W. B. YEATS*, ΓΙΑ ΤΟ ΒΥΖΆΝΤΙΟ

Ο Αριστοτέλης λέει ότι αν δώσεις μια μπάλα σ’ ένα παιδί, δεν πα’ να κοστίζει τρεις δεκάρες, αν είναι η καλύτερη στην αγορά, είναι υπόδειγμα μεγαλείου – και το ύφος, είτε στη ζωή είτε στη λογοτεχνία, πηγάζει, νομίζω, από την υπερβολή, απ’ αυτό το κάτι πέρα και πάνω από τη χρησιμοθηρία που σφίγγει την καρδιά. Στα όψιμα ποιήματά μου το ονομάζω Βυζάντιο, από εκείνη την πόλη όπου οι αναλωμένες μορφές των Αγίων πρόβαλλαν πάνω σε χρυσό ψηφιδωτό φόντο, και ένα τεχνητό πουλί τραγουδούσε πάνω σ’ ένα χρυσόδεντρο εμπρός στον αυτοκράτορα – και σ’ ένα ποίημά μου έχω φανταστεί τα πνεύματα να κολυμπούν, καβάλα σε δελφίνια που σχίζουν τις αισθησιακές θάλασσες, για να χορέψουν στα πλακόστρωτά της.

~.~

Νομίζω ότι αν μου χάριζαν έναν μήνα Αρχαιότητας και είχα το ελεύθερο να τον περάσω όπου θέλω, θα διάλεγα το Βυζάντιο, λίγο προτού ο Ιουστινιανός τελέσει τα θυρανοίξια της Αγίας Σοφίας και βάλει λουκέτο στην Ακαδημία του Πλάτωνος. Νομίζω ότι θα πετύχαινα εκεί σε κάποιο ταβερνάκι κανέναν φιλόσοφο φηφιδογράφο ικανό ν’ απαντήσει όλες μου τις ερωτήσεις, που θα ’ταν πιο κοντά στο υπερφυσικό και από τον Πλωτίνο τον ίδιο, γιατί με την υπερήφανη δεξιοτεχνία του, ό,τι ήταν για τους ηγεμόνες και τους κληρικούς όργανο εξουσίας και για τον όχλο φονική παράκρουση, εκείνος θα το ’κανε να μοιάζει μορφή εξαίσια και λυγερή σαν τέλειου ανθρώπινου σώματος.

Νομίζω ότι στο πρώιμο Βυζάντιο, ίσως όσο ποτέ πιο πριν ή πιο μετά στην καταγεγραμμένη ιστορία, θρησκευτική, αισθητική και πρακτική ζωή ήταν ένα, ότι οι αρχιτέκτονες και οι καλλιτέχνες –αν όχι, ίσως, και οι ποιητές, αφού η γλώσσα ήταν όργανο για έριδες και πρέπει να ’χε γίνει αφηρημένη– μιλούσαν και στους πολλούς και στους λίγους το ίδιο. Ο ζωγράφος, ο ψηφιδογράφος, ο χρυσικός και ο αργυροχόος, ο εικονογράφος των ιερών βιβλίων, ήταν σχεδόν απρόσωποι, στερούμενοι κάθε αυτεπίγνωστης ατομικότητας σχεδόν, απορροφημένοι εντελώς απ’ τη δουλειά τους και το όραμα ενός ολόκληρου λαού. Μπορούσαν να ξεσηκώνουν απ’ τα παλιά ευαγγέλια τις εικόνες που έμοιαζαν τώρα εξίσου ιερές όσο και το κείμενο, και όμως να τις συνθέτουν όλες τους σε ένα πελώριο καινούργιο σχέδιο, έργο πολλών που έμοιαζε έργο ενός, και όπου κάθε κτίσμα, κάθε ζωγραφιά, κάθε μοτίβο, κάθε κιγκλίδωμα και κάθε λυχνάρι έμοιαζε κομμάτι μιας και μόνης εικόνας· και αυτό το όραμα, αυτή η ενσάρκωση του αόρατου διδασκάλου τους, είχε την ελληνική ευγένεια, ο Σατανάς ήταν ακόμα ο ημίθεος όφις, καθόλου εκείνο το κερασφόρο σκιάχτρο του διδακτικού Μεσαίωνα.

Οι ασκητές, που στην Αλεξάνδρεια τους αποκαλούν «Αθλητές του Θεού», έχει πάρει πια τη θέση εκείνων των Ελλήνων αθλητών, των οποίων τα αγάλματα έχουν λιώσει ή διαμελιστεί ή εγκαταληφθεί στα σταροχώραφα, όμως όλα γύρω τους αστράφτουν με απίστευτη μεγαλοπρέπεια σαν αυτή που βλέπουμε να διαπερνά τα κλειστά μας βλέφαρα όποτε αιωρούμαστε μεταξύ ύπνου και ξύπνου, δεν πρόκειται εδώ για την αναπαράσταση του ζωντανού κόσμου αλλά για το όνειρο του υπνοβάτη. Ακόμη και η διάτρητη κόρη του ματιού, όταν την σμίλη την κρατάει το χέρι ενός Βυζαντινού τεχνίτη του ελεφαντοστού, παθαίνει μια υπνωτιστική αλλαγή, γιατί η βαθιά σκιά της ανάμεσα στις αχνές γραμμές της πλάκας, ο μηχανικός κύκλος της, εκεί που όλα τα άλλα είναι ρυθμικά και ρέοντα, δίνουν στον Άγιο ή τον Άγγελο το βλέμμα ενός πελώριου πουλιού που αντικρίζει ένα θαύμα. Θα γινόταν ποτέ ένας οραματιστής εκείνων των ημερών, εισερχόμενος στον ναό που ονομάστηκε με χάρη τόσο ελάχιστα θεολογική «Αγία Σοφία», θα γινόταν ποτέ ακόμη και ένας σημερινός οραματιστής περιηγούμενος τα ψηφιδωτά της Ραβέννας ή της Σικελίας, να μην αναγνωρίσει μια εικόνα που την βλέπει κάτω απ’ τα κλειστά του βλέφαρα; Μου φαίνεται πως ήταν Εκείνος, αυτός που για τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες δεν ήταν παρά ένας απόκοσμος εξορκιστής, που συγκατανεύοντας στην πλήρη Του θέωση έκανε δυνατή τούτη τη βύθιση στο υπερφυσικό μεγαλείο, σ’ αυτές τις ψηφιδωτές επιφάνειες τις όλο χρυσογαλαζοπράσινες ανταύγειες.

Μετάφραση
ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

*Ο Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, γιος του Ιρλανδού ζωγράφου Τζον Μπάτλερ Γέιτς, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγγλόφωνους ποιητές του 20ού αιώνα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο και τη μελέτη.Νομπελ λογοτεχνίας

Πηγή: neoplanodion.gr