Αρίφνητος

Αρίφνητος: Αναρίθμητος, αμέτρητος, ακαταμέτρητος

Ετυμολογία: αρίφνητος < αρίθμητος < αριθμητός.

Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο τόπος (Ερωτόκριτος)