Σημασία
= αισθάνομαι υπερήφανος και καμαρώνω για κάτι, για το οποίο αξίζει να παινεύεται και να καμαρώνει κανείς
π.χ. «H πατρίδα σεμνύνεται για τα άξια τέκνα της».
Ετυμολογία
σεμνύνομαι < αρχαία ελληνική σεμνύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος σεμνύνω < σεμνός
Συνώνυμα:
καμαρώνω
καυχώμαι
υπερηφανεύομαι