Δημήτρης Κανελλόπουλος
Το Σακί. Παράλληλες ἱστορίες. Ἡ Ἀναχώρηση τοῦ Γιώργη Παυλόπουλου
Ἀρχὲς τοῦ 1960, μέναμε στὴν ὁδὸ Διονυσίου Ἐφέσσου, σ’ ἕνα μικρὸ ἰσόγειο δωμάτιο μὲ μιὰ κουζίνα. Πίσω ἀπὸ τὶς φυλακὲς Ἀβέρωφ. Ἦταν ἕνα μικρό, ὑγρὸ δωμάτιο. Ὁ τοῖχος, στὴν πίσω μεριὰ ἐφαπτόταν στὸ βουναλάκι ὅπως τὸ λέγαμε. Ἤμασταν τέσσερις. Ὁ μικρὸς δὲν εἶχε γεννηθεῖ ἀκόμη. Ἦταν τὸ δεύτερο σπίτι ποὺ μείναμε στὴν Ἀθήνα.
Τὸ χειμώνα μὲ τὰ κρύα, ἡ μάννα μου ἔστρωνε ἕνα ἁπλάδι ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τὸ χωριὸ κι ἄναβε μία σόμπα πετρελαίου ποὺ εἴχαμε ἀγοράσει. Τὰ βράδια, καθόμασταν γύρω ἀπὸ τὴ σόμπα, οἱ τρεῖς μας γιατί ὁ πατέρας μου πάντα ἔλειπε. Δούλευε δυὸ δουλειὲς γιὰ νὰ μᾶς ζήσει. Τὸ πρωὶ ὁδηγὸς σ’ ἕνα σχολικὸ καὶ ἀπὸ τὸ ἀπόγεμα μέχρι τὸ ἄλλο πρωί, ὁδηγὸς στὸ ταξί ἑνὸς Ἀπέργη.
Ἐκεῖ, πλάι στὴ σόμπα ἡ μάνα μου μᾶς ἔλεγε ἱστορίες. Ἕνα βράδι, ἀφοῦ μᾶς τάϊσε, ἄρχισε νὰ διηγεῖται μία ἱστορία ποὺ ἔλαβε χώρα ὅταν ἦταν μικρὸ κοριτσάκι, στὴν Κατοχή.
Ἦταν μία ἡλιόλουστη ἀνοιξιάτικη μέρα. Τὴν ἔστειλε ὁ πατέρας της νὰ ποτίσει τὰ μαρτίνια, (τὰ πρόβατα) στὴ Γούβα. Ἡ Γούβα, ἦταν ἕνα ὄμορφο χωράφι τοῦ παππού μου, ὁλόϊσιο σὰν γήπεδο καὶ τετραγωνισμένο. Στὴ βορειανατολικὴ πλευρά του, τὸ ἔδαφος κατέβαινε ἀπότομα δυό-τρία μέτρα, σκιζόταν ἡ γῆ κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἔβγαινε νερό. Εἴχανε φτιάξει ἕναν ξύλινο κάνταλο, καὶ «πιάναμε» τὸ νερό. Τὸ μέρος τὸ λέγανε Παλιόβρυση. Ὅπως ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, τὴ βρῆκε τὴ βρύση, ὅταν ἦταν μικρὸ κοριτσάκι. Ἐκεῖ, πῆγε ἡ μάνα τὰ μαρτίνια νὰ τὰ ποτίσει. Στὸ πάνω μέρος τοῦ χωραφιοῦ, περνοῦσε τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖο συνέχιζε ἀνηφορικὰ πάνω ἀπὸ τὴ βρύση, πρὸς τὸ μεγάλο ρέμα, τὸν Λεῦκο. Στὴ ρίζα ἑνὸς ὄχτου ποὺ γινόταν πλαγιὰ στὴν ἄκρη, ὑπῆρχαν δυὸ γκορτσιές (ἀγραπιδιές), ὅπου κάτω ἀπ’ αὐτές συνήθιζαν νὰ κάθονται. Ξαφνικά, ἄκουσε ποδοβολητό. Ἄφηκε τὰ ζῶα νὰ πίνουν νερὸ κι ἀνέβηκε πάνω στὸ χωράφι. Εἶδε μία ὁμάδα ἔφιππων ἀνταρτῶν νὰ ἔρχονται ἀπὸ τὸ χωριό, πρὸς τὴν Παλιόβρυση. Τότε, πάνω ἀπ’ τὸν ὄχτο, πρόβαλε ὁ Μαζαράκας, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τοὺς ἀντάρτες, φώναξε: γειά σου Πέρδικα λεβέντη… Ὁ Πέρδικας