ΕΛΕΎΘΕΡΟΣ ΜΟΥΝΟΣΠΆΣΤΗΣ (διήγημα)

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Οι κάτοικοι του Αγίου Πέτρου ξύπνησαν την Κυριακή για να πάνε στην εκκλησία. Η απόσταση από τα σπίτια τους έως τον οίκο του Θεού, όμως, μετετράπη εις οδόν της απωλείας, καθότι παραμόνευε στο διάβα τους ο ίδιος ο εξαποδώ, καρφιτσωμένος στους υαλοκαθαριστήρες των αυτοκινήτων τους υπό την μορφήν βδελυράς δακτυλογραφημένης φυλλάδος.

Και μόνον τον τίτλο να διάβαζε κανείς, έπρεπε να κλείσει από τώρα καζάνι στην κόλαση: «Ελεύθερος Μουνοσπάστης» έγραφε πάνω-πάνω.

Κι ευθύς αμέσως το σύντομο σημείωμα του εκδότου:

«Αγαπητοί ΧΩΡΙΑΤΕΣ του Αγίου Πέτρου, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας αναγγείλουμε ότι μετά από συλλογή υλικού δύο ετών, η εφημερίδα μας δύναται να γράφει τα τοπικά νέα του χωριού. Ας αρχίσουμε λοιπόν…»

Από εκεί και κάτω κυλούσε ο βόρβορος της αμαρτίας ορμητικός κι αφρισμένος και παράσερνε του παπά τα γένια και της μαϊμούς τον κώλο:

«Ο Καβλίνος ή Μπαρούτης έχει πάθος με την γυναικεία τρύπα. Ο Ραγκάνης απαυτώνει την Παρασκευή του Κριθαράκη. Η Χάιδω του Επιτρόπου τσιγαρίζεται με τον Τηγάνη και τον Τρέμη. Η Αλέξω του Μασούρα πισωκαπουλιάζεται απ’ τον Αργύρη τον Μπάλη. Η Γεργούλα του Τζαράου τα έχει με τον πεθερό της. Ο Πανάγος κι ο Μπαμπαρής πάνε στην Αθήνα και αλλού για γκόμενες. Η Μαυρέτα του Μέλιου θέλει γαμήσι…»

Κι από σελίδα σε σελίδα, το πράγμα διαρκώς χειροτέρευε:

«Επιτέλους λειτουργεί μπουρδέλο στον Άγιο Πέτρο. Φαίνεται παράξενο αλλά είναι αλήθεια, όμως λειτουργεί λίγο διαφορετικά απ’ ότι τα συνηθισμένα. Περιλαμβάνει μόνον μία πουτάνα, η οποία είναι και παντρεμένη. Πρόκειται για την Ματίνα του Μιλάνου. Το μαγαζί είναι ανοιχτό από τις δέκα έως τις δώδεκα το βράδυ. Την έχει επισκεφθεί πολύς κόσμος. Και ο άντρας της κατά τ’ άλλα το παίζει γόης και αυστηρός σύζυγος. Ιδού ρεζίλια! Αυτή είναι η σημερινή κοινωνία! Η κυρία δέχεται τους πελάτες όταν ο σύζυγος είναι στην αγορά. Και μάλιστα πηδιέται οικειοθελώς, δηλαδή ΔΕΝ πληρώνεται!»

Ακολουθούσαν τα ονόματα των, εν αγνοία τους, ανταποκριτριών της εφημερίδας:

«Οι μεγαλύτερες κουτσομπόλες είναι η Κοντύλω του Μπουμπούκη, η Σταθούλα του Κουτσοπάνου, η Βαγγέλω του Μπόλαρη, η Σεβαστή του Σκαρμούτσου, η παπαδιά και… ο Μάκης ο Παρλα-πίπας!»

