Ο ΑΜΠΕΛΟΣ, Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ και η μέθη!


ΑΠΟ ΒΑΣΩ ΔΕΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Άμπελος – το όνομά του σημαίνει κλήμα αμπελιού – ήταν γιος ενός Σάτυρου και μιας νύμφης, ένας όμορφος έφηβος που ερωτεύθηκε ο Διόνυσος.

Ο Άμπελος, έπαιζε με το νεαρό θεό και τους Σάτυρους στις όχθες του Πακτωλού στη Λυδία. Ο Διόνυσος θαύμαζε τα μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του, το φως που διαχεόταν από το σώμα του καθώς έβγαινε από το νερό.

Όταν ο Άμπελος αθλούνταν με τους Σάτυρους ο νεαρός θεός ζήλευε κι έτσι αθλούνταν μόνο οι δυο τους επινοώντας διαρκώς, νέους αγώνες, στους οποίος ο Άμπελος ήταν πάντα ο νικητής. Έστεφε το κεφάλι του με ένα στεφάνι πλεγμένο από φίδια, όπως έβλεπε να κάνει ο φίλος του. Τον μιμούνταν ακόμα κι όταν φορούσε το διάστικτο χιτώνα. Μάθαινε να φέρεται με οικειότητα στις αρκούδες, στα λιοντάρια και στις τίγρεις. Ο Διόνυσος τον ενθάρρυνε, ωστόσο του είπε να προσέχει μόνο τα κέρατα του ανελέητου ταύρου.


Ο Διόνυσος καθόταν μια μέρα μόνος, όταν είδε μια σκηνή που του φάνηκε προφητική. Ένας κερασφόρος δράκοντας εμφανίστηκε ανάμεσα στα βράχια. Στη ράχη του είχε ένα κατσικάκι. Το αναποδογύρισε σε έναν πέτρινο βωμό και βύθισε τα κέρατά του στο σώμα του ζώου. Στο βωμό έμεινε μόνο μια μεγάλη κηλίδα αίματος. Ο Διόνυσος παρατηρούσε τη σκηνή και υπέφερε, αλλά μαζί με τον πόνο φούντωνε μέσα του κι ένα γέλιο ακατανίκητο, σαν να είχε χωριστεί η καρδιά του στα δυο.

Αργότερα συνάντησε τον Άμπελο και συνέχισαν να περιπλανιούνται κυνηγώντας. Ο Άμπελος διασκέδαζε παίζοντας ένα σουραύλι από καλάμια, και παρόλο που δεν έπαιζε καλά ο Διόνυσος τον επαινούσε. Κάποιες φορές, ο Άμπελος θυμόταν την προειδοποίηση του Διονύσου για τον ταύρο, αλλά έπειτα το ξεχνούσε. Γνώριζε όλα τα θηρία, ήταν φίλοι του γιατί ο ταύρος θα αποτελούσε εξαίρεση;

Και μια μέρα που ήταν μόνος συνάντησε τον ταύρο ανάμεσα στα βράχια. Ήταν διψασμένος και κρεμόταν η γλώσσα του. Ο Άμπελος δοκίμασε να του χαϊδέψει τα κέρατα. Πήρε βούρλα κι έφτιαξε χαλινάρια και καμουτσίκι. Ύστερα έριξε ένα κηλιδωτό δέρμα στη ράχη του ταύρου και ανέβηκε πάνω του. Ένιωσε μια μέθη που για κανένα άλλο ζώο δεν είναι νιώσει. Η ζηλιάρα, όμως, Σελήνη που κοιτούσε από ψηλά, του έστειλε μια βοϊδόμυγα. Ο ταύρος εκνευρισμένος, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από κείνο το μισητό έντομο άρχισε να τρέχει. Ο Άμπελος αισθανόταν ανήμπορος να ελέγξει το ζώο. Με ένα τελευταίο τίναγμα ο ταύρος τον έριξε κάτω. Τώρα τον έσερνε με τα κέρατά του που μπήγονταν όλο και πιο πολύ στις σάρκες του.

