Ἐφαρ­μο­γὴ γνω­ρι­μιῶν (διήγημα του Β. Μανουσάκη)


Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.

ΉΤΑΝ στὸν δρό­μο ποὺ ἤθε­λε νὰ πά­ει. Δὲν πῆ­γε ἐκεῖ τυ­χαῖα. Ἦταν ἐκεῖ. Καὶ τὴν πῆ­ρε. Στὴν ἀρ­χὴ δι­στα­κτι­κά, ἀλ­λὰ κα­θὼς ὁδη­γοῦ­σε ὅλο καὶ σι­γου­ρευό­ταν. Θὰ τοῦ ἔδι­νε ὅσα ἤθε­λε. Ἐλευ­θε­ρία, κα­τα­νόη­ση, συν­τρο­φι­κό­τη­τα. Ὅταν τὴν εἶ­δε νὰ πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ, κα­τά­λα­βε. Δὲν χρειά­στη­κε πολ­λὴ ὥρα.

       Μιὰ ἑβδο­μά­δα πρίν, ἡ ἐφαρ­μο­γὴ γνω­ρι­μιῶν τοῦ εἶ­χε βγά­λει τὴ φω­το­γρα­φία της καὶ τὸν εἶ­χε ται­ριά­ξει μα­ζί της. Δὲν εἶ­χε καὶ πολ­λὴ ὄρε­ξη, κα­θὼς ἡ ἐφαρ­μο­γὴ πο­τὲ δὲν εἶ­χε πε­τύ­χει κά­τι κα­λό. Γιὰ κεῖ­νον κα­λό. Οἱ κο­πέ­λες μιὰ χα­ρὰ ἦταν, μᾶλ­λον. Ἀπό­ρη­σε μά­λι­στα ποὺ δὲν τὴν εἶ­χε σβή­σει τὴν ἐφαρ­μο­γὴ κιό­λας. Θὰ τὸ κά­νω με­τά, σκέ­φτη­κε καὶ κρά­τη­σε τὸ τη­λέ­φω­νό της. Καὶ ὄν­τως τὸ ἔκα­νε, συ­νε­πὴς στὰ λό­για του. Τε­λευ­ταία φο­ρά, λοι­πόν, ποὺ ἔβγαι­νε πα­ρα­κι­νη­μέ­νος ἀπὸ τὸ σύγ­χρο­νο προ­ξε­νιό.

       Στὴν ἄκρη τοῦ δρό­μου, στὸ ση­μεῖο ποὺ εἶ­χαν πεῖ, πε­ρί­με­νε ἐκεί­νη. Λε­πτή, μὲ μαῦ­ρο φό­ρε­μα, μα­κριὰ ξαν­θο­κά­στα­να μαλ­λιὰ κι ἕνα παλ­τὸ ποὺ τὴ σκέ­πα­ζε, δη­μιουρ­γῶν­τας τὸ ἀπα­ραί­τη­το μυ­στή­ριο στὸ μυα­λό του κα­θὼς ἔστρι­ψε στὸ φα­νά­ρι, ἀφοῦ πρῶ­τα τὴν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε γιὰ ἕνα ὁλό­κλη­ρο λε­πτό, πε­ρι­μέ­νον­τας τὸ πρά­σι­νο. Δὲν κου­νιό­ταν οὔ­τε ἐκεί­νη. Σὰν ἐκεῖ­νον μέ­σα του, ἀφοῦ ἔξω ἔπρε­πε νὰ ὁδη­γεῖ μη­χα­νι­κά. Πα­γω­μέ­νη λί­γο ἀπὸ τὸ κρύο τοῦ Ἰα­νουα­ρί­ου, λί­γο ἀπὸ τὴν ἀδέ­ξια προ­σμο­νὴ τοῦ ἀγνώ­στου ποὺ θὰ ἐρ­χό­ταν νὰ τὴν πά­ρει καὶ λί­γο ἀπὸ τὶς δι­κές της σκέ­ψεις ἢ ἀτυ­χί­ες, ποὺ τὴν ἔφερ­ναν ἐκεῖ, μα­ζί του, ἐκεῖ­νο τὸ βρά­δυ.

       Ἦταν στὸν δρό­μο ποὺ ἤθε­λε νὰ πά­ει. Δὲν πῆ­γε ἐκεῖ τυ­χαῖα. Ἦταν ἐκεῖ. Καὶ τὴν πῆ­ρε. Στὴν ἀρ­χὴ τοῦ μι­λοῦ­σε δι­στα­κτι­κά, ἀλ­λὰ ἔπει­τα λύ­θη­κε ἡ γλῶσ­σα της, ἀφοῦ ὅλο καὶ σι­γου­ρευό­ταν. Θὰ τῆς ἔδι­νε ὅσα ἤθε­λε. Ἐλευ­θε­ρία, κα­τα­νόη­ση, συν­τρο­φι­κό­τη­τα. Ὅταν τὸν εἶ­δε νὰ ἔρ­χε­ται, κα­τά­λα­βε. Δὲν χρειά­στη­κε πολ­λὴ ὥρα.