Οι πολιτικολογίες σε εξέχουσα θέση:

«Ο Σκοτοδίνης, ο πρόεδρος του χωριού, μόνον πρόεδρος δεν είναι! Έρχεται στο χωριό όταν είναι να πληρωθεί κι όταν έχουμε εκλογές. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να πάρει σύνταξη. Γι’ αυτό στις επόμενες εκλογές είναι καλύτερα να ρίξουμε λευκό».

Φυσικά η φυλλάδα διέθετε  ΚΑΙ  δελτίο καιρού:

«Προσοχή, προσοχή! Προβλέπονται καυλικές θύελλες, γι’ αυτό προμηθευτείτε όλοι ομπρέλες…»

Ο σκοπός του εκδοτικού εγχειρήματος τσουρούφλιζε:

«Η εφημερίδα αυτή έχει σκοπό να καυτηριάσει όσους ασχολούνται με τους άλλους».

Και όπως σε κάθε εφημερίδα, υπήρχε και η διαφήμιση του προσεχούς φύλλου:

«Στο επόμενο τεύχος θα έχουμε και φωτογραφίες απ’ τα τρελά γαμήσια!»

«Ε, αυτό είναι άνω ποταμών!» ωρύονταν ο παπάς, που είτε παράτησε άρον-άρον την λειτουργία στην μέση είτε την τέλειωσε όπως-όπως, καθότι του πρόφτασαν τα καθέστατα οι καλοθελητές.

«Σόδομα και Γόμορρα!» έγρουζαν οι γριές, που δεν ήταν και τόσο γριές ώστε να μην τις παίρνει η μπάλα.

«Θα ’θελα να ’ξερα ποιος κερατάς έγραψε αυτά τα αίσχη!» ολόλυζε ο Μασούρας.

«Ναι, καλά! Τα διαβάσαμε, γιε μ’, και τα δ’κά σ’ τα κέρατα!» ξύνισε τα μούτρα του ο Μιλάνος.

«Ποια δ’κά μ’, ωρέ ξεπατωμένε; Ε; ποια δ’κά μ’; Τα δ’κά σ’, δεν τα διαβάσαμε, δα;»

Σε λίγο είχαν γίνει όλοι μαλλιά-κουβάρια…

Έλεγε ο ένας:

«Είσαι πούστης! Να, εδώ το γράφει!»

Ο άλλος έσκυβε πάνω απ’ την φυλλάδα, έψαχνε εναγωνίως το σημείο που γύρευε και γύριζε την… φιλοφρόνηση πίσω:

«Κι εσύ δεν χωράς να μπεις στο σπίτι σου απ’ τα κέρατα!»

Συμπληρώνοντας με άφατη ηδονή:

«Να, εδώ το γράφει!»

Έπεφτε μπουνίδι στο δόξα πατρί! Βρισιές, φτυσιές, κλοτσοπατινάδα…

Τότε, ακούστηκαν μέσα στο πανδαιμόνιο δύο πυροβολισμοί. Ήταν απ’ το δίκαννο του αγροφύλακα.

«Σταματήστε, ωρέ ζαγάρια!» έσκισε τον αέρα η αγριοφωνάρα του.

Οι χωριάτες μαζώχτηκαν και ζάρωσαν σαν την ψωλή στο βρακί της. Έστρωσαν τους γιακάδες τους, έσαξαν τις σκούφιες τους και τράβηξαν, λες και δεν έτρεξε τίποτα, για το καφενείο.

Εκεί οι συζητήσεις αναζωπυρώθηκαν. Κανείς, όμως, δεν έβριζε τον άλλον όπως πριν. Ποιο το όφελος; Αφού όλοι βράζανε στο ίδιο καζάνι.

