Γύρω στο 600 π.Χ. στην Αρχαία Ελλάδα, ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, ένας από τους πρώτους δυτικούς φιλοσόφους, είχε ένα ισχυρό όραμα για το σύμπαν. Πίστευε ότι τα πάντα ήταν φτιαγμένα από μια αρχέγονη ουσία και ότι όλα όσα βλέπουμε στον κόσμο και στον ουρανό – από βατράχια μέχρι τα δέντρα, από τους ανθρώπους μέχρι τα αστέρια ήταν προσωρινές δομές, που “κατά την εκτίμηση του Χρόνου” επανέρχονται σε αυτή την αρχέγονη κόλλα. Ο Αναξίμανδρος ονόμασε αυτή την ουσία «άπειρον», που μεταφράζεται ελεύθερα ως “Απέραντο”. Ό,τι κι αν ήταν το Απέραντο, ήταν τμήμα όλων όσων υπήρχαν.
Στην δική του κοσμολογία ο Αναξίμανδρος οραματίστηκε μια αέναη ροή ύλης, ένα συνεχές γίγνεσθαι πραγμάτων, που όλα συνδέονται με την υλική τους ουσία. Επειδή επρόκειτο για την Αρχαία Ελλάδα, δεν υπήρχαν λεπτομέρειες για το πώς συνέβαινε αυτό ή για τη σύνθεση αυτής της ύλης. Αλλά μερικούς αιώνες μετά τον Αναξίμανδρο, οι Έλληνες Ατομικοί φιλόσοφοι πρότειναν μία άλλη ιδέα για την κοσμολογία: ότι τα πάντα ήταν φτιαγμένα από αδιαίρετα κομμάτια ύλης, τα οποία ονόμαζαν “άτομα”.
Για τους Ατομικούς φιλοσόφους, η εμφάνιση και η διάλυση της ύλης που βλέπουμε οφειλόταν σε άτομα που ενώνονταν ή διαλύονταν. Η διάχυτη έννοια εδώ είναι η ροή της ύλης σε διαφορετικές δομές: μια ανακύκλωση της ύλης που δεν σταματά ποτέ.