Ὀδύνη. Αὐτοβιογραφικὸ χρονικό (Νικηφόρος Βρεττάκος)

 

19 τοῦ Δεκέμβρη 1911 μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, 1 τοῦ Γενάρη 1912 μὲ τὸ Γρηγοριανό. Ἦταν πρωί, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου ἢ λίγο μετά. Ἕνας ὑπηρέτης βαδίζοντας μπροστά, κρατοῦσε τὰ γκέμια ἑνὸς ἀλόγου κατηφορίζοντας μιὰ πλαγιὰ μὲ πράσινο, φρέσκο χορτάρι.Πάνω στὸ ἄλογο ἦταν καθισμένη μιὰ γυναίκα, ποὺ κρατιόταν γερὰ ἀπὸ τὰ μπροστινὰ κρικέλια τοῦ σαμαριοῦ. Πίσω της βάδιζε ἕνας ἄντρας ἰσχνός, μᾶλλον κοντός, ποὺ πρόσεχε νὰ βρίσκεται σὲ κάθε στιγμὴ κοντὰ στὰ καπούλια τοῦ ἀλόγου, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Ὁ ἄντρας ἦταν ὁ πατέρας μου καὶ ἡ γυναίκα ἡ μητέρα μου. Ἐγὼ δὲν ἤμουνα ἀκόμη σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Θὰ γεννιόμουνα τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ στὶς Κροκεές.

Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἤμουνα ὁ πρωτότοκος —αὐτὸς εἶχε πεθάνει λίγους μῆνες πιὸ πρίν— ὁ τοκετὸς στάθηκε δύσκολος, τὴν Τρίτη μέρα χρειάστηκε νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σάβανα τῆς μητέρας μου καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα νὰ χτυπήσουν καὶ τὶς καμπάνες τοῦ Ἁγίου Νικολάου λυπητερά. Ἔγινε ὅμως τὸ θαῦμα —γιὰ κείνη τὴν ἐποχὴ— κι ἡ μητέρα μου δὲν πέθανε. Ἔφτασε ὣς τὴν ἄκρη καὶ ξαναγύρισε. Πάλαιψε πολὺ ἄσχημα, ἔχασε γιὰ μερικὲς στιγμὲς τὰ λογικά της, τινάχτηκε ὄρθια, σήκωσε στὸν ἀέρα τ’ ἀδυνατισμένα κέρινα χέρια της, κι ἔκανε δυὸ βήματα μπρὸς πίσω, θέλοντας νὰ χορέψει.

~.~

Μάζευα πασχαλίτσες, τὶς ἀνέβαζα στὸ σπίτι καὶ τὶς ἔβαζα νὰ περπατᾶνε στὸ πάτωμα. Τὶς ἔβλεπα ἔπειτα νὰ σηκώνονται, ν’ ἀνοίγουν τὰ χρωματιστά τους φτερά, νὰ φέρνουνε μερικοὺς κύκλους στὴν ἀπέραντη σάλα μας καὶ νὰ ξαναφεύγουν ἔξω στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα. Ἀκόμη καὶ τὰ βουνὰ τὰ ἔβλεπα σὰν νὰ εἶχαν ζωντανὲς φυσιογνωμίες, σὰν νὰ ἤμαστε μιὰ οἰκογένεια. […]

Ἔνοιωθα ἕνα εἶδος φόβου. Τὰ παιδιὰ βρίσκανε εὐχαρίστηση σὲ πολὺ σκληρὰ πράγματα. Περνοῦσαν βελόνες στὰ μάτια τῶν τζιτζικιῶν κι ὕστερα τ’ ἀφήνανε νὰ πετάξουν. Ὅταν τέλειωνε τὸ σχολειό, χωρίζονταν σὲ ὁμάδες κι ἀρχίζανε μεταξύ τους τὸν πετροπόλεμο. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀλλοιῶς τὸν εἶχα φανταστεῖ τὸν κόσμο: χωρὶς βελόνες περασμένες στὰ μάτια τῶν τζιτζικιῶν καὶ πετροπόλεμους.