Ο πρόεδρος, που σύμφωνα με την φυλλάδα ερχόντανε στο χωριό όταν ήταν να πληρωθεί κι όταν είχαν εκλογές, πήρε τον λόγο:

«Αγαπητοί μου συγχωριανοί, η εφημερίδα αυτήνη, που ο Θεός να τήνε κάμει εφημερίδα, ψεύδεται ασυστόλως! Είναι σήμερις να πληρωθώ; Όχι, βέβαια! Έχουμε σήμερις εκλογές; Όχι και πάλι όχι! Άρα;…»

Δεν πρόφτασε ν’ αποσώσει τον λόγο του, κι αίφνης ενεμφανίσθη ο ταχυδρόμος, ταλαίπωρος και σκονισμένος μέχρι τα μπούνια – σαν γάιδαρος που σβάρνιζε ολημερίς πέρα στ’ αλώνια – και μην έχοντας αμυδροτάτη υποψία των τεκταινομένων, είπε στον Σκοτοδίνη, ευελπιστώντας σ’ ένα καλό κέρασμα:

«Πρόεδρε, έφερα και τον μισθό σου!»

Παραλίγο να πέσει η σκεπή απ’ τα χάχανα…

«Άι, κερατά!…» δάγκωνε το δάχτυλό του ο πρόεδρος.

«Κερατάς κι αυτός;» έκαμε ο Μασούρας. Κι έχωσε την μουσούδα του στον «Μουνοσπάστη» για να βγάλει λαβράκι.

Όλος ο Νοέμβρης κύλησε έτσι…

Όπου βρίσκονταν κι όπου πάταγαν οι Αϊ-Πετρίτες, άλλο πράμα δεν κουβεντιάζανε:

«Τι κάνεις, ωρέ;»

«Τι να κάμω; Τον κάμπο ράχη και την Απόλπαινα σγούμπα! Ε, τ’ λό’ου σου τι αγωνιέσαι;»

«Μαγκ’φιές κι αλαλιές!»

Κι ύστερα, χαμήλωναν την φωνή, όπως την λάμπα στην κατοχή, κι έμπαιναν στο ψητό:

«Ε, ωρέ, είν’ αλήθεια πως θέλει γαμήσι η Μαυρέτα τ’ Μέλιου;»

Κι η δουλειά πήγαινε λέγοντας…

«Ε, μαρή, το ’ξερες εσύ πως τ’ν Παρασκευή τ’ Κριθαράκη τ’ν απαυτώνει ο Ραγκάνης;»

«Μην ακούς, μαρή τσάτσα, κ’βέντες στον βρόντο! Τι ν’ απαυτώσει ο παλιοαγλειφομούνιας! Αυτήνος δεν έχει ανάκαρα να μεράσει δυο γαϊδάρωνε σανό, όχι να κατεβάσει και γκιλότα!»

Όμως καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα. Είναι κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει.

Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, αποφάσισαν να λάβουν έκτακτα μέτρα «προς εξάλειψιν του πρωτοφανούς αυτού φαινομένου», κατά τ’ ακριβή λόγια του γραμματικού.

Μια και δυο, λοιπόν, κίνησαν για την Βασιλική να βρουν τον χωροφύλακα.

«Κύριοι, εδώ υπάρχει κουμμουνιστικός δάκτυλος!» απεφάνθη το όργανο της τάξεως. «Μουνοσπάστης κατά το Ριζοσπάστης, είναι πασιφανές!»

Όλοι κούνησαν με θαυμασμό τις κεφάλες τους. Πώς δεν το σκέφτηκαν πρωτύτερα;

«Μα, φυσικά, κουμμουνιστικός δάκτυλος! Μπολσεβίκοι, παιδί μου! Θέλ’νε να κάμ’νε την Ελλάδα Ρωσία. Εκεί ο καλύτερος έχει απαυτώσει τ’ μάνα του. Κι άμα πιάνει μια κοπέλα στο μπουρδέλο “δ’λειά”, “δ’λειά” να το λέμε τώρα, ο πατέρας τρίβει τα χέρια του, γιατί θα λιγδώσουν απ’ το παραδάκι. Έτσι, κοπανάει αυτός τα ξίδια του, φλακιάζ’ ο παππούλης  τις τσιγάρες του κι ο αδερφός της, ο τεμπελχανάς, τσεπώνει το χαρτζιλικάκι του.

