ΠΡΟΣΕΧΕ τὴν ἄρρωστη μαμά της. Ὅλη τὴν βδομάδα, κάθε μέρα. Καὶ ὅταν δὲν ἦταν νοσοκόμα στὸ σπίτι της, θὰ ἔκανε τὴν νοσοκόμα στὴν κοινωνικὴ πρόνοια. Φρόντιζε κάθε πικραμένο, κάθε παρατημένο ἀπὸ τὴν μοίρα, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του ἄνθρωπο. «Συγγενὴς πρώτου βαθμοῦ!» «Ἀστεῖο», σκεφτόταν, «ἂν δὲν ἦταν κακόγουστο, θὰ μποροῦσε καὶ νὰ ἦταν ἀστεῖο».
Μὰ δὲν ἦταν, δὲν γελοῦσε κανείς. Ἦταν σωστὸ δράμα . «Σιγὰ τὴν σχέση», ἔλεγε ἀπὸ μέσα της, καὶ θύμωνε μὲ τοὺς ἀνθρώπους κι ἄλλο, κι ἀκόμη περισσότερο. «Συγγενὴς ἐσχάτου βαθμοῦ» ἔλεγε, πὼς θύμιζαν οἱ σχέσεις στὸ οἰκοτροφεῖο, μιὰ γέννα στὴν τύχη, σὰ βαριεστημένη ζαριά, καὶ ἔπειτα; Ἔπειτα δὲν γνωριζόμαστε. Πολὺ ἁπλά.
Κάθε Κυριακὴ ὅμως ζοῦσε μόνο γιὰ τὴν ἴδια. Οὔτε γιὰ τὴν μάνα της ποὺ ἦταν στὰ τελευταῖα της, οὔτε γιὰ κανέναν.
Πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἀνάσαινε. Ἐκεῖ τὸν συναντοῦσε. Τὸ πρωινὸ φῶς ἔπεφτε πάνω στὸ παμπάλαιο τέμπλο, καὶ τὸ χρῶμα ἀπὸ ξύλο τριανταφυλλιᾶς ἄνοιγε. Ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς σκαλιστὲς λεπτομέρειες, ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ἀναπαραστάσεις τῶν φυλλωμάτων, ἔμπαινε τὸ φῶς καὶ τὰ διαπερνοῦσε ὅλα, σὰν ἕνα λυτρωτικὸ συναίσθημα, σὰν νὰ ἔβλεπε τὴν ἀγάπη.
Ἐκεῖ κάπου, ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς ἀνάλαφρες αὐτὲς σκέψεις, ἀνάμεσα ἀπὸ τὸ ζωντάνεμα τῆς μέρας, καὶ ἐκείνη τὴν ἐρώτηση, τὴν ἀδύνατο νὰ ἀποδειχτεῖ πέραν ἀπὸ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς της, ποὺ ἀποδεικνυόταν ἁπλὰ καὶ μόνο θαυμάζοντας ὅλα αὐτὰ σκεπτόμενη γιὰ ὅλα αὐτά, ἡ ἐρώτηση λοιπόν, πού, ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀποδειχτεῖ, πέρα καὶ ξέχωρα ἀπὸ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖ ἔπαιρνε τὴν ἀπάντησή της. Καὶ ἦταν πειστική. Ἀρκετὰ πειστική.
Νὰ ἐκεῖ: Λίγο μετὰ τὴν λειτουργία ἔμπαινε μέσα το γεροντάκι… θὰ ‘λεγες πιά, κοντὰ στὰ ἑβδομῆντα, ἴσως καὶ πατημένα κάπως. Ἔμπαινε μέσα το γεροντάκι, ὁ παλιός της ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας, καὶ πήγαινε καὶ καθόταν σχεδὸν δίπλα της. Τί ἀνεκπλήρωτος δηλαδή; Ἁπλὰ εἶχε ἀργήσει νὰ ἐκδηλωθεῖ.
Καὶ κάθε Κυριακὴ βλεπόντουσαν, παράνομα βέβαια, ὅμως φανερά, τόσο φανερὰ θὰ ἔλεγες, στὴν ἐκκλησία. Καὶ εἶχαν καὶ οἱ δύο καθαρὴ τὴν συνείδησή τους. Καὶ τὰ γράμματα ποὺ εἶχαν κάποτε ἀλλάξει δὲν θυμόταν κανείς τους σὲ πιὸ συρτάρι ἦταν πλέον ξεχασμένα. Ἴσως νὰ τὰ εἶχαν κιόλας πετάξει. Ἴσως νὰ ἦταν πλέον ἄχρηστα μιᾶς καὶ εἶχε ὁ ἕνας τώρα τὸν ἄλλο, σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς.
Κίμων Καλαμάρας