Ήταν ακόμη όμορφος όταν τον βρήκε ο Διόνυσος ματωμένο μέσα στις σκόνες. Οι Σειληνοί, σχηματίζοντας κύκλο, άρχισαν να τον θρηνούν. Ο Διόνυσος, όμως, δεν μπορούσε να ενωθεί μαζί τους. Η φύση του δεν του επέτρεπε τα δάκρυα. Ήξερε πως η αθανασία του τον εμπόδιζε να ακολουθήσει τον Άμπελο στον Άδη. Ο Έρωτας με τη μορφή ενός μαλλιαρού Σειληνού, τον πλησίασε για να τον παρηγορήσει. Του είπε πως ο πόνος της αγάπης θεραπεύεται από μια άλλη αγάπη. Ο Διόνυσος όμως έκλαιγε για τον Άμπελο.

Την ίδια στιγμή οι Ώρες κατευθύνονταν βιαστικά προς τη διαμονή του Ήλιου. Προαναγγελλόταν μια πρωτόγνωρη σκηνή στον ουράνιο τροχό. Ήταν ανάγκη να συμβουλευτούν τους πίνακες της Αρμονίας με την αλληλουχία των γεγονότων του κόσμου που είχε χαράξει το αρχέγονο χέρι του Φάνη. Ο Ήλιος τους τις έδειξε, ήταν κρεμασμένοι σε έναν τοίχο του παλατιού του. Οι Ώρες κοίταξαν τον τέταρτο πίνακα: απεικονιζονταν ο Λέων, η Παρθένος και ο Γανυμήδης με μια κούπα στο χέρι. Ερμήνευσαν την εικόνα. Ο Άμπελος θα γινόταν το κλήμα. Όταν τα σταφύλια που γεννήθηκαν από το σώμα του Άμπελου ωρίμασαν, ο Διόνυσος τα έστυψε και κοίταξε τα χέρια του που είχαν βαφτεί κόκκινα. Σκεφτόταν: Άμπελε, ακόμα και νεκρός δεν έχασες το ρόδινό σου χρώμα.

Κανένας άλλος θεός, ούτε η Αθηνά με τη λιτή ελιά της, μα ούτε και η Δήμητρα με το θρεπτικό ψωμί της δεν είχαν στην εξουσία τους κάτι που να πλησίαζε εκείνο το χυμό.
Φίλες και φίλοι, εκείνα τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας , ας τα ορίσουμε ως τα πρώϊμα προϊστορικά χρόνια, η φύση παλλόταν από σφρίγος και ζωή, κι ο άνθρωπος ζούσε στους ρυθμούς της. Πυκνόφυτα δάση, άνθρωποι ρωμαλέοι που ζούσαν στο ρυθμό της πλάσματα μυθικά νύμφες και σάτυροι καθώς και θεοί που δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τους παραμυθένιους τόπους, συνυπήρχαν, συνευρίσκονταν κι ανακάλυπταν κάθε μέρα κάτι καινούργιο.

Ο θάνατος του Άμπελου, προμήνυε κάτι που θα άλλαζε τη φύση του και συνάμα τη φύση του κόσμου. Γιατί τότε, οι άνθρωποι γνώριζαν για την «ανακύκλωση» της φύσης. Εκείνος που είχε φέρει τα δάκρυα στο θεό που δεν δακρύζει, θα έφερνε , μέσα από το κρασί, και την απόλαυση στον κόσμο. Ακριβώς αυτό έλειπε από τη ζωή: η μέθη.


ΠΗΓΕΣ: ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΔΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΜΟΝΙΑΣ Ρομπέρτο Καλάσσο, PIERRE GRIMAL «Λεξικό της Ελληνικής και ΡωμαΪκής Μυθολογία