Η απογραφή (διήγημα) ή Στην Ελλάδα όταν ζεις δεν υπάρχει ελπίς..

Αφιερωμένο στον φίλο μου Το Γιάννη τον Πενταμοδιανό με ευχές για ανεξάντλητη αισιοδοξία…

*

Η βοηθός του γιατρού ήταν κατηγορηματική: πρέπει να εκτελέσετε τη συνταγή στο φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ εντός του έτους. Άρα, σκέφτηκε επιστρέφοντας σπίτι, η μόνη μέρα που έχω είναι αύριο – ας ελπίσω ότι θα έχουν το φάρμακο. Πρωί πρωί έβαλε τα αθλητικά της, πήρε την τσάντα-ψυγείο για το φάρμακο και ξεκίνησε ευδιάθετη χάρη στην ανοιξιάτικη μέρα – τέλειωνε ο Δεκέμβρης και το θερμόμετρο δεν έδειχνε κάτω από 16ο. Ευτυχώς η Καλλιθέα ήταν κοντά, απόσταση που έκανε άνετα πεζή – κανονικά δεν θα ’βρισκε μεγάλη ουρά. Το φαρμακείο ήταν στη Δαβάκη, σε ένα άθλιο κτίριο, το οποίο είχε απέξω δύο παγκάκια για να κάθονται έξι από τους συνήθως είκοσι έως και σαράντα ανθρώπους που περίμεναν τη σειρά τους.

Πλησιάζοντας την παραξένεψε το γεγονός ότι δεν περίμενε κανείς ούτε όρθιος ούτε καθιστός, σημάδι ότι το φαρμακείο ήταν κλειστό. Όταν έφτασε απέξω διάβασε: Μεταφερθήκαμε Κολοκοτρώνη 146, Τζιτζιφιές. Θα ’χει πολύ κόσμο αλλά δεν γίνεται κι αλλιώς, το φάρμακο είναι απαραίτητο αν θέλει να διατηρήσει το φως της, αρκεί να το έχουν. Προσπαθώντας να είναι αισιόδοξη, αποφάσισε να περπατήσει ώς τις Τζιτζιφιές, για να νιώθει ότι δεν πάει αναγκαστικά αλλά για άσκηση.

Η διαδρομή αποδείχτηκε μεγαλύτερη από όσο περίμενε. Περπατούσε μία ώρα και πάλι είδε κι έπαθε να βρει το κτίριο. Αντίθετα από την τεράστια ουρά που περίμενε ότι θα βρει, κανείς δεν περίμενε και η πόρτα ήταν κλειστή με σιδεριά περίφρακτη. Έπρεπε να πλησιάσει πολύ κοντά και να βάλει τα γιαλιά της για να διαβάσει. Κλειστόν λόγω απογραφής, Απευθυνθείτε στο φαρμακείο του Ρέντη. Απίστευτο! Τι τους κόστιζε να βγάλουν ανακοίνωση ώστε να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος… Κρίμα που η μέρα της είχε ξεκινήσει με καλή διάθεση, είχε χάσει ήδη δύο ώρες και θα ’πρεπε να περιμένει άλλες τόσες με τον κόσμο που θα έχει μαζευτεί στου Ρέντη… Κι αν η χρονική δέσμευση ίσχυε για όλες τις συνταγές; σκέφτηκε σταματώντας ένα ταξί.

Μέχρι να φτάσει Πειραιώς 167 είχε καθησυχάσει τον εαυτό της ότι θα έβρισκε εύκολα το φάρμακο και εκτόνωνε το θυμό της με διάφορα στερεότυπα – «Στην Ελλάδα όταν ζεις δεν υπάρχει ελπίς…»

«Κάπου εδώ, ανάμεσα Jumbo και LEROY είναι το φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ, αλλά δεν στρίβει ο δρόμος», είπε ο ταξιτζής. «Εύκολα θα το βρείτε».

