει μέρα και ξυπνούσα πάντα πολύ αργά, στις τέσσερις ή και στις πέντε το απόγευμα.

Στο δρόμο σταμάτησα και αγόρασα εφημερίδα από ένα περίπτερο δίπλα σε ένα μικρό πάρκο. Ο τύπος που είδα να κάθεται σε ένα παγκάκι πεντέξι μέτρα από το περίπτερο μου φάνηκε γνωστός. Λίγες στιγμές παρατήρησης και κατάλαβα πως ήταν ο απατεώνας που ζητιάνευε, μόνο που τώρα φορούσε περούκα, κακοφτιαγμένη και πολύ ψεύτικη πάνω του. Μιλούσε στο κινητό και από μια ανεξήγητη περιέργεια της στιγμής πλησίασα στα δυο μέτρα και στάθηκα μπροστά από έναν θάμνο που πίσω του ακριβώς βρισκόταν το παγκάκι που καθόταν ο απατεώνας. Αυτά που άκουσα – όσα μπόρεσα να ακούσω – μου προκάλεσαν ρίγος από κείνα που νοιώθουμε όταν ανακαλύπτουμε ότι η ζωή  μας παίζει περίεργα παιχνίδια και ότι τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Ο περουκάκιας μιλούσε χαμηλόφωνα αλλά όχι όσο χρειαζόταν για να μην τον ακούει κάποιος που στεκόταν στα δύο μέτρα μακριά του. Και αυτά που έλεγε ήταν λόγια που δεν ταίριαζαν σε απατεώνα αλλά σε κάποιον που κυνηγούσε απατεώνες και μάλιστα μεγάλους απατεώνες. Μιλούσε σε κάποιον που ήταν μάλλον συνάδελφός του ή προϊστάμενός του. Και το όνομα του μαγαζιού που ανέφερε τρεις φορές ήταν το μαγαζί που δούλευα – Μάτριξ. Ολόκληρος ο διάλογός τους είχε σχέση με παρακολούθηση. Ο τύπος ήταν μυστικός μπάτσος, της δίωξης, που είχε ξαμοληθεί στο λιμάνι και μάζευε πληροφορίες. Και τι πιο αποτελεσματικό για να μην κινεί υποψίες από το να το παίζει ζητιάνος; Και μάλιστα τόσο καλά που να προκαλεί αρνητικά συναισθήματα σε ανθρώπους σαν κι εμένα που νόμιζαν ότι τα είχαν δει όλα μέσα στα σκατά της νύχτας;

Ξέχασα και τους λογαριασμούς και τις εκκρεμότητες και γύρισα στο σπίτι αναστατωμένος. Έκατσα στο γραφειάκι, πήρα τον Ερμή στα γόνατά μου και άρχισα να χαϊδεύω το κεφαλάκι του – μια συνήθεια που χαλάρωνε και τους δυο μας. Ο γάτος μου άρχισε να γουργουρίζει και οι σκέψεις άρχισαν να σκάνε στο θολωμένο μυαλό μου σαν σκόρπια πυροτεχνήματα.

Πρώτα απ’ όλα προσπάθησα να καταλάβω αν όλο αυτό που έζησα ήταν αληθινό και όχι κάποια παραίσθηση. Και αν δεν είχα την εφημερίδα στα χέρια μου μπορεί και να σκεφτόμουν ότι είχα αρχίσει να τα χάνω. Αλλά η εφημερίδα ήταν εκεί μπροστά μου και στ’ αφτιά μου ηχούσε ακόμα η λέξη «Μάτριξ» που είχα ακούσει από τον καράφλα με την περούκα. Πώς, όμως, έγινε και βρέθηκα εκείνη ακριβώς τη στιγμή σε κείνο ακριβώς το σημείο για να ακούσω εκείνη ακριβώς τη συνομιλία; Ποιο χέρι με είχε σπρώξει σε κείνη τη διαδρομή και σε κείνη την ανακάλυψη; Με τον Θεό είχα κόψει δεσμούς εδώ και χρόνια αλλά κατά καιρούς πίστευα ότι κάποια ρυθμιστή αρχή πάνω από μας, γι’ άγνωστους λόγους, μας παίζει σαν μαριονέτες χωρίς φανερό σκοπό και νόημα. Ήταν, λοιπόν, μια στιγμή αποκάλυψης της αλήθειας ή απλώς μια τυχαία σύμπτωση, εντελώς παράλογη όπως και ολόκληρη η ζωή μας;