»Μπας κι είναι ψέματα πως οι καραβούσοι – έχει κι Αϊ-Πετρίτες, δα, τέτοιους – όταν πα’αίνανε στην Ρωσία, εδίνανε μια παλιοκάλτσα νάιλον στ’ς “προκομμένες” την πρώτη βραδιά, για να τ’ς εξαναγκάσ’νε να ξαναπάνε με δαύτους και την δεύτερη, να πάρ’νε και την άλλη την κάλτσα; Ή σάματις δεν είν’ αλήθεια πως άμα έδενε βαπόρι ξένο στα ρώσικα λιμάνια εμεταθέτανε σε άλλη πόλη για δ’λειά τους άντρες, ώστε να μην βαστάνε και το φανάρι στις γυναίκες τους όταν εκάνανε, μαθές, την δική τους την “ δ’λειά”; Σαν αυτ’νούς θέλ’νε να μας καταντήσ’νε: π’ταναριό!»

Λες και πριν να βγει η φυλλάδα το χωριό ήταν παρθεναγωγείο…

Ειπώθηκαν πολλά παρόμοια στο άτυπο συμβούλιο που έλαβε χώρα εντός του τμήματος χωροφυλακής της Βασιλικής. Κι αφού ο εκπρόσωπος του νόμου υποσχέθηκε να κάνει ό,τι περνούσε κι ό,τι δεν περνούσε απ’ το χέρι του, προκειμένου να συλληφθεί ο ένοχος και να τιμωρηθεί «προς παραδειγματισμόν και συμμόρφωσιν», οι χωριάτες απεχώρησαν κατευχαριστημένοι, όχι τόσο γιατί το όργανο υποσχέθηκε να κάνει ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του, αλλά προπαντός για κείνο το «ό,τι δεν περνούσε». Ειδικά που το είπε στρίβοντας το μουστάκι του και μειδιώντας με νόημα μεγαλύτερο των λόγων του.

«Εμένα μου πάτησε και το μάτι!» κοκορεύτηκε ο πρόεδρος στους υπόλοιπους ανεβαίνοντας για το χωριό. «Σαν να ’θελε να μ’ πει, δηλαδής, “σου μιλάω όπως μιλάει Αρχή σε Αρχή”, μ’ εννοείτε; Τουτέστιν  “άστο απάνου μου, πρόεδρε”».

Όμως οι Αρχές, αρχές Δεκέμβρη έτριβαν τα μάτια τους. Δεύτερο φύλλο της εφημερίδας στα παρμπρίζ – χειρότερο απ’ το πρώτο! Το κακό ήταν πως απουσίαζαν οι προαναγγελθείσες φωτογραφίες απ’ τα τρελά γαμήσια. Το χωριό ανάστατο. Τα αντίτυπα της δακτυλογραφημένης φυλλάδας εμφανώς λιγότερα αυτήν την φορά, τα διάβαζαν δύο-δύο και τρεις-τρεις κι έπαιζαν μπουνιές ποιος θα τα κρατήσει.

Πάλι συμβούλια και συζητήσεις για έκτακτα μέτρα «προς εξάλειψιν του φαινομένου», που απώλεσε πλέον τον χαρακτηρισμό του «πρωτοφανούς», όμως εις μάτην.

Μέσα Γενάρη κυκλοφόρησε και τρίτο φύλλο – αυτό σε επάρκεια. Μάλλον ο άγνωστος εκδότης έλαβε γνώση της προηγουμένης ελλείψεως κι επιτέλους εννόησε ότι αυξήθηκαν οι αναγνώστες του.

Μπουνιές δεν είχε αυτήν την φορά, ούτε τσακωμούς, ούτε άτυπα συμβούλια. Ο χωροφύλακας, μάλιστα, διέταξε να του πάνε στο γραφείο και το επόμενο φύλλο, όταν με το καλό κυκλοφορήσει, για υπηρεσιακούς λόγους φυσικά, και κατέστησε τον πρόεδρο αποκλειστικό υπεύθυνο για την εκτέλεση της διαταγής, σαν να του πατούσε νοητά το μάτι ή σαν να ’θελε να του πει «όπως μιλάει Αρχή σε Αρχή».