Ένα τέταρτο αργότερα και αφού είχε κάνει δύο φορές τον γύρο του τετραγώνου βλαστημώντας την ευπιστία της κι είχε ρωτήσει πέντε διαφορετικούς διαβάτες για την ακριβή θέση του ΕΟΠΥΥ δίχως αποτέλεσμα, κατάφερε να ανακαλύψει ένα θεόρατο παλιό κτίριο κρυμμένο πίσω από ψηλούς μισοξεραμένους ευκαλύπτους, λίγο πιο πάνω από το LEROY. Διέσχισε το παρατημένο παρκάκι. Γύρω ερημιά. Καμιά ένδειξη ότι πρόκειται για το φαρμακείο που έψαχνε. Ανέβηκε τα λερωμένα μαρμάρινα σκαλιά αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Την έλουσε κρύος ιδρώτας. Έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει το φάρμακο, ώστε να μη χάσει μέρες από την προθεσμία της ένεσης. Ο γιατρός ήταν σαφής: η τήρηση του χρονοδιαγράμματος στις ενέσεις ήταν το σημαντικότερο γι’ αυτή τη θεραπεία…  Ξαφνικά το βλέμμα της έπεσε σε μια χειρόγραφη «πινακίδα» πάνω σε μια κόλλα Α4 – μόλις που φαινόταν η πληροφορία: «Η είσοδος στο κτίριο από το πλάι». Κατέβηκε και άρχισε να ψάχνει το πλάι, αλλά πουθενά δεν υπήρχε πόρτα. Με τα πολλά ανακάλυψε μια δεύτερη κόλλα Α4, μισοσκισμένη με ένα χειρόγραφο βέλος κάτω από το οποίο με δυσκολία διάβαζες: «Από πίσω».

Μόλις έφτασε στο πίσω μέρος του κτιρίου και έστριψε αριστερά, της ήρθε ταμπλάς! Καμιά πενηνταριά άνθρωποι διαφόρων ηλικιών σχημάτιζαν μια τεράστια ουρά και φυσικά ούτε λόγος για νούμερα: αν ήθελες να μη χάσεις τη σειρά σου έπρεπε να τη φυλάς. Στήθηκε λοιπόν πίσω από έναν μεσήλικα, καλοντυμένο και ήρεμο και βάλθηκε να παρατηρεί τον χώρο και τους ανθρώπους. Στεκόταν μπροστά από ένα τεράστιο γκρίζο κτίριο, σαν εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, με σπασμένα τζάμια και βαθιές ρωγμές, μέσα σε ένα περιφραγμένο χώρο που μάλλον  χρησίμευε για σκραπατζίδιο του LEROY. Τραπέζια με τρία πόδια, σταβοχυμένες πολυθρόνες, ξεκοιλιασμένες μικροσυσκευές, άδειες συσκευασίες, ξύλα και φελιζόλ σχημάτιζαν έναν κακαίσθητο  σωρό σχεδόν δίπλα στην ουρά. Στο βάθος ήταν παρκαρισμένα πολλά αυτοκίνητα, κάποια θα πρέπει να είχαν χρόνια να κινηθούν. Πάνω σε ένα άσπρο βανάκι έγραφε ΕΦΚΑ και αποκάτω με σπρέι ΓΑΥΡΟΙ ΤΕΖΑ.

Εν τω μεταξύ, η πόρτα που όλοι κοιτούσαν σχεδόν με ικεσία, λες και το βλέμμα τους θα είχε τη δύναμη να την ανοίξει, έβαζε μέσα έναν κάθε φορά και αργούσε να ανοίξει ξανά, σημάδι ότι θα είχε λίγους υπαλλήλους μέσα. Είχε αρχίσει να κουράζεται από την ορθοστασία, ύστερα και από τόσο περπάτημα.

«Στην Ελλάδα όταν ζεις δεν υπάρχει ελπίς» σιγομουρμούρισε τραγουδιστά πιο πολύ για να εκτονώσει τη φούρκα της.

«Να λέτε πάλι καλά», γύρισε προς το μέρος  της ο καλοντυμένος κύριος. «Αν ζούσατε στην Αγγλία δεν θα σας έδιναν δωρεάν φάρμακα. Θα τα αγοράζατε».

«Δεν θα περίμενα όμως ποτέ σ’ αυτό το εργοτάξιο, ώρες ατέλειωτες για το φάρμακο. Για σκεφτείτε να έβρεχε ή να έκανε κρύο… Έπειτα οι άνθρωποι που περιμένουν στην ουρά δεν έχουν και τη μεγαλύτερη αντοχή. Τι θα κόστιζε να είχαν ένα στεγασμένο χώρο με παγκάκια;»

Εκείνη την ώρα –λες και το είχε σκηνοθετήσει– από ένα αυτοκίνητο κατέβηκε ηλικιωμένος κύριος χλωμός και αδύνατος υποβασταζόμενος από έναν λίγο νεότερο.

«Πάμε να κτυπήσουμε την πόρτα, αδύνατον να περιμένω στην ουρά…» εκλιπαρούσε τον συνοδό του ο οποίος χαμήλωσε το κεφάλι και τον οδήγησε προς την πόρτα. Κτύπησαν μια, κτύπησαν δυο, κτύπησαν τρεις… Μετά από λίγο άνοιξε επιτέλους ένας νεαρός που τον άκουσε φανερά προβληματισμένος. Τον έμπασε στο κτίριο και άρχισε να επιθεωρεί την ουρά ρωτώντας: «Είναι κανείς να πάρει φάρμακα για άλλον; Να συμπληρώσει Υπεύθυνη Δήλωση»… Και μοίραζε άσπρες κόλλες Α4.

«Μα, δεν χρειάζεται, εξουσιοδότηση; Στην Καλλιθέα έτσι γίνεται», παρατήρησε ο καλοντυμένος κύριος.

«Τώωωωρα…», γέλασε με νόημα ο νεαρός, «η εξουσιοδότηση μας μάρανε…»

«Μαμά, κουράστηκα» γκρίνιαξε ένα κοριτσάκι γύρω στα πέντε που ώς πριν λίγο πεταλούδιζε στον περιφραγμένο χώρο, στο σκραπατζίδικο, ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, στην ουρά… «Κάνε υπομονή, κουκλίτσα μου, να πάρει η μαμά το φάρμακο να γίνει καλά….», της είπε χαμηλόφωνα η νέα γυναίκα που προσπαθούσε να την κρατήσει κοντά της με διάφορα παιχνίδια. «Αν δεν πάρεις το φάρμακο μαμά θα γίνεις αστεράκι σαν τον παππού;», άρχισε η μικρή την ανάκριση και η γυναίκα την σήκωσε αγκαλιά για να μην ακούγεται ο διάλογος. Αλλά η μικρή απτόητη: «Γιατί εγώ δεν φοράω καπέλο, μαμά;» τη ρώτησε προσπαθώντας να της τραβήξει το τουρμπάνι που της σκέπαζε το κεφάλι. «Μαμά, θα ξαναβγάλεις μαλλιά;» συνέχισε το κοριτσάκι κοιτάζοντάς την στα μάτια με το πιο γλυκό χαμόγελο…

«Αχ δεν αντέχω άλλο την ορθοστασία, τέσσερις ώρες αιμοκάθαρση και άλλες δύο ώς εδώ και στην ουρά…», ακούστηκε μια ξέπνοη γυναικεία φωνή…

Ο νεαρός που μοίραζε Υπεύθυνες Δηλώσεις πήγε κοντά της: «Μπορείτε να καθήσετε, κυρία, και να συνεννοηθείτε να μη χάσετε τη σειρά σας. Ανεβείτε εκεί…» και της έδειξε κάτω από το γείσο του κτιρίου μερικές καρέκλες: μια ξύλινη, μια πλαστική, μια υφασμάτινη πολυθρόνα ακαθορίστου πια χρώματος, μια πτυσσόμενη λίγο στραβοανοιγμένη… Ένα θλιβερό δειγματολόγιο καθισμάτων βρώμικων και φθαρμένων από όπου μόνο καρέκλα οδοντιατρείου έλειπε.

Η γυναίκα ανέβηκε πατώντας με προσοχή πάνω σε ένα τάουερ παλιού ντέσκτοπ, που κάποιος είχε βάλει πλαγιαστό σαν αυτοσχέδιο σκαλοπάτι για το υπαίθριο «σαλόνι αναμονής». Εν τω μεταξύ, η πόρτα άνοιγε με πιο αργό ρυθμό από αυτόν που έκανε  την ουρά να μακραίνει και να χάνεται πίσω από τη γωνία. Κάποιοι είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους.

