συμπαρομαρτούντα..

Η λέξη προέρχεται από την αρχαία ελληνική συμπαρομαρτοῦντα, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συμπαρομαρτέω / συμπαρομαρτῶ < σύν + παρά + ὁμαρτέω / ὁμαρτῶ < ὁμοῦ + ἀραρίσκω.

Η λέξη χρησιμοποιείται για ό,τι ακολουθεί μετά από μια ενέργεια, πράξη ή λόγο, ό,τι τα συνοδεύει.