Δεν ήξερα, δεν είχα απαντήσεις, αλλά όπως και άλλες φορές ένοιωθα το διακριτικό άγγιγμα του πεπρωμένου – μια πολύ αμυδρή ένδειξη ότι, όσο και αν νοιώθουμε χαμένοι μέσα στο χάος, κάποια δύναμη μας σπρώχνει σε μέρη και σε πρόσωπα αποφασιστικής σημασίας για την ατομική μας ιστορία. Αλλά αυτό ήταν απλώς μια εκτίμηση ή μια πιθανή αυταπάτη. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να σκεφτώ πολύ καλά, να βγάλω τα σωστά συμπεράσματα και να σχεδιάσω τις επόμενες κινήσεις μου.

Αποφάσισα να μιλήσω στον μαντράχαλο. Τελικά του είπα την μισή αλήθεια, ότι ήταν καλύτερα να λουφάξουμε για λίγο γιατί είχα άσχημο προαίσθημα ότι μας παρακολουθούσαν – δεν του ανέφερα την ιστορία με τον περίεργο γιατί θα με περνούσε για τρελό. Έφερε αντιρρήσεις και προσπάθησε να με καθησυχάσει. Εγώ επέμενα και του είπα να βρει άλλον, τουλάχιστον για την ώρα.  Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. «Εντάξει, μου είπε, αλλά εγώ εσένα γουστάρω, σε είδα πώς δουλεύεις και μ’ αρέσει ο τρόπος σου». Συμφώνησε να περάσει λίγος καιρός και να μην κάνει άλλη μεταφορά  μέχρι να μάθει κι εκείνος από δικούς του τι παιζόταν στην πιάτσα. Δεν είχε όμως υπομονή και την έκανε τη μαλακία.

Μια βδομάδα αργότερα τον μαγκώσανε την ώρα που κατέβαινε από το καράβι με ένα κιλό σκόνη μέσα σε κούφια κεριά. Ο πατέρας του φάνηκε ανακουφισμένος. «Καλά να πάθει το κωλόπαιδο, δεν βάζει μυαλό, μπορεί να έχω άλλα κουσούρια αλλά τέτοια πράματα δεν του τα έμαθα εγώ» μου είπε με διάθεση εξομολόγησης. Σε μένα δεν αναφέρθηκε και μάλλον ο γιος του είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό – γεγονός που μου προκάλεσε έκπληξη και ένας ίχνος συμπάθειας για τον μαντράχαλο.

4

Λίγες μέρες αργότερα καθόμουν σε ένα παραλιακό καφέ. Ήταν απόβραδο. Έξω έκανε ψοφόκρυο. Μέσα θαλπωρή. Τα χρυσά φώτα του λιμανιού είχαν ανάψει. Η γλύκα τους ήταν αβάσταχτη. Θα μπορούσα να κάθομαι εκεί αιώνια και να τα βλέπω πίνοντας καφέ και κάνοντας όνειρα. Αλλά εκείνη την ώρα σκεφτόμουν τη ζωή μου, τη ζωή γενικά, τη ματαιότητα και το μυστήριό της. Όσα είχαν γίνει τελευταία με απασχολούσαν επίμονα. Σκεφτόμουν δυο σενάρια. Από τη μια να δηλώσω παραίτηση και με τα δέκα χιλιάρικα που είχα στην άκρη να πάρω μια ανάσα και να ψάξω για άλλη δουλειά. Και από την άλλη, έμπαινα στον πειρασμό να ρισκάρω και να κάνω δυο τρεις μεταφορές ακόμα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως είχα φτάσει σε οριακό σημείο και έπρεπε να πάρω οριστικές αποφάσεις. Πενήντα είχα φτάσει, μια ηλικία όπου δεν μπορείς πια να ξεγελάς τον εαυτό σου ή να κρύβεσαι απ’ τον χρόνο. Πόσο θα ζούσα ακόμα; Στην καλύτερη περίπτωση είκοσι τριάντα χρόνια. Μπορεί όμως και να πέθαινα την επόμενη ώρα. Ιδιαίτερες προσδοκίες και στόχους δεν είχα. Ήθελα απλώς να ολοκληρώσω τη ζωή μου με αξιοπρέπεια, χωρίς να ξεφτιλιστώ, χωρίς να βουλιάξω βαθύτερα στη νύχτα.

