Εμπρός στον γρίφο του ποδοσφαίρου, οι προοδευτικοί και οι φιλελεύθεροι, οι θιασώτες του one world κι όλοι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους «πολίτη του κόσμου» μένουν πάντα ενεοί. Τι έχει αυτό το παράδοξο σπορ, τι κρύβει μέσα του τόσο ισχυρό που κάνει τους προλετάριους και τους μεγιστάνες, τους κρατουμένους και τους δεσμοφύλακες, τους πάνω και τους κάτω να γιορτάζουν μαζί; Πώς γίνεται να τους χωρίζει απ’ τους πανόμοιούς τους στην άλλη πλευρά της μεθορίου; Δεν είμαστε όλοι γόνοι της ίδιας γης; Γιατί αναριγούμε, γιατί κλαίμε, γιατί ουρλιάζουμε από χαρά κι από πόνο εμπρός σε ένα κομμάτι χρωματιστό πανί –φανέλα ή σημαία– που μας θυμίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι αυτό που ζυγίζει ψυχικά δεν είναι ότι ανήκουμε στην αφηρημένη, νοερή ανθρωπότητα, αλλά σ’ ένα κλάσμα της συγκεκριμένο, χειροπιαστό, έναν σύλλογο, μια πόλη, έναν λαό.
Κάποιοι άλλοι, κουτοπόνηρα, πασχίζουν να στρέψουν το πράγμα στον αισθητισμό: Ας κερδίσει ο καλύτερος, «a beleza do jogο», η ομορφιά του αθλήματος, διακηρύσσουν, μόνο τούτο βαραίνει! Λες και ο Βραζιλιάνος στη φαβέλα θα σχιζόταν λιγότερο στις κερκίδες αν η ομάδα του συναγωνιζόταν σε χάρη την Εθνική του Ρεχάγκελ… Ή ότι θα πάταγε ποτέ κανείς στα γήπεδα αν δεν μετρούσε γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα η νίκη. Άλλοι αψίθυμοι καταστρώνουν θεωρητικές αναλύσεις, υποδεικνύουν τις κρυφές συνάφειες με τον ρατσισμό και τη βία, προειδοποιούν, κραδαίνουν τον δείχτη… Κι ας ξέρουν στο βάθος ότι ματαιοπονούν.
Το ποδόσφαιρο βέβαια για τους εχθρούς του αυτούς αδιαφορεί. Όπως όλα τα σοβαρά πράγματα, δεν είναι κάτι στενό, πώς να χωρέσει στα απλοϊκά τους κουτάκια; Δεν είναι άθλημα μόνο, ένα κοινό κλωτσοσκούφι, όπως λένε. Δεν είναι εμπόρευμα απλώς, κι ας πουλιέται. Δεν είναι τέχνη μονάχα, κι ας μας θαμπώνει συχνά. Δεν είναι στεγνή πολιτική προπαγάνδα, κι ας κρύβονται πίσω του μυριάδες στρατοί και συνθήματα. Είναι όλα αυτά, αλλά συνάμα κι εκείνο το πράγμα που όλα αυτά τα κοινά τα προσπερνά και τα υπερβαίνει δωρίζοντάς τους μια νέα, ανώτερη ενότητα. Που γίνεται ταύτιση και ταυτότητα, συναλληλία και δεσμός ψυχικός, συνεορτή και συμπένθος, γίνεται άμιλλα, μάχη και αγώνας, όνειρο συλλογικό και σκοπός που για 90΄ μάς κάνει να ανήκουμε κάπου.
Το ποδόσφαιρο είναι υπέροχο επειδή δεν υποστηρίζουμε πάντα τον καλύτερο, υποστηρίζουμε την ομάδα μας – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή δεν νικάει πάντα ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός και ο πιο ταλαντούχος, αλλά και ο πιο τολμηρός, και ο πιο τυχερός, και ο πιο πονηρός – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή τα πάντα στο γήπεδο κρέμονται μέχρι το τέλος από μια κλωστή κι επειδή όλοι έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε ότι η δική μας η κλωστή θ’ αντέξει – όπως ακριβώς το ελπίζουμε, μέχρι το τέλος, και γι’ αυτή τη ζωή.
Το ποδόσφαιρο είναι ο χαμένος παράδεισος που μας έταξαν. Το παιχνίδι που μας αναβαπτίζει στην παμπάλαια κοίτη τού «εμείς». Και που, έστω για λίγο, μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι.
*
Κωστας Κουτσουρέλης /neoplanodion.gr