[La realidad]
«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μαμά, κοίτα πώς βρέχει!»
Ἀναφωνεῖ γελώντας ἡ μικρὴ μὲ τὸ ρὸζ φορεματάκι, ποὺ περπατᾶ πιασμένη ἀπὸ τὸ χέρι τῆς μητέρας της. Γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς, δὲν μᾶς πολυαρέσει τὸ ρὸζ φορεματάκι. Ὅμως ἔτσι τὴν ἕντυσε ἡ μητέρα της, καὶ ἀντὶ νὰ ἐπικρίνει κανεὶς τὶς ἐνδυματολογικὲς ἐπιλογὲς τῶν ἄλλων, πόσο μᾶλλον μιᾶς τόσο χαριτωμένης μικρῆς, ἂς κοιτάζει καλύτερα τὴ δικιά του καμπούρα.
Κι ἔτσι ἡ μικρὴ μὲ τὸ ρὸζ φορεματάκι, γελώντας χωρὶς σταματημό, τραβάει ἀπὸ τὸ χέρι τὴ μητέρα της: μιὰ γυναίκα μὲ σοβαρὸ παρουσιαστικὸ καὶ κάπως ἀφηρημένη, ἢ κουρασμένη ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἀνακαλύψεις τῆς κόρης της. Αὐτὸ μᾶς τὴν κάνει λιγότερο συμπαθητική, παρόλο ποὺ ὁ καθένας ἀνατρέφει τὰ βλαστάρια του ὅπως νομίζει, καὶ καλύτερα νὰ κοιτάζει τὴ δικιά του καμπούρα καὶ τὰ λοιπά, καὶ τὰ λοιπά. Ἃς ἀναγνωρίσουμε ὅμως ὅτι ἡ ἐν λόγω κυρία διαθέτει ἐξαιρετικοὺς ἀστραγάλους. Περπατᾶ στητὴ σὰν βασίλισσα. Τὰ τακούνια της, τὰκ τούκ.
«Μαμὰ βρέχει! Κοίτα πῶς βρέχει!», ἐπιμένει ἡ μικρή.
Ἡ κυρία πατάει φρένο στεγνά, κυριολεκτικὰ μιλώντας, καὶ τῆς ρίχνει ἕνα βλέμμα πού, ἂν κάποιος δὲν εἶχε πολλὰ στὸ κεφάλι του καὶ τὰ λοιπά, θὰ μποροῦσε νὰ τὸ χαρακτηρίσει ἄδικο, ἢ ἀκόμα καὶ ἀπαίσιο. Ἀφήνει τὸ χέρι τῆς κόρης της. Κοιτάζει μὲ δασκαλίστικο ζῆλο πρὸς τὰ πάνω, ὅπου ὑψώνονται σειρὲς ἀπὸ λουλουδιασμένα μπαλκόνια, κάτω ἀπὸ ἕναν καθάριο, καταγάλανο οὐρανό. Ὕστερα ξανακοιτάζει τὴ μικρὴ καὶ βάζει τὰ χέρια της στὴ μέση.
«Βρέχει, μαμά, βρέχει!»
Ἡ μικρὴ γελάει, ὅλο γελάει. Χοροπηδάει γύρω-γύρω, τινάζοντας τοὺς μουσκεμένους ὤμους της. Ἡ μητέρα κουνάει τὸ κεφάλι της καὶ ξεφυσάει φουσκώνοντας τὰ καλοβαμμένα χείλη της.
«Βρέχει! Βρέχει…!»
Ὅμως μερικὲς φορὲς τὰ προφανῆ πράγματα δὲν εἶναι καθόλου προφανῆ: ἡ αὐστηρὴ κυρία σταματάει τὴν κίνηση τῆς κόρη της, σὰν κάποιος ποὺ βάζει τὸ δάχτυλο πάνω σε μιὰ σβούρα, πιέζει τὸ λαμπερὸ προσωπάκι καὶ σκύβει μιλώντας της στὸ ἀφτί:
«Ἄλμπα, κορίτσι μου, ἄκου. Μὴ λὲς χαζομάρες. Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι τὸ νερὸ πέφτει ἀπὸ τὰ μπαλκόνια;»
Ἡ Ἄλμπα γυρνάει ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ πρόσωπό της, χαμηλώνει γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ βλέμμα. Ὕστερα πλαταγίζει τὴ γλώσσα της ἐκνευρισμένη καὶ ἀποφασίζει νὰ δείξει ὑπομονὴ μὲ τὴ μητέρα της. Ἀπαντάει πολὺ ἀργά, τονίζοντας κάθε συλλαβή:
«Τὸ ξέρω, βρὲ μαμά: τὰ μπαλκόνια. Φυσικά. Μά… κοίτα, μανούλα, κοίτα πώς βρέχει! Τί ὄμορφη, τί πανέμορφη ποὺ εἶναι ἡ βροχή!»
Κι ἀφοῦ εἶπε ὅσα εἶχε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλμπα ἐπιστρέφει εὐθὺς στὴ χαρὰ καὶ στὰ χοροπηδητά της, κάνοντας νὰ ἀνεμίζει τὸ ἀσυνήθιστο ρὸζ φορεματάκι της, ποὺ δὲν θὰ σχολιάσουμε ἄλλο πιά.
Ὁ ἈΝΤΡῈΣ ΝΈΟΥΜΑΝ (ANDRES NEUMAN) ΓΕΝΝΉΘΗΚΕ ΣΤῸ ΜΠΟΥΈΝΟΣ ἍΙΡΕΣ ΤῸ 1977, ἈΛΛᾺ ἈΠῸ ὈΚΤῺ ἘΤΩ͂Ν ΖΕΙ͂ ΚΑῚ ἘΡΓΆΖΕΤΑΙ ΣΤῊ ΓΡΑΝΆΔΑ. ἜΧΕΙ ΓΡΆΨΕΙ ΜΥΘΙΣΤΟΡΉΜΑΤΑ, ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ, ΔΟΚΊΜΙΑ ΚΑῚ ΠΟΙΗΤΙΚῈΣ ΣΥΛΛΟΓΈΣ. ΘΕΩΡΕΙ͂ΤΑΙ ἈΠῸ ΤΟῪΣ ΚΑΛΎΤΕΡΟΥΣ ΣΎΓΧΡΟΝΟΥΣ ἹΣΠΑΝΌΦΩΝΟΥΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΆΦΟ
Πηγή: planodion