Γράμ­μα­τα σὲ συρ­τά­ρι…(Διήγημα)

ΠΡΟΣΕΧΕ τὴν ἄρρωστη μαμά της. Ὅ­λη τὴν βδο­μά­δα, κά­θε μέ­ρα. Καὶ ὅ­ταν δὲν ἦ­ταν νο­σο­κό­μα στὸ σπί­τι της, θὰ ἔ­κα­νε τὴν νο­σο­κό­μα στὴν κοι­νω­νι­κὴ πρό­νοι­α. Φρόν­τι­ζε κά­θε πι­κρα­μέ­νο, κά­θε πα­ρα­τη­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν μοί­ρα, ἀ­πὸ τοὺς συγ­γε­νεῖς του ἄν­θρω­πο. «Συγ­γε­νὴς πρώ­του βαθ­μοῦ!» «Ἀ­στεῖ­ο», σκε­φτό­ταν, «ἂν δὲν ἦ­ταν κα­κό­γου­στο, θὰ μπο­ροῦ­σε καὶ νὰ ἦ­ταν ἀ­στεῖ­ο».

Μὰ δὲν ἦ­ταν, δὲν γε­λοῦ­σε κα­νείς. Ἦ­ταν σω­στὸ δρά­μα . «Σι­γὰ τὴν σχέ­ση», ἔ­λε­γε ἀ­πὸ μέ­σα της, καὶ θύ­μω­νε μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους κι ἄλ­λο, κι ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. «Συγ­γε­νὴς ἐ­σχά­του βαθ­μοῦ» ἔ­λε­γε, πὼς θύ­μι­ζαν οἱ σχέ­σεις στὸ οἰ­κο­τρο­φεῖ­ο, μιὰ γέν­να στὴν τύ­χη, σὰ βα­ρι­ε­στη­μέ­νη ζα­ριά, καὶ ἔ­πει­τα; Ἔ­πει­τα δὲν γνω­ρι­ζό­μα­στε. Πο­λὺ ἁ­πλά.

       Κά­θε Κυ­ρια­κὴ ὅ­μως ζοῦ­σε μό­νο γιὰ τὴν ἴ­δια. Οὔ­τε γιὰ τὴν μά­να της ποὺ ἦ­ταν στὰ τε­λευ­ταῖ­α της, οὔ­τε γιὰ κα­νέ­ναν.

       Πή­γαι­νε στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­κεῖ ἀ­νά­σαι­νε. Ἐ­κεῖ τὸν συ­ναν­τοῦ­σε. Τὸ πρω­ι­νὸ φῶς ἔ­πε­φτε πά­νω στὸ παμ­πά­λαι­ο τέμ­πλο, καὶ τὸ χρῶ­μα ἀ­πὸ ξύ­λο τρι­αν­τα­φυλ­λιᾶς ἄ­νοι­γε. Ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὶς σκα­λι­στὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­πα­ρα­στά­σεις τῶν φυλ­λω­μά­των, ἔμ­παι­νε τὸ φῶς καὶ τὰ δι­α­περ­νοῦ­σε ὅ­λα, σὰν ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ συ­ναί­σθη­μα, σὰν νὰ ἔ­βλε­πε τὴν ἀ­γά­πη.

       Ἐ­κεῖ κά­που, ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὶς ἀ­νά­λα­φρες αὐ­τὲς σκέ­ψεις, ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὸ ζων­τά­νε­μα τῆς μέ­ρας, καὶ ἐκείνη τὴν ἐρώτηση, τὴν ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­πο­δει­χτεῖ πέ­ραν ἀ­πὸ τοὺς χτύ­πους τῆς καρ­διᾶς της, ποὺ ἀ­πο­δει­κνυ­ό­ταν ἁ­πλὰ καὶ μό­νο θαυ­μά­ζον­τας ὅ­λα αὐ­τὰ σκε­πτό­με­νη γιὰ ὅ­λα αὐ­τά, ἡ ἐ­ρώ­τη­ση λοι­πόν, πού, ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­πο­δει­χτεῖ, πέ­ρα καὶ ξέ­χω­ρα ἀ­πὸ τοὺς χτύ­πους τῆς καρ­διᾶς της, ἐ­κεῖ ἔ­παιρ­νε τὴν ἀ­πάν­τη­σή της. Καὶ ἦ­ταν πει­στι­κή. Ἀρ­κε­τὰ πει­στι­κή.

       Νὰ ἐ­κεῖ: Λί­γο με­τὰ τὴν λει­τουρ­γί­α ἔμ­παι­νε μέ­σα το γε­ρον­τά­κι… θὰ ‘λε­γες πιά, κον­τὰ στὰ ἑ­βδο­μῆν­τα, ἴ­σως καὶ πα­τη­μέ­να κά­πως. Ἔμ­παι­νε μέ­σα το γε­ρον­τά­κι, ὁ πα­λιός της ἀ­νεκ­πλή­ρω­τος ἔ­ρω­τας, καὶ πή­γαι­νε καὶ κα­θό­ταν σχε­δὸν δί­πλα της. Τί ἀ­νεκ­πλή­ρω­τος δη­λα­δή; Ἁ­πλὰ εἶ­χε ἀρ­γή­σει νὰ ἐκ­δη­λω­θεῖ.

       Καὶ κά­θε Κυ­ρια­κὴ βλε­πόν­του­σαν, πα­ρά­νο­μα βέ­βαι­α, ὅ­μως φα­νε­ρά, τό­σο φα­νε­ρὰ θὰ ἔ­λε­γες, στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Καὶ εἶ­χαν καὶ οἱ δύ­ο κα­θα­ρὴ τὴν συ­νεί­δη­σή τους. Καὶ τὰ γράμ­μα­τα ποὺ εἶ­χαν κά­πο­τε ἀλ­λά­ξει δὲν θυ­μό­ταν κα­νείς τους σὲ πιὸ συρ­τά­ρι ἦ­ταν πλέ­ον ξε­χα­σμέ­να. Ἴ­σως νὰ τὰ εἶ­χαν κι­ό­λας πε­τά­ξει. Ἴ­σως νὰ ἦ­ταν πλέ­ον ἄ­χρη­στα μιᾶς καὶ εἶ­χε ὁ ἕ­νας τώ­ρα τὸν ἄλ­λο, σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­να­πνο­ῆς.

Κί­μων Κα­λα­μά­ρας