τὸν χαιρέτησε σηκώνοντας τὸ χέρι του. Φτάσανε στὴ βρύση καὶ στάθηκαν νὰ ποτίσουν τ’ ἄλογα καὶ νὰ πιοῦν νερό. Ὁ μαυροντυμένος Πέρδικας, ξεπέζεψε, τῆς χάϊδεψε τὰ μαλλιὰ καὶ τὴ ρώτησε πῶς τὴν λένε. «Βασίλω», τ’ ἀπάντησε. Τότες, λέει ἡ μάνα μου, ἀφοῦ πρῶτα ἤπιε τὸ ἄλογο νερό, τῆς εἶπε ὁ Πέρδικας: «κράτα τὸ χαλινάρι» καὶ σκύβοντας, ἄδειασε μὲ τὴ φούχτα του τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν κάνταλο, περίμενε λίγο μέχρι νὰ ξαναγεμίσει καὶ μετά, κρατώντας τὰ γένια του μὲ τὸ δεξὶ χέρι, ἔσκυψε κι ἄρχισε νὰ πίνει μ’ εὐχαρίστηση νερό. «Ἐκεῖ ποὺ καμάρωνα στὸ πλάϊ, εἶδα τὸ μάτι του. Τὸ ἀριστερό του μάτι, ἕνα λαμπερὸ πράσινο μάτι, ποὺ μὲ κοιτοῦσε, ὅσο ὁ ἀντάρτης ἔπινε νερό. Σὰ νὰ μοῦ χαμογελοῦσε τὸ μάτι, ὅπως μὲ κοίταζε λοξά, ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω… Κι ἀφοῦ πότισαν τ’ ἄλογα καὶ ἤπιαν νερό, πῆραν τὴν ἀνηφόρα καὶ σκαπέτηκαν πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα…».
ΤΟ ΣΑΚΙ
Ἤμουν παιδὶ ἀκόμη δὲν τοὺς καλοθυμᾶμαι.
Μπήκανε στὸ χωριό μου ἕνα πρωὶ
μὰ δὲ σταθήκανε. Περάσανε
ἀργὰ πάνω στὸ χιόνι. Τὰ γένια τους
ἀνάμεσα στὰ σύννεφα καὶ τὶς κοτρόνες
καθὼς τοὺς χώνευε τὸ βουνό.
Μονάχα ὁ τελευταῖος δὲ φεύγει ἀπ’ τὸ μυαλό μου.
Κράτα τὸ ἄλογο, μοῦ εἶπε
καὶ βάζοντας τὸ σκοῦφο του στὴν ἀμασχάλη
ἔσκυψε στὸ νερὸ νὰ πιεῖ
καὶ τὄνα μάτι του μὲ κοίταζε ἀπ’ τὸ πλάι.
Κοίταζε τὰ κουρέλια μου
τὰ πόδια μου μὲς στὶς λινάτσες
τὶς ξόβεργες στὰ ξυλιασμένα χέρια μου
καὶ πῶς τοῦ χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ ἄλογο μὲ περηφάνια.
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο μάτι μὲ κοίταζε τὸν ἄλλο χρόνο
ἀχνὸ βασιλεμένο
ὅταν ἀδειάσαν ματωμένο τὸ σακὶ
καὶ κύλησαν στὴ μέση τῆς πλατείας
κομμένα τὰ κεφάλια τους.
Ἦταν ὁ χρόνος ποὺ κατέβηκα στὴν πόλη
καὶ πούλαγα τσιγάρα σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ποίημα τοῦ Γώργη Παυλόπουλου. Ἡ παραπάνω ἱστορία κι ἄλλες παρόμοιες ἱστορίες, λέγονταν τὶς κρύες νύχτες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τὴ μάνα μου. Δὲν εἴχαμε ἀκόμη ραδιόφωνο. Ἀργότερα ποὺ ἀποκτήσαμε, ἀρχίσαμε σιγά-σιγὰ νὰ μὴ μιλᾶμε. Ἀκούγαμε τὸ θέατρο τῆς Δευτέρας, μὲ κατάνυξη. Ἀργότερα ἦρθε ἡ τηλεόραση κι ἐκεῖ ξεχάσαμε ὁ ἕνας τὴ φωνὴ τοῦ ἄλλου….