Η εφημερίδα πλέον είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους. Όποιος δεν φιγούραρε στις λιγοστές σελίδες της, δεν θεωρούνταν υπολογίσιμος – δεν απασχολούσε το κοινόν – και σκεφτόντανε ποια μπαγαποντιά έπρεπε να κάνει, σε τι αίσχος να προβεί, ώστε αν γινόντανε να μπει – γιατί όχι – και πρωτοσέλιδο.

Μα τι έμενε ακόμα ακάμωτο να συμβεί; Κλεψιές, πουστιές, πουτανιές, αδικίες, ευτράπελα, ρουφιανιές. Τα πάντα είχαν γίνει εκατό φορές κι όχι μία. Το μόνο που θα τα επισκίαζε όλα, θα ήταν ένας φόνος ή αυτοκτονία. Αλλά στην πρώτη περίπτωση, του φονικού, δεν θα προλάβαινε να απολαύσει κανείς τον θρίαμβό του – μιας και στην φυλακή δεν επιτρέπονταν εφημερίδες – ενώ στην δεύτερη, της αυτοκτονίας, πάλι δεν θα ευχαριστιόνταν δημοσιότητα, μιας και θα έβλεπε ήδη τα ραπανάκια ανάποδα.

Η θλίψη, σαν μαύρο σεντόνι, σκέπασε το χωριό σιγά-σιγά και το κουκούλωνε όλο και περισσότερο όσο αργούσε να κυκλοφορήσει το τέταρτο φύλλο.

Μπήκε ο Κουτσοφλέβαρος κι εφημερίδα δεν βγήκε…

Ήρτε ο Μάρτης-γδάρτης και φυλλάδα πάπαλα!

«Θα ετοιμάζεται πανηγυρικό τεύχος για το Πάσχα!» πέταξε κάποιος, κι έσκασαν λίγα χαμόγελα.

Έφτασε η Πασχαλιά και πέρασε…

Έπιασε Μάης, μύρισε καλοκαιράκι…

     Εφημερίδα γιοκ!

Τσακωμοί και άτυπα συμβούλια ξεκίνησαν πάλι, για τον αντίθετο λόγο αυτήν την φορά.

«Μα, διατί αίφνης διεκόπη;» εξανίσταται ο χωροφύλακας, χρησιμοποιώντας ενίοτε τα καθαρευουσιάνικα, προκειμένου να υπενθυμίζει ποιος είναι η Αρχή – και, γιατί όχι, το τέλος – σ’ αυτόν τον τόπο.

«Λέτε να επήλθε τόση διαφθορά πλέον εις το χωρίον, ώστε να ελειάνθη το έδαφος δια την κουμμουνιστικήν επανάστασιν;»

Στο άκουσμα της λέξεως «επανάστασιν» κουνήθηκαν απ’ την θέση τους σταυροκοπούμενοι οι χωριάτες. Ο πρόεδρος, μάλιστα, έφτυσε και στο στήθος του, καλού-κακού, τρεις φορές.

«Μήπως…» προσπάθησε ν’ αρθρώσει μια γνώμη ο Μασούρας.

«Μήπως τι, διάτανε;» τον παρότρυνε να συνεχίσει ο πρόεδρος.

«Μήπως, λέω, να…» εξακολούθησε ο χωριάτης, αλλά δίσταζε να πει ολοκληρωμένη την σκέψη του, λοξοκοιτώντας τον κυρ χωροφύλακα.

Το όργανο της τάξεως κατευχαριστήθηκε μ’ εκείνο το λοξό βλέμμα, που έδειχνε πόσο τον υπολήπτονταν, και συγκατάνευσε με μιαν αρχοντική κίνηση του κεφαλιού προς τα κάτω.