«Μα είναι κτίριο αυτό; Εγώ δεν θα καθόμουν κάτω απ’ τη μαρκίζα να με πλήρωνες», είπε με δυνατή φωνή ένας κύριος πίσω μου. «Είναι ξεχαρβαλωμένη και ο σοβάς έτοιμος να πέσει. Ήθελα νά ’ξερα πού το βρήκαν αυτό το κτίριο…».

«Κάποτε ήταν ωραίο κτίριο», είπε ο αμέσως πιο πίσω. «Δουλεύω ταξί και έχω έρθει πολλές φορές. Αλλά το άφησαν να ρημάξει για να το “κτυπήσουν” και να το αγοράσουν για πενταροδεκάρες οι ημέτεροι. Τα ξέρουμε δα τα κόλπα τους…»

«Έχω κάνει το γύρο της Αθήνας σήμερα, γαμώ το στανιό μου. Του Πειραιά κάνει απογραφή, της Ομόνοιας έκλεισε, στο Μαρούσι απογραφή. Τώρα έκλεισαν και την Καλλιθέα… Και ούτε μια ειδοποίηση οι ρεμπεσκέδες του κερατά… Δημόσιοι υπάλληλοι σου λέει…» μονολογούσε δυνατά ένας από την ουρά.

«Δεν φταίνε οι άνθρωποι. Ο μηχανισμός είναι λάθος. Μην τα ρίχνουμε όλα στους δημόσιους υπαλλήλους…» φώναξε μια ξανθιά με αύρα εφοριακού.

Εκείνη την ώρα ένας νεαρός ώς τα τριάντα, ευθυτενής, με ευγενικό πρόσωπο βγήκε από τη σειρά του αναζητώντας τον υπάλληλο που έκανε τον ταξιθέτη.

«Παρακαλώ, μπορείτε να μου πείτε αν έχετε το φάρμακο που ψάχνω για να μην περιμένω άδικα;»

«Ναι, βέβαια, πιο φάρμακο θέλετε;» απάντησε ο ταξιθέτης, ασκημένος φαίνεται να πιάνει στον αέρα ερωτήσεις.

«Το Γκλίβεκ», είπε με φωνή κάτωχρη σαν το δέρμα του που έκανε να φαίνονται ακόμη πιο μαύρες οι σακούλες κάτω από τα μάτια του. Ο ταξιθέτης μπήκε στο κτίριο και βγήκε μετά από λίγο φωνάζοντας:

«Ποιος ζήτησε φάρμακο για τη λευχαιμία; Α, εσείς… Δεν το έχουμε. Μόνο το Μαρούσι το έχει, αλλά είναι κλειστό λόγω απογραφής».

«Και τι θα κάνω; Πρέπει να πάρω οπωσδήποτε το φάρμακο ώς την Κυριακή».

«Δυστυχώς μόνο την Τρίτη μπορούμε να σας το προμηθεύσουμε, γιατί η Δευτέρα είναι αργία».

Επιστρέφοντας δεν λογάριαζε ούτε τα κουρασμένα πόδια της, ούτε τον χαμένο χρόνο της. Μόνο την απογραφή. Και κρατούσε σφιχτά το φάρμακό της τρέχοντας να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε…

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Πηγή:neoplanodion.gr

Μια σκέψη στο “Η απογραφή (διήγημα) ή Στην Ελλάδα όταν ζεις δεν υπάρχει ελπίς..”

  1. Το έχω ζήσει ακριβώς έτσι όλο αυτό για να πάρω ένα φάρμακο για Σκλήρυνση κατά πλάκας, και τελικά το φάρμακο το είχε ο Πειραιάς. Κατάντια. Τα τρία τελευταία χρονια είναι καλά, σου δίνουν στον Πειραιά τα φάρμακα τριών μηνών και χωρίς εξουσιοδότηση επειδή έχουν γνωρίσει τους ανθρώπου που πάνε τόσα χρονια.

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.