Τὸν Γιώργη Παυλόπουλο, ἄργησα νὰ τὸν γνωρίσω. Τὰ ποιήματά του ὅμως τὰ ἤξερα. Εἶχα ἀκούσει ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Σεφέρη κι ὅτι τὸν φιλοξενοῦσε στὸν Πύργο. Ὅταν ὅμως, πῆρα στὰ χέρια μου τὴν ποιητική του συλλογὴ Τὸ Σακὶ καὶ διάβασα τὸ ὁμότιτλο ποίημα, δάκρυσα. Γιατί, ἀνέβλυσε ἀπὸ τὴ μνήμη μου, ὅλη ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα τῶν παιδικῶν μου χρόνων καὶ οἱ ἱστορίες ποὺ ἄκουγα στὸ σπίτι γιὰ κείνους πού, κανεὶς δὲν τοὺς θυμᾶται πιά. Ἔμεινα ἐμβρόντητος μὲ τὸ ποίημα τοῦ Γιώργη. Ὁ πυρήνας τῆς ἱστορίας του, εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, μὲ τὸν πυρήνα τῆς ἱστορίας ποὺ μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα μου, ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο βράδυ τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξήντα. Ἡ μάνα μου, δὲν εἶχε διαβάσει ποτέ της ποιήματα καὶ δὲν εἶχε ἀκούσει ποτέ της γιὰ τὸν Γιώργη.
Ὅταν τυπώθηκε τὸ περιοδικό, τοῦ τὸ πῆγα στὸ σπίτι του στὸν Πύργο. Πιάσαμε κουβέντα γιὰ τοὺς προγόνους μας καὶ γιὰ τὴν καταγωγή μας. Τοῦ εἶπα ὅτι ἡ μάνα μου κατάγεται ἀπὸ τὸ Νιχώρι τῆς Γορτυνίας, ποὺ βρίσκεται ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Νεμούτα. Μοῦ εἶπε «ὅλοι ἀρκάδες εἴμαστε καὶ μένα ὁ παππούλης μου, ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς μάνας μου, ἤτανε ἀπὸ τὸ Καρδαρίτσι…». Ἡ μιὰ κουβέντα ἔφερε τὴν ἄλλη καὶ τοῦ εἶπα τὴν ἱστορία πού μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα μου. Κι ὁ Γιώργης ἐντυπωσιάστηκε καὶ συγκινήθηκε πολὺ καὶ μοῦ εἶπε “νὰ σὲ φιλήσω ρὲ Κανελλόπουλε…”.
Ἤμουν στὴ δουλειά, ὅταν χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὁ «Στρατηγός», ὁ ἀγαπημένος μου, ἀπὸ τὴν Πάρο. Μοῦ λέει: Ἔλα Μαστραπά, ἔφυγε ὁ Γιώργης… Ἤξερα ἀπὸ μέρες, ἡ κατάστασή του εἶχε ἐπιδεινωθεῖ κι ὅτι τὸν εἶχαν μεταφέρει στὴν κλινική.
«Ἔφυγε» ὁ Γιώργης γιὰ τὸ Βασίλειο τῆς Ἀνυπαρξίας. Θὰ τὰ κουβεντιάζει τώρα ἐκεῖ, μὲ τὸν Τάκη καὶ μὲ τὸν Φίλιππο τοῦ Τάκη κι ὅλους τους ἄλλους ποὺ ἔφυγαν πρωτύτερα ἀπ’ αὐτόν. Καὶ φτώχυνε ὁ τόπος μας καὶ ἡ πόλη μας κι ὁ κόσμος ὅλος, γιατί ὁ Γιώργης ἦταν μία φωνή. Ἦταν μία φωνὴ ξεχωριστή, ποὺ ἔκανε ποιήματα τὶς πίκρες καὶ τοὺς ἔρωτες καὶ τὸ φόβο καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. Μιὰ φωνὴ ποὺ ξυπνοῦσε τὴ μνήμη…
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