Και ίσως η γυναίκα που περίμενα να ήταν μια ευκαιρία για να κλείσω οριστικά λογαριασμούς με το παρελθόν. Είχα ραντεβού για πρώτη φορά μετά από καιρό. Απρόσμενη γνωριμία, απ’ αυτές που δεν ψάχνεις αλλά που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή – εντάξει δεν έφτανα τόσο μακριά αλλά μπορεί και να γινόταν. Είχε μετακομίσει πρόσφατα στην πολυκατοικία που έμενα και εντελώς αυθόρμητα, χωρίς να έχω κάτι μυαλό μου, την είχα βοηθήσει να ανεβάσει μερικά έπιπλα στον πρώτο όροφο. Την ίδια μέρα ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα. Κρατούσε στα χέρια της ένα ταψί με αχνιστό κοτόπουλο στο φούρνο. Φάγαμε με άνεση, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια.

Την έλεγαν Δώρα, ήταν εκπαιδευτικός – είχε έρθει με μετάθεση στο νησί. Αγάπησε από την πρώτη στιγμή τον Ερμή και δάκρυσε μπροστά μου καθώς θυμήθηκε τον γάτο που είχε κάποτε – είχε πεθάνει σε μεγάλη ηλικία και δεν βρήκε ξανά το κουράγιο να ξαναπάρει κατοικίδιο. Δεν βιαστήκαμε να κάνουμε οτιδήποτε ερωτικό. Δεν ψάχναμε έρωτες και πάθη, μόνο λίγη καλή συντροφιά και ξεκάθαρες κουβέντες – αν ερχόταν και το σεξ αργότερα καλώς, αν όχι δεν θα χάλαγε και ο κόσμος. Όταν είδε τα βιβλία και τα χαρτιά πάνω στο γραφειάκι έριξε μερικές ματιές, σαν να διάβαζε κάποιο κομμάτι από ένα χειρόγραφο. «Δικά σου είναι;» με ρώτησε. Της είπα ναι. «Γράφεις παράξενα» μουρμούρισε. «Σ’ αρέσουν;» τη ρώτησα. «Δεν ξέρω, δεν είναι το στυλ μου» απάντησε.

Η αναμονή κράτησε παραπάνω απ’ όσο υπολόγιζα αλλά τελικά αυτός που βρέθηκε να κάθεται απέναντί μου δεν ήταν η γυναίκα που περίμενα αλλά ο τύπος της δίωξης – για κάποιον λόγο αυτή η παράξενη ιστορία δεν έλεγε να τελειώσει. Φορούσε την περούκα που έμοιαζε αφύσικη, σαν ξένο σώμα πάνω του.

«Δεν σου πάει» του λέω χαλαρά ρίχνοντας μια κοφτή ματιά στην περούκα του. «Και σε σένα δεν ταιριάζει αυτό που κάνεις» μου πέταξε με σοβαρότητα – υπήρχε περιφρόνηση στο βλέμμα του. «Θυμάμαι τότε που σε ήξερα στο λύκειο. Πίστευα ότι θα έκανες σπουδαία πράγματα στη ζωή σου. Αλλά…». Δεν ολοκλήρωσε και εγώ ήμουν σίγουρος ότι με μπέρδευε με κάποιον άλλον.

