Ο πυριφλεγής ερωτευμένος Παπαφίγγος και το πάθημά του στην Αγία Τριάδα Κερατέας.
Τον έδειραν και τον πασάλειψαν με φούμο!
Η Αγία Τριάδα Κερατέας, δεκαετία 1910. Ανέκδοτο τεκμήριο από το φωτογραφικό αρχείο του «Συλλόγου των Αθηναίων».
Η Κερατέα της Αττικής είναι τόπος με πλούσια ιστορία και έθιμα και από τις περιοχές που φημίζονταν για τα αυστηρά ήθη των κατοίκων της. Υπήρξε μια κλειστή κοινωνία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αλλά και αργότερα. Ωστόσο, τα χρόνια πέρασαν, οι περίκλειστες νοοτροπίες αμβλύνθηκαν και η όμορφη Κερατέα προόδευσε όπως και όλη η Ελλάδα. Ας ρίξουμε λοιπόν ένα βλέμμα στο παρελθόν, πηγαίνοντας στον Ιούνιο του 1934, για να δούμε πως το… φύσαγε και δεν κρύωνε ένας νέος της εποχής, ο ευσταλής Παπαφίγγος, ο οποίος ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά για τα μάτια μιας πανέμορφης κοπέλας, της Πόπης Χατζηβασιλείου. Αμφότεροι από καλές οικογένειες της εποχής, συναντιόντουσαν που και που στον δρόμο, στην εκκλησία, στις γιορτές και στα πανηγύρια. Ούτε σκέψη βέβαια να μιλήσουν απευθείας και ακόμη περισσότερο να συναντηθούν.
Εκείνος της έστελνε το αθώο του χαμόγελο και εκείνη απλώς το αποδεχόταν παθητικά. Δεν αντιδρούσε ούτε θετικά, ούτε αρνητικά. Δηλαδή, ένα αθώο φλερτ με παιδικά χαρακτηριστικά. Αλλά ο Παπαφίγγος γεννούσε τα δικά του σενάρια. Εργατικός, νέος και ονειροπόλος είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως η Πόπη θα ανταποκρινόταν στα αισθήματά του. Εξάλλου, είχε και τον… τρόπο του, όπως έλεγαν όταν κάποιος διέθετε κάποια περιουσιακά στοιχεία. Έναν ολόκληρο χρόνο λοιπόν την πολιορκούσε. Ο πυριφλεγής νέος θεωρούσε ως αποδοχή των προθέσεών του το αθώο χαμόγελο της Πόπης. Αποφάσισε λοιπόν να της εμπιστευθεί το σχέδιό του: «Μια από αυτές τις βραδιές θα σε απαγάγω», της είπε τρέμοντας από συγκίνηση. Αλλά η Πόπη τρομοκρατήθηκε. Δεν αισθανόταν κάτι για εκείνον. Κι αν το χωριό μάθαινε τις προθέσεις του;
Δύο νύχτες έμεινε ξάγρυπνη και σκεφτόταν τις επιπτώσεις που μπορούσε να έχει το πάθος του ερωτοχτυπημένου Παπαφίγγου. Οπότε αποφάσισε να τα πει όλα στον πατέρα της. Εκείνος στην αρχή νευρίασε, αλλά μετά αντιμετώπισε την κατάσταση με ψυχραιμία. Μάζεψε μερικά από τα μέλη της οικογενείας του και λίγους έμπιστους φίλους και συζήτησε το θέμα. Το σχέδιο που συνέλαβαν και έθεσαν σε εφαρμογή ήταν σατανικό. Νοίκιασαν ένα αυτοκίνητο και μετέφεραν στην τοποθεσία «Αγία Τριάς» τον φίλο της οικογένειας Γιώργο Σεκέρη, τον οποίο είχαν φροντίσει να ντύσουν με τα καλά ρούχα της Πόπης. Στη συνέχεια άλλος φίλος, ο Ανδρέας Πρίφτης φρόντισε να πληροφορήσει τον Παπαφίγγο που βρισκόταν το αντικείμενο του πόθου του.
«Είδα την Πόπη στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας. Μα τι ομορφιά είναι αυτή; Έτσι μου ήρθε να την κλέψω», είπε στον ατυχή Παπαφίγγο, ο οποίος τινάχτηκε από τη θέση σα να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Προφασίστηκε πως δεν ένιωθε καλά και έφυγε προς το σπίτι του. Αλλά κατευθύνθηκε τραγουδώντας και τρέχοντας προς την Αγία Τριάδα. Σε όλη την διαδρομή ωστόσο τον παρακολουθούσαν πολλά ζευγάρια μάτια. Τριάντα νοματαίοι είχαν επιστρατευθεί από την οικογένεια της Πόπης για να πετύχουν το σατανικό σχέδιο του πατέρα της.
«Πόπη, Πόπη, έφθασα», φώναξε μόλις αντίκρισε τις πλάτες του υποδυόμενου τη… νύφη. Απάντηση δεν πήρε βεβαίως ο Παπαφίγγος από απόσταση, αλλά μόνον όταν έφτασε και άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει διαπίστωσε πως προσπαθούσε να αγκαλιάσει έναν μουστακαλή! Κεραυνοβολήθηκε. Χωρίς να το καταλάβει δεχόταν ατέλειωτες κατραπακιές. Οι συγγενείς της Πόπης δεν τον απάλλαξαν από τα ρούχα του, όπως είχαν σχεδιάσει, αλλά τον έβαψαν με φούμο. Μαύρος κι άραχλος γύρισε στην Κερατέα και αφού έβγαλε το φούμο, έτρεξε να καταγγείλει το πάθημά του στην Αστυνομία.
Πηγή: Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς/Αθηναικά