Ο δύστυχος Μασούρας, σαν να ’ταν συγκαμένος, κούνησε μπρος-πίσω τον πισινό του στην καρέκλα και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, για να τα πει μονοκοπανιά, αποτόλμησε:

«Μήπως να βάναμε απάνου στα μπαρμπρίζα των αμαξώνε ένα χαρτί, υπογραμμένο απ’ όλους μας δηλαδής, για να εξουσιοδοτήσουμε τον – μάιδε ξέρω κι εγώ ποιος είναι – να συνεχίσει να βγάνει την εφ’μερίδα;»

Θαύμασαν όλοι! Πού στον διάτανο είχε τέτοιες ιδέες, ο κερατάς; Και πού άκουσε την λέξη «εξουσιοδότηση» και την χρησιμοποίησε;

Έπρεπε, όμως, να κρατηθούν και οι τύποι.

Ο χωροφύλαξ ξερόβηξε:

«Δεν είναι πως δεν… το είχα σκεφτεί κι εγώ εξ αρχής, ως έναν τρόπο παγίδευσης του παραβάτου, δηλαδή (προσπάθησε να το σώσει), αλλά θα έπρεπε να λάβουν γνώσιν οι ανώτεροί μου, όπως καταλαβαίνετε, κύριοι! Μια τέτοια πρωτοβουλία (άφησε στην πάντα τις καθαρεύουσες) θα σήμαινε πως είμαι ανίκανος να πιάσω τον ένοχο δίχως να εξευτελίσω το Σώμα, οπότε θα μ’ έστελναν σε καμιά Κολοπετινίτσα!» είπε (λες και εξέφραζε τους φόβους του στον ίδιο τον εαυτό του, παρά σ’ αυτούς εδώ τους ανυπόληπτους αγωγιάτες, που έστεκαν κοπαδιασμένοι γύρω του σαν τα πρόβατα μπροστά στο κριάρι).

Οι χωριάτες απόρησαν με την χρήση εκφράσεων καθομιλουμένης μια τέτοιαν ώρα απ’ τον κυρ χωροφύλακα, διαστέλλοντας τα κωλοτρυπιδένια μάτια τους με έκπληξη περισσή, ενώ αυτός δαγκώθηκε κι έσπευσε να διευκρινίσει:

«Εάν ομιλώ λαϊκιστί, είναι δια να κατανοηθώ πλήρως, κύριοι (η καθαρεύουσα επανέκαμπτε δριμεία), μιας και η λεπτότης της θέσεώς μου δεν μου επιτρέπει επ’ ουδενί λόγω να εκτεθώ μ’ έναν τέτοιον τρόπο!»

Οι χωριάτες άνοιξαν το στόμα τους σαν χωνί από θαυμασμό για την ευρυμάθεια του κυρ χωροφύλακα. Και ο πρόεδρος (γάτα σε κάτι τέτοια) μπήκε στο νόημα:

«Εμείς, όμως, που δεν διατρέχουμε τέτοιον κίνδυνο, για Κολοπετινίτσες και τέτοια λέω, μπορούμε να κινηθούμε από μόνοι μας».

Και, βλέποντας τον χωροφύλακα συνοφρυωμένο, συμπλήρωσε, χρησιμοποιώντας εν μέρει και κατά την γνώση του εντέχνως την καθαρεύουσα (καθότι γάτα, είπαμε):

«Φυσικά, με την άτυπη συγκατάθεσή σας, εάν και εφ’ όσον εγκρίνετε το πράγμα, δηλαδής!»

Το πράγμα έκλεισε! «Διευθετήθηκε», όπως θα έλεγε και η Αρχή. Εκείνο το γατίσιο «εάν και εφ’ όσον», έχυσε έναν ντενεκέ μέλι στο πάτωμα, και τα πόδια της εξουσίας γλυκάθηκαν για τα καλά.

Συντάχτηκε το χαρτί με την εξευτελιστική δήλωση απ’ τους χωριάτες πως εξουσιοδοτούν τον άγνωστο εκδότη να συνεχίσει την δημοσιογραφική εργασία του κατά το δοκούν. Υπέγραψαν όλοι. Κι αποφασίστηκε παμψηφεί να θυροκολληθεί ευλαβώς εις την θύραν της εκκλησίας. Προτάθηκε μάλιστα – παρότι δεν εγκρίθηκε τελικώς – μελλοντική πραγματοποίηση εράνου, ώστε να συνδράμουν και στα έξοδα της εφημερίδος, εφ’ όσον κάτι τέτοιο κρινόταν απαραίτητο και υποδεικνυόταν τρόπον τινά  υπό του αγνώστου εκδότου.

Κοντολογίς, ο «Ελεύθερος Μουνοσπάστης» δεν ενεμφανίσθη έκτοτε εις τον Άγιον Πέτρον, παρεκτός εις τον ομώνυμον άγιον των ουρανών, όπου απεδήμησεν.

Κι ένας Θεός ξέρει, βέβαια, αν κι εκεί έγινε δεκτός από την χωροφυλακή των αιθέρων ή αν εξορίστηκε «εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ», όπως συμβαίνει και στον επάνω κόσμο για κάθε ριζοσπάστη, μουνοσπάστη, αρχιδοσπάστη ή εν τέλει για οποιονδήποτε φιλοδοξεί να είναι  …σπάστης, αλλά κυρίως ελεύθερος.

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Κατόπιν της δημοσιεύσεως του διηγήματος, έλαβα επιστολή αγνώστου αποστολέα που μου αποκάλυπτε την λύση του μυστηρίου της εφημερίδας: Έπιασαν, λέει, έναν νεαρό να ερωτοτροπεί με μια κοπέλα δυο χρόνια μικρότερή του και την έστειλαν σχολείο στην Αθήνα για να τους χωρίσουν. Ο νεαρός αυτός θεώρησε πως δεν είναι δίκαιο οι μεγάλοι – υποκριτές και διεφθαρμένοι, όπως ολόκληρη η μικρή κοινωνία τους – να κρίνουν τον εφηβικό του έρωτα κι αποφάσισε να βγάλει με αυτόν τον τρόπο τα άπλυτά τους στην φόρα. Δακτυλογραφούσε, λοιπόν, ο ίδιος την εφημερίδα κι έστελνε το μοναδικό αντίτυπο να φωτοτυπηθεί από φίλο του στην Αθήνα. Εν τέλει τον έπιασαν κάποτε και τον έστειλαν κι αυτόν στην πρωτεύουσα, ώστε να ερωτοτροπεί ελεύθερα με την κοπέλα, μακριά από τις κακές γλώσσες, και να τους αφήσει κι εκείνους να κάνουν την «δουλειά τους» με την ησυχία τους.

     Τι απογοήτευση αυτό το γράμμα! Ήθελα να φαντάζομαι – φαντάζομαι κι εσείς – μια πιο αστυνομική λύση του μυστηρίου, κάτι πιο σερλοκχολμικό τέλος πάντων. Γι’ αυτό μην ρωτάτε ποτέ έναν συγγραφέα αν η ιστορία του είναι αληθινή. Η λογοτεχνία, ούτως ή άλλως, είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια. 

     Το μοναδικό αντίτυπο της εφημερίδας που διασώθηκε φυλάσσεται στην Χαραμόγλειο Ειδική Λευκαδιακή Βιβλιοθήκη. Αν την επισκεφθείτε καμιά φορά, μπορείτε να ζητήσετε το φύλλο και να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια. Δεν έχω υπ’ όψιν μου εφημερίδα στα ελληνικά, ίσως και στα παγκόσμια χρονικά, ανάλογης θεματογραφίας. 

     Για ευνόητους λόγους, τα ονόματα στο διήγημα καταγράφονται παραποιημένα, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε για τους γνωρίζοντες πρόσωπα και καταστάσεις να είναι ευκόλως αναγνωρίσιμα.  

Πηγή: neoplanodion.gr