«Κάνεις λάθος. Δεν νομίζω ότι γνωριζόμαστε» του είπα ψυχρά. Μου εξήγησε ποιος ήταν ενώ την ίδια στιγμή έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτιά. Έψαξε λίγο και τράβηξε ένα απόκομμα εφημερίδας με μια ένθετη φωτογραφία. Την κοίταξα αποσβολωμένος. Την κοίταξα καλά, πολύ καλά, και είχα την αίσθηση ότι ο Αόρατος Άρχων είχε βάλει σκοπό να με τρελάνει. Ήταν ποτέ δυνατόν ο περίεργος που καθόταν απέναντί μου να ήταν ο…

Ε, λοιπόν, ήταν εκείνος ο μυξιάρης ο Θωμάς που τον σιχαινόταν όλη η τάξη εκτός από μένα. Φιλάσθενο παιδί, μονίμως χλωμό, μοναχικό, πήγαινε συνέχεια πάνω κάτω απορροφημένο στις σκέψεις του. Του φερόμουν καλά γιατί από μικρός είχα την τάση να κάνω παρέα με τους περίεργους ή με όλους όσους έμοιαζαν περίεργοι στα μάτια των άλλων. Τον κοίταζα αμήχανος. Για λίγες στιγμές ένοιωσα χαζός μπροστά του. Και όχι μόνο χαζός αλλά και ταπεινωμένος. Πώς κατάφερε εκείνο το περίεργο αρρωστιάρικο παιδί να γίνει επαγγελματικά αυτός που έγινε; Μέγα μυστήριο.

ΑΠΌΚΟΜΜΑ ΖΩΉΣ

Μου έδωσε το απόκομμα της εφημερίδας. Ήταν ένα κιτρινισμένο χαρτί, μαλακό και ξεφτισμένο σαν ρετάλι παλιού υφάσματος, αλλά με λίγη προσπάθεια μπορούσες να το διαβάσεις. Η μικρή ένθετη φωτογραφία στη μέση είχε ξεθωριάσει. Ο τύπος στη φωτογραφία είχε μαλλιά, τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν φαίνονταν καθαρά, αλλά ήμουν εγώ. Περίπου τριάντα χρόνια πριν. Τριάντα ολόκληρα χρόνια. Για λίγες στιγμές το μυαλό μου κόλλησε εντελώς. Ένα λεπτό στρώμα σκόνης στη μαύρη επιφάνεια του τραπεζιού που καθόμασταν μαγνήτισε το βλέμμα μου και για λίγο χάθηκα σε έναν βαθύ ρεμβασμό με τη σκέψη μου ασάλευτη σαν πεθαμένη.

Ο Θωμάς περίμενε να πω κάτι. Χαζογελούσα. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά συνέχισα να νοιώθω ταπεινωμένος μπροστά του. Ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο άνθρωπος; Γιατί είχε κρατήσει αυτό το απόκομμα τόσα χρόνια; Τι πραγματικά σκεφτόταν και πίστευε για μένα; Ποιες ήταν οι αληθινές προθέσεις του; Στην αρχή τον πέρασα για ζητιάνο.  Μετά αποδείχθηκε μπάτσος της δίωξης. Ή μήπως ήταν και αυτό ψέμα; Ήταν αληθινός ή φάντασμα; Δεν ήξερα. Δεν ήξερα τίποτα. Ποιος ήμουν εγώ, ποιος ήταν ο τύπος απέναντί μου, τι ήταν όλα αυτά γύρω μου;