       Μιὰ ἑβδο­μά­δα πρίν, ἡ ἐφαρ­μο­γὴ γνω­ρι­μιῶν τῆς ἔχει βγά­λει τὴ φω­το­γρα­φία του καὶ τὴν εἶ­χε ται­ριά­ξει μα­ζί του. Δὲν εἶ­χε καὶ πολ­λὴ ὄρε­ξη, κα­θὼς ἡ ἐφαρ­μο­γὴ πο­τὲ δὲν εἶ­χε πε­τύ­χει κά­τι κα­λό. Γιὰ κεί­νη κα­λό. Οἱ ἄν­τρες μιὰ χα­ρὰ ἦταν, μᾶλ­λον. Ἀπό­ρη­σε μά­λι­στα ποὺ δὲν τὴν εἶ­χε σβή­σει τὴν ἐφαρ­μο­γὴ κιό­λας. Θὰ τὸ κά­νω με­τά, σκέ­φτη­κε καὶ κρά­τη­σε τὸ τη­λέ­φω­νό του. Καὶ ὄν­τως τὸ ἔκα­νε, συ­νε­πὴς στὰ λό­για της.

       Καὶ τώ­ρα ἦταν ἐκεῖ, στὸ αὐ­το­κί­νη­το, μα­ζί. Πή­γαι­ναν γιὰ πο­τό. Πάν­τα τὸ πο­τὸ ξε­πλέ­νει τὰ λό­για ποὺ κρα­τᾶς μέ­σα σου καὶ σοῦ τὰ ἁπλώ­νει κα­θα­ρὰ στὸ στό­μα. Στὸ μπὰρ θὰ κοι­τά­ζον­ταν ἀμή­χα­να, θὰ συ­ζη­τοῦ­σαν γιὰ τὰ τρέ­χον­τα, θὰ ἔπαι­ζαν καὶ λί­γο θέ­α­τρο γιὰ τὴ ζωή τους, τὴ δου­λειά τους καί, ὅσο προ­χω­ροῦ­σε ἡ βρα­διά, θὰ ἔβλε­παν ἂν τὸ ταί­ρια­σμα τῆς ἐφαρ­μο­γῆς ἦταν στὸ ἴδιο πο­σο­στὸ μὲ τὸ δι­κό τους, τὸ ἀλη­θι­νό.

       Με­τὰ ἀπὸ δύο πο­τὰ καὶ δυὸ σφη­νά­κια ἀπὸ τὸν μπάρ­μαν, ποὺ εἶ­δε τὴν ἀμη­χα­νία τους καὶ ἀπο­φά­σι­σε νὰ συμ­βάλ­λει μὲ ἀλ­κο­ὸλ στὴ συ­ζή­τη­σή τους, ἀπο­φά­σι­σαν νὰ περ­πα­τή­σουν στὸν πα­γε­ρὸ Γε­νά­ρη. Ἔδε­σαν τὰ χέ­ρια τους καὶ προ­χώ­ρη­σαν. Χά­θη­καν στὶς πα­γω­μέ­νες ἀνά­σες τῶν πε­ρα­στι­κῶν καὶ ἐξα­φα­νί­στη­καν.

       Πι­θα­νὸν ἀκό­μη νὰ περ­πα­τᾶ­νε στοὺς πα­γω­μέ­νους δρό­μους. Ἴσως καὶ νὰ κλέ­βουν ἕνα φι­λὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλ­λον σὲ σκο­τει­νὰ σο­κά­κια. Ἀκό­μα καὶ νὰ μέ­νουν μα­ζὶ ὑπάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα.

       Κα­νεὶς δὲν θὰ μά­θει, για­τί ἔτσι ἔχουν τὰ πράγ­μα­τα μὲ αὐ­τὰ τὰ ται­ριά­σμα­τα. Τὰ πο­σο­στὰ ἐπι­τυ­χί­ας τους εἶ­ναι ἀσα­φῆ. Τὸ ἴδιο ἀσα­φὴς καὶ ὁ δρό­μος ποὺ εἶ­δαν ἐκεῖ­νον καὶ ἐκεί­νη τε­λευ­ταία φο­ρά.

       Ἀλ­λὰ ἔχουν σβή­σει πιὰ τὴν ἐφαρ­μο­γὴ καὶ ἐπί­σης δὲν θὰ μά­θουν.

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης

ΠΗΓΉ: ἈΠῸ ΤῊΝ ΣΥΛ­ΛΟΓῊ ΔΙΗΓΗ­ΜΆ­ΤΩΝ ΤΑΝ­ΓΚῸ ΣῈ ΜΠΛῈ ΝΎ­ΧΤΕΣ (ἘΚΔΌ­ΣΕΙΣ ΠΗ­ΓΉ, 2024).