~.~

Κατεβαίνοντας στὴν πόλη, [η μάνα μου] βρῆκε μιὰ μέρα στὸ δρόμο κάτι λεφτά: ἑφτακόσιες δραχμές, δεμένες σ’ ἕνα μαντήλι. Τὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνα. Δὲν ἀκούστηκε νὰ τὰ ζητήσει κανείς. Κατέβηκε τότε στὴν πόλη, ἔχοντας πάρει μιὰν ἀπόφαση ποὺ δὲν τὴν περίμενα. «Ἄκουσες», μὲ ρώτησε, «νὰ ἔχασε κανεὶς τίποτα χρήματα;» « Ὄχι» τῆς ἀπάντησα καὶ τὴν κοίταξα μὲ ἀπορία. «Τὰ βρῆκα ἐγώ», μοῦ εἶπε, ἐνῶ ἡ φωνή της καὶ τὰ χέρια της ἔτρεμαν. «Σοῦ τὰ δίνω νὰ πάρεις βιβλία». Σὲ λίγο καὶ τῶν δυό μας τὰ χέρια ἔτρεμαν. Τὰ λεφτὰ ἤτανε ἀφημένα στὸ τραπέζι. Τῆς εἶπα νὰ κρατήσει μερικὰ κι αὐτή, ν’ ἀγοράσει καὶ πράγματα γιὰ τὸ σπίτι. «Εἶναι κακό» μοῦ ἀπάντησε, «πρέπει νὰ πᾶνε ὅλα σὲ ἱερὸ σκοπό». Καὶ συμπλήρωσε: «Θὰ κρατήσω μία δραχμὴ μόνο, ν’ ἀνάψω ἕνα κερὶ γιὰ τὴ σχώρεση. Κι ὅταν μεγαλώσεις καὶ μπορεῖς, αὐτὲς τὶς εφτακόσιες δραχμὲς νὰ τὶς δώσεις πίσω». «Σὲ ποιόν;» τὴν ρώτησα. « Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι στοὺς φτωχούς», μοῦ ἀπάντησε.

~.~

Μιὰ νύχτα μ’ ἔπιασε πυρετός. Ὁ γιατρὸς εἶπε πὼς κατὰ τὰ ἄλλα, «ἀντικειμενικῶς οὐδέν».Οἱ ἐξετάσεις ὅμως στὶς περιπτώσεις αὐτὲς εἶναι ὁπωσδήποτε πλημμελεῖς, γιατὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐξέτασης ἀπὸ τὸν γιατρό. Καὶ ἡ ἀσπιρίνη δὲν τῆς ἔκανε τίποτα.

~.~

Ὅταν ἔβγαινα ἀπὸ τὸ τελευταῖο χωριό, τότε ἦταν ποὺ ἔνοιωθα πὼς δὲν μὲ ἀπειλοῦσε πιὰ κανένας κίνδυνος. Περιπλανιόμουνα ἐκεῖ τὴ νύχτα, μὲ περισσότερη ἄνεση ἀπ’ ὅση περιπλανιέται ἕνας ἄνθρωπος τὴν ἡμέρα σὲ μιὰ πολιτεία.Ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλεπα καὶ δὲν ἔβλεπα μέσα στὴ νύχτα, εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς μὲ γνώριζαν καὶ τὰ γνώριζα. […]

Συνέχιζα τὴν πορεία μου μέσ’ ἀπ’ τὰ μαυρόπευκα καὶ τὰ ἔλατα, ποὺ πολλὲς φορὲς τὸ σκοτάδι ἔπηζε ἀνάμεσά τους καὶ ὑποχρεωνόμουνα νὰ τὸ ἀνιχνεύω μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια μου πρὸς τὰ ἐμπρός. Ἡ ἔλλειψη φόβου ποὺ εἶχα μοῦ δημιουργοῦσε τὴν αἴσθηση μιᾶς ἀόρατης προστασίας. Σάμπως τὸ καλὸ νὰ μὴν ἦταν ἰδέα, ἀλλὰ μιὰ συνείδηση ποὺ σχημάτιζε γύρω μου ἕνα φραγμό. Βγαίνοντας ὁ ἥλιος, μ’ ἔβρισκε νὰ κάθομαι ἀπέναντί του. Τὸ σημεῖο ποὺ καθόμουνα ἤτανε τὸ πιὸ ὑψηλό, ἤμουνα τὸ πιὸ κοντινό του πρόσωπο. Νόμιζα πὼς ὁ ἕνας μας κοιτοῦσε τὸν ἄλλο. Εἶχα τὴν αἴσθηση τῆς ἀμοιβαιότητας. Νόμιζα πὼς μέσα στὶς ἀχτίνες του ρέει ἕνα εἶδος ζωῆς, ὅπως καὶ μέσα στὰ χέρια μου. Πὼς σάλευε κάτι σὰν ἕνα εἶδος φωνῆς μέσα στὸ φῶς του.

1969, ἀποσπάσματα

*