Το άρθρο που κρατούσα στα χέρια μου το είχα εντελώς ξεχασμένο. Ήταν ένα άρθρο με θέμα την οικονομική ανισότητα. Το είχα γράψει σε μια τοπική εφημερίδα την εποχή που προσπαθούσα να δικτυωθώ στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και να ξεκινήσω κάποια πορεία στην δημοσιογραφία – εντελώς αφελής και ονειροπόλος εκείνη την εποχή. Για ένα διάστημα είχα κρατήσει την εφημερίδα αλλά μετά χάθηκε, πρέπει να την πέταξα. Ήταν σαν να μην το είχα γράψει ποτέ, σαν να μην είχε υπάρξει εκείνη η ηλικία, εκείνη η εποχή. Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο ήμουν γεμάτος ελπίδες και όνειρα για το μέλλον, όχι μόνο για τη δική μου ζωή αλλά και για τη ζωή άλλων ανθρώπων. Κάποτε είχα ξεκινήσει να γράφω ένα βιβλίο με τίτλο «Η τελευταία ελπίδα: δοκίμιο για την αναμόρφωση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος». Μόλις είχα πάρει πτυχίο στα οικονομικά και είχα τον αφελή ενθουσιασμό που έχουν οι νέοι όταν έχουν διαβάσει μερικά ωραία οικονομικά βιβλία και πιστεύουν ότι όλα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο με βάση τα οικονομικά υποδείγματα. Μόνο που τότε δεν ήξερα αυτό που έμαθα αργότερα, ότι δηλαδή παντού στον κόσμο η φτώχεια είναι μια βασική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας και ότι η ανισότητα… κτλ κτλ. Το βιβλίο που ήθελα να γράψω έμεινε τελικά στη σφαίρα του ονείρου, απραγματοποίητο όπως και τόσα άλλα. Η ζωή είχε άλλη γνώμη, για διάφορους λόγους δεν κατάφερα να σηκώσω κεφάλι. Μερικά σχεδιάσματα, χαρτιά και βιβλία τα πέταξα. Μόνον ο τίτλος έμεινε για ένα διάστημα στη σκέψη μου, ενθύμιο μιας εποχής από την οποία η πιο δυνατή ανάμνηση που έχω είναι μια υπόγεια διάβαση στην Αθήνα όπου ανθρώπινα κουρέλια στοιβάζονταν πάνω σε χαρτόνια και σκεπάζονταν με εφημερίδες.

Η φωνή του Θωμά με έβγαλε από τη χωροχρονική ανωμαλία και με προσγείωσε ξανά στο καφέ. «Λοιπόν φίλε δεν έχω χρόνο αλλά να είσαι σίγουρος ότι θα τα ξαναπούμε. Να ξέρεις, όμως, ότι αν σε ξαναδώ μπλεγμένο δεν τη γλυτώνεις. Στη χάρισα μια φορά γιατί κι εσύ κάποτε με έσωσες. Αν ξανακάνεις όμως μαλακία…».

Έφυγε χωρίς να ολοκληρώσει και χωρίς να πάρει πίσω το απόκομμα. Το ξέχασε ή μήπως αυτός ήταν ο σκοπός του; Ένοιωθα αποσβολωμένος, ανήμπορος να καταλάβω όσα γίνονταν στη ζωή μου όχι μόνο τα τελευταία χρόνια αλλά από τότε που γεννήθηκα. Ήθελα να σκεφτώ, να βγάλω κάποιο συμπέρασμα, αλλά είδα τη Δώρα να μπαίνει στο μαγαζί και όλες οι αγωνίες μου αποσύρθηκαν στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης μου. Ήταν μια γοητευτική γυναίκα, με απλό και ωραίο στυλ, από κείνες που μπορούν να σε κάνουν να αγαπήσεις ξανά τη ζωή.

Δίπλωσα το απόκομμα και το έβαλα στην τσέπη μου. Ενθύμιο μιας παλιάς ξεχασμένης ζωής και ενός μακρινού, ξεχασμένου εαυτού, ξεθωριασμένου όπως και η φωτογραφία στο απόκομμα – ενός εαυτού που ίσως και να μην υπήρξε ποτέ.

~.~

Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *