Όταν ο Μάρκος Μπότσαρης πήγαινε στη μάχη του Καρπενησίου, όπου και φονεύθηκε, πέρασε από το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Μπήκε στο Καθολικό της Μονής, προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της και βγαίνοντας τράβηξε το πουγγί του,το έδωσε σε έναν καλόγερο και του είπε:
«Πάρ΄ το να μοιράσεις τα γρόσια που έχει μέσα για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη».
Ο καλόγερος, που ποτέ δεν είχε δει τον ήρωα και δεν τον γνώρισε, τον ρώτησε παραξενεμένος:
«Τι; Πέθανε ο Μάρκος;»
και ο Μπότσαρης προχώρησε προς το άλογό του λέγοντάς του:
« Όχι, αλλά πηγαίνει για να πεθάνει».
Λίγες ώρες αργότερα τα τελευταία λόγια πριν αφήσει την τελευταία του πνοή ήταν:
“Αδέλφια, εγώ έκαμα το χρέος μου και πεθαίνω ευχαριστημένος. Μείνετε πιστοί στην Πατρίδα και πιστοί δούλοι του Θεού. Αφήστε με και τρεχάτε εκείνα που εγώ άρχισα”.
Ο σπουδαίος αγωνιστής Γεώργιος Καραϊσκάκης, συμπολεμιστής του Μπότσαρη σε πλειάδα μαχών, δεν έκρυψε τον απεριόριστο σεβασμό του για τον στρατηγό των Σουλιωτών:
«Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε».
Ο Καραϊσκάκης θρήνησε αργότερα την άψυχη σορό του μεγάλου αγωνιστή στο Μοναστήρι του Προυσού με τη σπαρακτική οιμωγή του:
«Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει».