Ενθυμούμαι ένα περιστατικό κατά την φοίτησή μου στο California State University, Όταν η καθηγήτρια του μαθήματος Εισαγωγή στην Γλωσσολογία παρατήρησε το Ελληνικό μου επίθετο ανάμεσα στα περίπου σαράντα άτομα στο αμφιθέατρο. Αφού με ερώτησε εάν γνωρίζω Ελληνικά και της απήντησα θετικώς, ανακοίνωσε στο υπόλοιπο τμήμα ότι εκτός από εμένα εάν κάποιος άλλος στην αίθουσα γνώριζε την Ελληνική, ο κύριος Τερπάνδρου Ζαχαρίου ήταν ο μονος που θα μπορούσε έχει άμεση πρόσβαση στα έτυμα (αληθινές ρίζες ) των περισσότερων λέξεων.
Πολλοί διαμαρτυρήθηκαν, παρατηρώντας ότι εάν η Ελληνική είναι τόσο εξέχουσα, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί δεν επικρατεί έναντι της Αγγλικής παγκοσμίως στις ημέρες μας.
Η απάντηση ήταν άμεση: «Εάν αφαιρέσουμε τα Ελληνογεννή λήμματα από κάθε Ευρωπαϊκή γλώσσα, ούτε «τηλέφωνο» θα μπορούσαμε να πούμε.»
Κατόπιν, για να αποδείξει ότι άνευ αναφοράς σε ετυμολογικά λεξικά δεν μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση στα περισσότερα αγγλικά λήμματα, ερώτησε το τμήμα να βρει την ετυμολογική ρίζα των λέξεων clever και smart. Όλοι σπάζαμε τα κεφάλια μας αλλά ουδέν καταλήξαμε σε κάποια απάντηση.
Μετά, απευθυνόμενη σε μένα, μου ζήτησε την αντίστοιχη λέξη Ελληνιστί. «Έξυπνος», απήντησα.
«Μπορείς να μας την αναλύσεις ετυμολογικώς;» ερώτησε.
Δεν το είχα σκεφτεί πριν, αλλά η επιφωτιση ήλθε άμεσα.
«Ένας που βρίσκεται «εκτός ύπνου». Εκ του «Εξω» και «ύπνος».
Η καθηγητρια συνέχισε προσθέτοντας: «Εξ ου και το δικό μας exit και το hypnosis, αγαπητοί μου τάξη…»
Αυτά προ πενηνταετιας εξ Εσπερίας φίλοι μου. Σήμερον, εν Ελλάδι, όχι μόνο ούτε καν αγγίζουμε αυτό το υπερόπλο νοήσεως που λέγεται Ελληνική γλώσσα, αλλά έχουμε και τα Ελληνόφωνα παράσιτα να αμφισβητούν την δύναμη της ως προς την πνευματική ανάπτυξη του συνειδητοποιημένου χρήστη.
Ως εκ τούτων, αναδημοσιεύω:
«Μονάχα στην Ελληνική γλώσσα συναντάμε, το σημαίνον (δηλ. τη λέξη) και το σημαινόμενο (δηλ. την έννοια της λέξεως). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.
Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο cloud, και το αυτοκίνητο car, από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να είναι και έτσι.
Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.
Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πεί «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο.»
Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γη + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.
Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).
Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποία εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.
Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι, συρρικνώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος ως συναίσθημα, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» -ελαττώνει σαν ανθρώπους– και μας φθίνει ως και την υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πώς το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».
Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της.
Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πας όπου αγαπάς.
Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.
Εδω παρατηρείται η τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.
Επισης μια άλλη σύγκριση. Ο «άνθρωπος στα Ελληνικά ετυμολογείται και ως το ον που κοιτάζει προς τα πάνω (άνω + θρώσκω) ή κατά άλλους, εκ του «ανήρ» και «ωψ». Πόσο σημαντική και συναρπαστική ετυμολογία που μπορεί να αποτελέσει βάση ατελείωτων φιλοσοφικών συζητήσεων. Αντίθετα στα Λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα. Το ον που κοιτάζει ψηλά στον ουρανό λοιπόν για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους…»
Κλείνοντας, επειδή πολλοί βραδύνοες επιδιώκουν την απαξίωση της Ελληνικής αναφερόμενοι στην «Ινδοευρωπαϊκή» της προέλευση, θα ήθελα να ειπώ το εξής:
Η «ινδοευρωπαϊκή» θεωρία μπορεί κάλλιστα να υφίσταται, αλλά ουδεμία γλώσσα από αυτές τις «Ινδοευρωπαικες» διαθέτει τα επαναλαμβανόμενα μόρια που συνθέτουν εννοιολογικώς τα Ελληνικά λήμματα. Εξ ου και ο άκρατος δανεισμός από την Ελληνική για να δημιουργηθούν νέες έννοιες όπως «photograph”, telescope, stethoscope κλπ.
Η Ελληνική θυμάται, και όλβιος ο έχων πρόσβαση.
-Παναγιωτης Τερπάνδρου Ζαχαρίου-